ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα επειδή η Maicrosoft μας λογόκρινε και μπλόκαρε το μαιηλ gmosxos1@hotmaihl. com άνοιξε και ισχύει πλέον το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε .ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Αχ, Πάτρα, πατρίδα μου… Ah, Patrasso, Patria mia!

Μια εκδήλωση ιστορικής μνήμης και συγκινητικών αναμνήσεων πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 29 Νοέμβρη με πρωτοβουλία της Καθολικής εκκλησίας Πάτρα και του π. Παύλου Σινιγάλια.
Του συγγραφέα Βασίλη Χριστόπουλου Ήταν μια εκδήλωση για την 80 χρόνια από την μαζική απέλαση (έξοδο) 2500- 3000 Πατρινοϊταλών πού έγινε το Νοέμβρη του 1944 με απόφαση της εμφυλιοπολεμικής κυβέρνησης. Η μαζική απέλαση Πατρινοϊταλών στην Πάτρα του 1945, συνιστά στην πράξη ένα πολιτικό έγκλημα της πολιτείας το οποίο δυστυχώς συντελέστηκε με την ανοχή της τοπικής κοινωνίας. Το έγκλημα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί μόνο στο πλαίσιο της μετά τα Δεκεμβριανά ανώμαλης πολιτικής κατάστασης. Η εκδήλωση έγινε κατάμεστη Αγορά Αργύρη με την παρουσία και απογόνων- μελών οικογενειών που απελάθηκαν που ήλθαν από την Ιταλία στην Πάτρα για αυτό τον σκοπό. Μίλησαν ο Χρήστος Μούλιας νομικός, ιστορικός, ο Σπύρος Στέλλα καθηγητής Μάρκετινγκ από την Φλωρεντία, απόγονος απελαθείσας οικογένειας, ο Βασίλειος Χριστόπουλος συγγραφέας και ο π. Παύλος Σινιγάλιας. Ο συντονισμός έγινε από την καθηγήτρια θεατρολογίας Ευανθία Στιβανάκη. Σημειώνω πως η ιστορική έρευνα (τοπική και εθνική) αγνόησε το γεγονός. Μόνο κάποιες περιορισμένες αναφορές έχουν γίνει που όμως δεν αποτυπώνουν το μαζικό χαρακτήρα του μέτρου και βέβαια δεν το συνδέουν με το ιστορικό περιβάλλον της εποχής. Εκτενής αναφορά στο γεγονός έχει γίνει στο διήγημά μου «Να φροντίζετε το Μπαούλο» από τη συλλογή διηγημάτων «Αναζητώντας τον θεό» (Κέδρος, 2008).
Η Εισήγησή μου στην Εκδήλωση: Πολλές πόλεις μέσα στις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας τους κρύβουν συλλογικές ενοχές. Ελληνικά παραδείγματα είναι η Θεσσαλονίκη για τη συμπεριφορά της απέναντι στην κοινότητα των Εβραίων και η Πάτρα για το φέρσιμό της στην κοινότητα των Πατρινοϊταλών. Η μαζική απέλαση Πατρινοϊταλών στην Πάτρα του 1945, συνιστά στην πράξη ένα πολιτικό έγκλημα της πολιτείας με την ανοχή της τοπικής κοινωνίας. Το έγκλημα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί μόνο στο πλαίσιο της μετά τα Δεκεμβριανά ανώμαλης πολιτικής κατάστασης. Ο τίτλος που επέλεξε η Καθολική εκκλησία και ο ίδιος ο π. Παύλος Σινιγάλιας (80 χρόνια από την έξοδο των Πατρινοϊταλών) αποτελεί μια χειρονομία ευγένειας και συμφιλίωσης. Ταυτόχρονα δείχνει και μια διάθεση να μην ανοίγουμε πληγές στο σώμα της «ανυποψίαστης» πόλης. Αποδεχόμαστε το πνεύμα και τη χειρονομία. Αλλά πιστεύουμε πως αν η τότε πολιτική κατάσταση φωτιστεί επαρκώς και η απέλαση τοποθετηθεί στο ιστορικό περιβάλλον του εμφυλίου, των διώξεων και της αναζήτησης εξιλαστήριων θυμάτων, τότε δεν ανοίγει νέες πληγές αλλά ανακουφίζει την πόλη από τη συλλογική ενοχή της. Η ιστορική έρευνα (τοπική και εθνική) αγνόησε το γεγονός, Μόνο κάποιες περιορισμένες αναφορές έχουν γίνει που δεν αποτυπώνουν το μαζικό χαρακτήρα του μέτρου και βέβαια δεν το συνδέουν με το ιστορικό περιβάλλον της εποχής. Παρά ταύτα πιστεύω πως το γεγονός επιζεί σε ευρείς κύκλους της πόλης. Συνεχίζει να συντηρείται μέσα από ενοχικές προφορικές μαρτυρίες επιζώντων μαρτύρων και κυρίως μέσα από τις τραυματικές καταστάσεις της απομένουσας καθολικής κοινότητας. Τελευταία ο ιστορικός Βασίλης Λάζαρης στην τακτική γενική συνέλευση της Εταιρείας Αχαϊκών Σπουδών (24 Φεβρουαρίου 2019), είχε ανακοινώσει ότι ανακάλυψε στοιχεία από έγγραφα της ελληνικής ασφάλειας που τεκμηριώνουν τη μαζική απέλαση και τους σκοπούς που εξυπηρετούσε αυτή. Ετοίμαζε μάλιστα τη σχετική ιστορική μελέτη που θα παρουσίαζε σε εκδήλωση της Εταιρείας. Δυστυχώς ο θάνατός του (11 Μάη 2019) ματαίωσε την εκδήλωση. Τα στοιχεία του Χρήστου Μούλια είναι τα πρώτα που έρχονται στη δημοσιότητα. Όμως κατά τη γνώμη μου λιγότερο τεκμηριώνουν την έκταση και τον χαρακτήρα της απέλασης και περισσότερο αποδεικνύουν το κλίμα της εμφυλιοπολεμικής εποχής.. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για στοιχεία από εφημερίδες και έγγραφα μιας εποχής που κυριαρχείται από τη λογοκρισία και τις σκοπιμότητες ενός εμφυλιοπολεμικού κράτους. Στα 2008 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Αναζητώντας το Θεό, μια συλλογή διηγημάτων στην οποία περιέχεται και το διήγημα Να φροντίζετε το μπαούλο, που αναφέρεται στην απέλαση των Πατρινοϊταλών. Αφορμή για τη συγγραφή του στάθηκε η συνάντηση μου με το Νικόλα Κροτσέτι πριν είκοσι σχεδόν χρόνια, Σάββατο 6 Μάη 2006, στον κήπο του Πολύεδρου. Διαβάζω την εισαγωγή του διηγήματος: Μόλις έχει ολοκληρωθεί μια ενδιαφέρουσα συνάντηση του Προγράμματος «Η Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση στην Ευρώπη».O ώριμος άνδρας που κάθεται μόνος πίσω από ένα μικρό τραπέζι καφενείου είναι ο Νικόλα Κροτσέτι. Ο εκδότης και μεταφραστής που η Πάτρα –Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006– θα τιμούσε τη Δευτέρα 8 του Μάη. Ο δήμαρχος Πατρέων ύστερα από σχετικές εισηγήσεις θα του απένειμε ειδική τιμητική πλακέτα για τη συμβολή του στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία. Το φυλλάδιο με το πρόγραμμα των εκδηλώσεων ανάφερε ότι «ο Crocetti γεννήθηκε το 1940 στην Πάτρα από Ελληνίδα μητέρα και το Νοέμβριο του 1945, μετά την απελευθέρωση, μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στη Φλωρεντία». Αυτό το τελευταίο μου προκάλεσε μια απορία. Τον πλησίασα και διατύπωσα την απορία όσο πιο διακριτικά μπορούσα. – Μού επιτρέπεται να σας κάνω μια ερώτηση; – Βεβαίως, καθίστε, παρακαλώ. – Για ποιο λόγο, κύριε Κροτσέτι, το 1945, η οικογένειά σας έφυγε από την Πάτρα; Μέσα στο γεμάτο σκιές κήπο του «Πολύεδρου», τα φωτεινά του μάτια σκοτείνιασαν, τα χείλη του σφίχτηκαν. Τον είδα να με κοιτάζει εξεταστικά. Κατάλαβα ότι του άγγιξα κάποια παλιά πληγή και μετάνιωσα για την περιέργειά μου. –Δεν θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση, μουρμούρισα. – Την οικογένειά μου, τον πατέρα Σπύρο, τη μάνα Αριστέα, εμένα και τη δίδυμη αδελφή μου Μαίρη, μας έδιωξαν, κύριε. Μας απέλασαν. Φύγαμε, παίρνοντας μαζί μας μόνο ένα μπαούλο. Με όσα από τα υπάρχοντά μας μπορούσαν να χωρέσουν σ’ ένα μπαούλο. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο έπρεπε να φύγουμε για το Πρίντεζι, αφήνοντας πίσω το σπίτι, την περιουσία και τους συγγενείς μας. – Μα γιατί; – Ο πατέρας μου ήταν ο μόνος από τα αδέλφια του που είχε την επιμονή, ίσως και την απρονοησία, να διατηρεί το ιταλικό όνομα και την ιταλική υπηκοότητα, απάντησε αργά αργά με λόγια που έσπαγαν από τη βραχνάδα μιας ανεξέλεγκτης συγκίνησης. Και ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή συμπλήρωσε: Θα μπορούσαμε, βέβαια, να πούμε ότι, οι εκατοντάδες Πατρινοϊταλοί που απελαθήκαμε, ήμασταν οι παράπλευρες απώλειες ενός πολέμου. – Το γνωρίζει ο δήμαρχος που θα σας βραβεύσει; – Όχι. Ο δήμαρχος Ανδρέας Καράβολας αποδείχτηκε ότι το γνώριζε, όπως και η δημοτική μας αρχή. Αξίζει όμως να σταθούμε στην στωική απάντησή του Κροτσέτι, ακριβώς στο πνεύμα του τίτλου της σημερινής εκδήλωσης. Μια απάντηση με αποδοχή των αδικιών της ιστορίας, της σιωπής της πολιτείας και των εκπροσώπων της. Χωρίς θυμό και οργή, μόνο κάποια πίκρα. Μια πίκρα που δεν κλόνισε την αγάπη του για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα. Η σκληρή δοκιμασία του πατέρα Σπύρου Κροτσέτι δεν επηρέασε την αγάπη του γιου Νικόλα για την Ελλάδα. Μάλλον την ενίσχυσε ακόμη περισσότερο δίνοντας της μια νότα πικρής νοσταλγίας. Και έκανε τον Νικόλα Κροτσέτι έναν πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού στην Ιταλία, ώστε στις 2 Απριλίου 2018, να λάβει από τα χέρια του Προέδρου Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, το Τάγμα της Τιμής. Συνεχίζω με απόσπασμα από το διήγημα: – Μπορείτε να μου πείτε περισσότερα; Ο Νικόλα Kροτσέτι έκλεισε τα μάτια. Έσμιξε τα φρύδια και μετά έσκυψε πάνω στο μικρό τραπέζι. Με το δεξί του χέρι έσφιξε το μέτωπό του και στη θέση αυτή παρέμεινε ακίνητος. Ήταν φανερό πως προσπαθούσε να ταξιδέψει 60 χρόνια πίσω. Να συγκεντρωθεί στην πρώτη παιδική του ηλικία. Ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή, άρχισε να αφηγείται σε άπταιστα Ελληνικά. –Το σπίτι μας ήταν στο Μπεγουλάκι, λίγο έξω από την πόλη. Ένα χωριό με όμορφα σπίτια, ανάμεσα σε δενδροπερίβολα, μπαξέδες, πολύχρωμα φιόρα και ψηλά δένδρα, πλατάνια, λεύκες και κυπαρίσσια. Σήμερα το πρωί, όπως κάθε φορά που έρχομαι στην Πάτρα, το επισκέφτηκα. Δεν υπάρχει βέβαια το πατρικό σπίτι, αλλά εκεί στην οδό Θεοτοκοπούλου, ο τόπος είναι ακόμη ο ίδιος: τα περιβόλια και τα φιόρα, είναι εκεί. Πολλά από τα ψηλά πλατάνια στέκονται ακόμη στη θέση τους. Όταν φύγαμε από την Πάτρα, ήμουν μόνο πέντε χρονών και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Περισσότερα θα μπορούσαν να σας πουν μόνον ο μπαμπάς Σπύρος και η μάμα Αριστέα. Στη συνέχεια σε τριτοπρόσωπη αφήγηση περιγράφεται η μέρα της απέλασης. Μέσα από αυτήν την αποφράδα για την πόλη μέρα, ο αφηγητής ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Περιγράφει τα συμβάντα από τη στιγμή της εγκατάστασης του πατέρα τού Σπύρου Κροτσέτι στην Πάτρα το 1870 έως και την ζωή της οικογένειας μετά την απέλαση. Στο διήγημα προσπάθησα να αναδείξω τις πολύπλοκες πολιτικές συνθήκες της Κατοχής. Ο Σπύρος Κροτσέτι δεν ξέρει από πού να φυλαχτεί. Αρχικά καταφεύγει σε ένα φασίστα δικηγόρο για να ζητήσει βοήθεια, έπειτα σε ένα εαμίτη δικηγόρο. Κρατιέται μακριά από το «Φάτσο», την ομάδα των Πατρινοϊταλών φασιστών, μακριά από τους ταγματασφαλίτες αλλά και από τους εαμίτες – ελασίτες. Ξέρει πως η θέση του είναι δεινή. Κάποιο τυχαίο γεγονός, όμως, μια σύρραξη στο δρόμο Πατρών – Κλάους στις 13 Αυγούστου 1944 αναγκάζουν τους Κροτσέτι να περιθάλψουν διαδοχικά δύο ελασίτες κι ένα ταγματασφαλίτη, τρεις τραυματίες από την ολοήμερη μάχη. Το γεγονός αυτό μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα όταν έχει πια εγκατασταθεί η νέα εξουσία, επιδεινώνει τη θέση τους. Και από εκεί και πέρα αρχίζει η περιπέτειά τους. Συνεχίζω με μερικά αποσπάσματα από το διήγημα: Ο Σπύρος Κροτσέτι είχε αναλάβει το βαρύ μπαούλο. Τι μπορούσε να χωρέσει ένα μπαούλο από ένα ολόκληρο νοικοκυριό; Η Αριστέα φρόντιζε τον Νικόλα και τη Μαίρη. Το μπαρκάρισμα είχε αρχίσει κατά τις 12 το μεσημέρι, την τελευταία Κυριακή του Νοέμβρη του 1945. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και το λιμάνι γεμάτο κόσμο. Εκατοντάδες Πατρινοί είχαν κατεβεί στο μόλο. Κάποιοι να αποχαιρετήσουν γνωστούς, μα μερικοί άλλοι να διασκεδάσουν με το θέαμα. Ήταν μια ακόμη απέλαση «εντός 48 ωρών». Μια παρτίδα άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, περίπου 300, προσπαθούσαν σέρνοντας τα μπαούλα και τα παιδιά τους να μπαρκάρουν. Καθώς ο Σπύρος έσερνε αργά και με προσοχή το μπαούλο, ένιωθε πως είχε πεθάνει. Πεθαμένος,… κοίταξε για άλλη μια φορά την Αριστέα. Την κοίταξε παρακλητικά, ζητώντας μια κουβέντα, ένα βλέμμα της. Μόνο αυτή μπορούσε να τον κάνει να αισθανθεί πάλι ζωντανός. Εκείνη του έριξε για μια στιγμή το παγωμένο βλέμμα της κι αμέσως κατέβασε τα μάτια της. Από τη στιγμή που παραλάβανε την απόφαση απέλασης δεν του έχει πει κουβέντα. Τον τιμωρεί σκληρά για τα λάθη του. ……………………………… Να ένα λάθος του μέσα από το διήγημα Ο δημοτικός υπάλληλος τον ενημέρωσε, ότι για να του εκδώσει απόσπασμα για αλλαγή υπηκοότητας, έπρεπε να αλλάξει το επίθετό του. – Θα το γράψουμε Σταυρόπουλος. – Πώς; Μέχρι τότε δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο. – Πρέπει να γίνει Σταυρόπουλος, όπως μεταφράζεσαι στα Ελληνικά. Εκείνη τη στιγμή προσπάθησε να σκεφτεί καμιά άλλη λύση. – Γράψε με Κροτσέτιος, να έχει κατάληξη ελληνική. – Όπως Καρτέσιος; γέλασε ο υπάλληλος. – Ναι, Κροτσέτιος, επανέλαβε με ελπίδα. – Δεν γίνεται. Και από το Κροτσέτιος πάλι δεν βγαίνει νόημα. – Μα γιατί; Μήπως βγαίνει νόημα με τόσα και τόσα ονόματα που έμειναν Ιταλικά; Από το Μαντζαβίνος, το Δεμαρτίνος, το Σινιγάλιας, το Παολίνος βγαίνει νόημα; πρόβαλε τις αντιρρήσεις του αναφέροντας μερικά ονόματα γνωστών του για τους οποίους γνώριζε ότι είχαν πάρει ελληνική υπηκοότητα. Και τότε ο υπάλληλος του είπε τον πραγματικό λόγο. – Έτσι κάναμε με τ’ αδέλφια σου πριν δυο μήνες. Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε εξαίρεση για σένα. Ο Σπύρος άρχισε να ιδρώνει από την ταραχή του. Ζήτησε λίγο χρόνο να το ξανασκεφτεί, ενώ ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη του. – Να το σκεφτώ λίγες μέρες και ξανάρχομαι; ρώτησε τον υπάλληλο. ……….. Όταν βγήκε έξω από το Δημαρχείο στην οδό Μαιζώνος πλησίαζε μεσημέρι και είχε μια φρικτή ζέστη. Ο ιδρώτας που είχε μουσκέψει το πουκάμισό του άρχισε να τρέχει κι απ’ το πρόσωπό του. …….Σκούπισε τον ιδρώτα του και σκέφτηκε πως από το πρωί που έφυγε από το σπίτι του λιώνει απ’ τον ιδρώτα. Λιώνει, και σιγά σιγά ο Κροτσέτι εξαφανίζεται. Αν στο Δήμο είχε συμφωνήσει, στο Μπεγουλάκι θα επέστρεφε ο Σταυρόπουλος. Ανατρίχιασε με τη σκέψη του. Πώς θα αντίκριζε τη φωτογραφία του πατέρα του που έχει πάνω στη σερβάντα; ; Θυμήθηκε τα λόγια του. «Το όνομα του ανθρώπου δείχνει τη ρίζα του. Και χωρίς ρίζα ο άνθρωπος δεν ξέρει πού πατάει». ………………. Άλλο ένα απόσπασμα: Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 10 Νοέμβρη, ψηφίστηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 2636 «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεων εχθρικών περιουσιών». Αμέσως μετά βγήκε και το Β.Δ. Α579 με το οποίο Ιταλία και Αλβανία χαρακτηρίστηκαν εχθρικά κράτη. Το διάταγμα πρόβλεπε ότι η περιουσία των υπηκόων των δυο κρατών μπορούσε να μεσεγγυηθεί από το ελληνικό δημόσιο έναντι πολεμικών αποζημιώσεων. Μόλις ο Κροτσέτι το διάβασε στις εφημερίδες πάγωσε. Η Αριστέα εκτός από ανήσυχη ήταν και θυμωμένη μαζί του που καθυστερούσε να αλλάξει όνομα και να πάρει την ελληνική υπηκοότητα. Και την ίδια μέρα το απόγευμα πήγαν μαζί στο δικηγόρο Φακή να πάρουν τη γνώμη του. Αυτός τους καθησύχασε. – Δεν κινδυνεύετε. Ο νόμος ψηφίστηκε για απειλή. Μόνο να είστε προσεκτικοί. – Τι ακριβώς πρέπει να κάνει; ρώτησε με αγωνία η Αριστέα αναφερόμενη στον άντρα της. – Να μην κάνει κάτι μεμπτό, πράξεις δηλαδή που να τον εκθέτουν απέναντι στην Ελλάδα. – Δηλαδή, τι ακριβώς; επέμεινε η Αριστέα. – Να συμπεριφέρεται σαν εθνικόφρων, απάντησε χωρίς να δώσει συγκεκριμένες οδηγίες. ……………………….. Διαβάζω ένα ακόμη απόσπασμα: Από τις 25 Ιουλίου του ’43 που ο Μουσολίνι παραιτήθηκε μέχρι τις 8 Σεπτέμβρη που έγινε η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Πατρινοί και μαζί τους οι Πατρινοϊταλοί, πίστεψαν ότι ο πόλεμος τέλειωσε. Ο ίδιος αισθανόταν ανακουφισμένος από το μεγάλο του βάρος που για τρία χρόνια τον πίεζε. Η Ιταλία του Μπαντόλιο δεν είχε μόνο συνθηκολογήσει αλλά είχε μπει στη συμμαχία. Τώρα ήταν εναντίον των ναζί. Τις ελπίδες τις διέλυσαν οι γερμανικές φάλαγγες που έφτασαν από την Αθήνα στις 12 του Σεπτέμβρη. Και αμέσως άρχισε ένας σκληρός διωγμός εναντίον των Ιταλών που είχαν παραμείνει στην πόλη. Οι Ιταλοί κρύφτηκαν μέχρι να δουν τι θα κάνουν. Πολλοί ανέβηκαν στο βουνό και εντάχθηκαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ και κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν λαθραία στην Ελλάδα. Τις νύχτες πεινασμένοι και διψασμένοι έτρεχαν σε γνωστά τους σπίτια Πατρινοϊταλών και ζητούσαν βοήθεια. – Άκουα, πάνε – νερό, ψωμί. ………………….. Και μερικά αποσπάσματα από το τέλος της νουβέλας: Για χρόνια η οικογένεια Κροτσέτι έζησε με την ελπίδα της επιστροφής. Πως όπου να ’ναι ξαναγυρίζουν. Αλλά περνούσαν τα χρόνια χωρίς να γίνεται τίποτα. Μετά το ’50 οι ελπίδες άρχισαν να ξεφτάνε. Το ζήτημα της επανόδου των προσφύγων μπήκε πολλές φορές στο Δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Πατρέων αλλά πάντα η πλειοψηφία το απέρριπτε. Είχαν περάσει δεκατρία χρόνια από την απέλαση, όταν τους έβγαλαν μια μικρή αποζημίωση για την περιουσία στην Πάτρα. Ο Σπύρος τότε κατάλαβε ότι όλα τέλειωσαν. Τότε άρχισε το μεγάλο του μαρτύριο. Όταν η Αριστέα έκανε ένα ακόμη ταξίδι στην Ελλάδα να υπογράψει τα χαρτιά, να δει τους συγγενείς της και να πάρει τη μικρή αποζημίωση, ο Σπύρος που είχε μείνει πίσω, αυτοκτόνησε. Ήταν το 1958. Η Αριστέα επιστρέφοντας στη Φλωρεντία, το μόνο που μπόρεσε να κάνει με τα λεφτά της αποζημίωσης, ήταν μια αξιοπρεπή κηδεία. Λυπήθηκε για το θάνατό του αλλά δεν έκλαψε. Μόνο τα παιδιά έκλαψαν τον πατέρα τους. …………………. Η Αριστέα ανησυχεί μήπως τα παιδιά της ξεχάσουν και θέλει να τους μιλάει συνέχεια για την Πάτρα και τους συγγενείς.. Όταν την επισκέπτονται τα παιδιά της, η Αριστέα στρώνει στο μπαούλο το πιο καλό σεμέν της και πάνω του τοποθετεί ένα ανθοδοχείο με φιόρα. Όταν τα παιδιά προσέξουν το σεμέν ή τα φιόρα, η Αριστέα εύκολα φέρνει τη κουβέντα εκεί που θέλει. Προχτές το βράδυ που ήρθαν να την δουν, ήταν πολύ στεναχωρημένη. – Σαν πεθάνω, να πηγαίνετε στην Ελλάδα. – Σι, μάμα. – Εσύ, Νικόλα, που είσαι άντρας να παίρνεις την αδελφή σου και να πηγαίνετε. Δεν φταίει η Ελλάδα που σας έδιωξε. Το ξερό κεφάλι του πατέρα σας έφταιξε. Η Αριστέα βούρκωσε και έπεσε σε συλλογή. – Σι,σι, μάμα, νον τι πρεοκουπάρε, την καθησυχάζουν τα παιδιά της. – Έχετε συγγενείς στην Πάτρα. Εδώ δεν έχετε τίποτα. Εκεί έχετε θείες, θείους, ξαδέρφια. Εκεί είναι οι δικοί σας και όλοι σας αγαπάνε. Να, προχτές που μίλησα στο τηλέφωνο, όλο για σας με ρωτούσαν. – Σι, μάμα, στάι τρανκουίλα. – Κι όταν πεθάνω να φροντίζετε το μπαούλο. Είναι το μοναδικό έπιπλο που έχουμε από την Πάτρα. – Σι, μάμα. Στο διήγημα προσπάθησα να δείξω τη σύνθλιψη ενός Πατρινοϊταλού από τα ιστορικο-πολιτικά γεγονότα. Τον παρασύρουν στη δίνη τους, ο ίδιος γίνεται παίγνιο της ιστορίας για να τον οδηγήσουν τελικά στον άδικο ξεριζωμό. Γιατί το πρώτο βήμα για να προσεγγίσει κάποιος μια κοινότητα ανθρώπων που βρίσκεται σε κίνδυνο, που πρόκειται να γίνει εξιλαστήριο θύμα μιας ανώμαλης εμφυλιοπολεμικής κατάστασης, είναι να φωτίσει κάποια πρόσωπα της κοινότητας. Τον Σπύρο και την γυναίκα του Αριστέα. Μέσα από τα συγκεκριμένα πρόσωπα ανακαλύπτει κανείς κοινά στοιχεία και με τη δική του ζωή. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους, …με τη σκληρή και τραγική ζωή τους. Και να κατανοήσει καλύτερα τα προβλήματα και το δράμα ολόκληρης της κοινότητας.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του δημοσιογράφου Ανδρέα Βρή, τον οποίο και θερμά ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: