|
|
Μεγάλωσα
σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, όπου το διάβασμα ήταν σπάνιο. Ο πατέρας μου
ήταν δημοδιδάσκαλος και δουλειά της μητέρας μου ήταν να αναστήσει έξι
παιδιά. Τα απογεύματα, για να συμπληρώνουν τον πενιχρό μισθό του πατέρα
μου, έκαναν βιβλιοδεσίες.
Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι αγόραζαν τα
βιβλία σε τεύχη, από το ψιλικατζίδικο του χωριού. Όταν ολοκλήρωναν τη
συλλογή τους, επέστρεφαν τα τεύχη στο ψιλικατζίδικο, απ’ όπου και τα
παραλάμβανε κάθε Παρασκευή ο πατέρας μου και τα φόρτωνε στο Ρενό του.
Εκείνη την ημέρα έπαιρνε δουλειά για όλη την επόμενη εβδομάδα και
ταυτόχρονα παρέδιδε τα βιβλία που είχε βιβλιοδετήσει την προηγούμενη.
Θυμάμαι πόσο κρύο και φτωχικό ήταν εκείνο το εργαστήριο που είχε στήσει
με τα χέρια του ο πατέρας μου στην πίσω αυλή του σπιτιού. Η μυρωδιά της
αμυλόκολλας που χρησιμοποιούσαν για να κολλάνε τα «λευκά φύλλα», η
διαλυμένη ξυλόκολλα, τα φύλλα απομίμησης δέρματος για να καλύπτουν τα
καπάκια, τα φύλλα χρυσού για να διακοσμούν τις ράχες. Θυμάμαι τη μητέρα
μου να κάθεται στην επίσης χειροποίητη πρέσα και να ράβει τεύχη. Τέντωνε
κάτι πάνινες λωρίδες πάχους ενός δαχτύλου ανάμεσα στο πάνω μέρος της
πρέσας και τη βάση της, και πάνω τους έραβε τα τυπογραφικά. Η νάιλον
κλωστή που χρησιμοποιούσε ήταν για εμάς το συνώνυμο της ανθεκτικότητας.
Ήταν αδύνατον να την ξεριζώσεις και για να τη δουλέψεις έπρεπε να φοράς
δερμάτινα προστατευτικά στις αρθρώσεις των δαχτύλων. Δαχτύλια τα λέγανε.
Κι αυτά μόνοι τους τα είχαν φτιάξει.
Όταν παντρεύτηκαν, όπως ήταν φυσικό, η μητέρα μου είχε ράψει μόνη της
το νυφικό της. Μάθαμε πώς ήταν χάρη σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στην
οποία οι δυο τους, όπως όλοι οι νεόνυμφοι της εποχής τους, ποζάρουν στο
φωτογραφικό στούντιο. Δείχνουν μακιγιαρισμένοι, φωτισμένοι όπως και όλοι
οι συμπατριώτες τους από το ίδιο γκριζωπό φως που έβγαινε, θα ’λεγες,
από όλες τις λάμπες της Ισπανίας εκείνης. Μετά το γάμο, η μητέρα μου
ξήλωσε το νυφικό της, ξεχώρισε τα κομμάτια του υφάσματος και τα έκοψε σε
λωρίδες. Όταν τη σκέφτομαι να ράβει βιβλία, καθισμένη σε ένα τραπέζι
ανάμεσα σε τυπογραφικά, δεν τη φαντάζομαι κλαμένη αλλά προσηλωμένη.
Δεν ξέρω πόσα βιβλία μπόρεσε να ράψει από εκείνο το νυφικό, αλλά είναι
σίγουρο ότι όλα, ή σχεδόν όλα, βρίσκονται στην Εξτρεμαδούρα, τον τόπο
καταγωγής μας, όπου έμειναν εκείνοι όταν παντρεύτηκαν. Ονειρεύομαι να
συγκεντρώσω όλα εκείνα τα βιβλία. Θα πήγαινα πόρτα πόρτα, όχι σαν πλασιέ
εγκυκλοπαίδειας, αλλά σαν αγοραστής. Δεν θα μου ήταν καθόλου δύσκολο να
τα αναγνωρίσω. Θα μου αρκούσε να τα οσμιστώ για να καταλάβω ότι
βιβλιοδέτες τους ήταν οι γονείς μου. Θα τα έπαιρνα στο σπίτι, θα τα
ξήλωνα, θα έβγαζα όλες τις λωρίδες του υφάσματος και θα τις πήγαινα στη
μητέρα μου σαν κάποιος που το ’χει τάμα. Ξέρω ότι αυτό είναι κάτι που
δεν θα κάνω ποτέ, κι έτσι με παρηγορεί η σκέψη ότι το νυφικό της
διατηρείται στο χρόνο και αποτελεί κομμάτι των βιβλίων ανάμεσα στα οποία
μεγάλωσα. Βιβλία που οι γονείς μας δεν είχαν το χρόνο να μας διαβάσουν,
αλλά που εμένα με έβαλαν στο δρόμο αυτού που έγινα.
______________Αγαπητές
φίλες και αγαπητοί φίλοι, σας γράφουμε για να σας ενημερώσουμε για τις
νέες μας κυκλοφορίες και να σας ευχηθούμε καλές γιορτές με ένα μικρό
κείμενο του Χεσούς Καρράσκο. ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου