Απόσπασμα από το «Migozarad», του Χρήστου Τσαντή
Η νουβέλα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς
Πρώτο μέρος
ΠΕΛΑΓΟΣ
ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΕ τα μάτια μου. Αγνάντευα από ψηλά τη θέα, στο φάρο της Οξυάς,
σ’ ένα από τα ακατοίκητα νησιά του Ιονίου. Η μέρα ήταν ζεστή κι οι
υδρατμοί της θάλασσας τύλιγαν σε πέπλο θαμπό το περίγραμμα των βουνών
της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης. Στο βάθος αχνά φαινόταν η Άτοκος. Κάτω,
χαμηλά, μπροστά στα πόδια μου, το χάος! Απόκρημνα βράχια και γκρεμός.
Πεύκα και αγριελιές που λούζονταν στον ήλιο. Το βλέμμα μου μεθούσε από
το γαλάζιο του βυθού που έμοιαζε κρυστάλλινος, αποκαλύπτοντας παρέες
δελφινιών να σεργιανούν παίζοντας. Αμέτρητοι αχινοί, μικρά μαύρα
στίγματα πάνω στους βράχους. Τώρα η φαντασία μου θέριευε κι έκανε
συνειρμούς πλάθοντας εικόνες μπολιασμένες από τις ναυμαχίες που
περιγράφουν κάποια παλιά ιστορικά εγχειρίδια. Ξαναπερνούσαν μπροστά στα
μάτια μου οι στόλοι και οι στολίσκοι, άλλοτε κραταιών ναυτικών δυνάμεων
που έδιναν μάχη για να πάρουν στον έλεγχο τους αυτά τα περάσματα και
ζωντάνευαν μύθοι, πλασμένοι όμως πάνω σε αληθινά γεγονότα για
ακατανίκητους πειρατές οι οποίοι λημέριαζαν πότε-πότε στους όρμους της
Βόρειας Οξυάς και των Εχινάδων.
Άγρια είναι
η φυσιογνωμία της Οξυάς δυτικά, προς τη πλευρά του πελάγους. Απρόσιτη.
Χωρίς κάβους. Χωρίς έναν όρμο για αγκυροβόλιο. Με μεγάλους βράχους
λαξευμένους απ’ την ορμή των κυμάτων. Κάπου ανάμεσά τους μια τσιμεντένια
πλατφόρμα όπου μπορείς να δέσεις για λίγο στις μπουνάτσες και να
πατήσεις στο νησί, με την προϋπόθεση πως κάποιος θα μείνει στο σκάφος
κρατώντας τη μηχανή αναμμένη. Έτοιμος να λύσει και να ξεμακρύνει αν
χρειαστεί, καθώς συχνά περνούν από εκεί μεγάλα οχηματαγωγά και άλλα
πλοία που σηκώνουν θεόρατα κύματα ικανά να τσακίσουν πάνω στους βράχους
του νησιού ό,τι επιπλέει σιμά τους.
[…] Στην
Ανατολική πλευρά της Οξυάς, στην απέναντι ακτή προς την Αιτωλοακαρνανία,
υπάρχουν μικρές δυσπρόσιτες αμμουδιές από την ξηρά. Για την ακρίβεια
είναι δυσπρόσιτες και από την θάλασσα, τουλάχιστον με μεγάλο σκάφος. Δεν
μπορεί φερ’ ειπείν να αγκυροβολήσει κάποιο γιοτ ή μια πολυτελής
θαλαμηγός αφού οι όρμοι της Σκρόφας και της Σκροφοπούλας – έτσι λέγονται
– δεν φυλάνε απ’ τον Μαΐστρο που φυσάει συνήθως τα καλοκαίρια σ’ αυτά
τα μέρη. Είναι όρμοι ρηχοί και αμμουδεροί, έτσι που δύσκολα βρίσκει
απάγκιο ακόμη κι ένα μικρό σκαρί. Χρειάζεσαι μικρό βαρκάκι, τόσο μικρό
που να μπορείς να το σύρεις ακόμη κι έξω στην αμμουδιά αν χρειαστεί. Θα
μπορούσες να πεις χωρίς υπερβολή ότι ετούτα τα μέρη μοιάζουν παράδεισος
για μυημένους αρμενιστές!
Την περιοχή
τη γνώρισα από τον πατέρα μου που ερχόταν συχνά σε αυτά τα μέρη. Έστηνε
αντίσκηνο στου Διώνη, σ’ έναν παραθαλάσσιο οικισμό με λιγοστούς
κατοίκους και πήγαινε για ψάρεμα με το φουσκωτό στις Εχινάδες και στα
νησιά που υπάρχουν στην περιοχή. Με τα χρόνια γνωρίστηκε με τους
ντόπιους ώσπου ο Αριστογείτονας, ένας γέροντας που ζούσε στον οικισμό
παλιά αλλά λόγω του προχωρημένου της ηλικίας αναγκάστηκε να φύγει για
την πόλη, τού παραχώρησε το καλύβι του.
Μια μονόχωρη
καλύβα φτιαγμένη με χωμάτινες πλίθες. Στη στέγη είχε κεραμίδια και τα
ξύλα που στερέωναν το ταβάνι ήταν ορατά σε κοινή θέα. Μέσα δέσποζε το
μεγάλο χωριάτικο τζάκι. Μικρά εντοιχισμένα ράφια, ένα μπαούλο για τα
ρούχα, κάποιες κορνίζες συγγενών του γέροντα, ένας παλιός τσίγκινος
νιπτήρας κρεμασμένος στον τοίχο. Πόσιμο νερό έπρεπε να μεταφέρεις με
δικό σου μέσο, καθώς δεν υπήρχε δίκτυο υδροδότησης στην περιοχή. Ένα
τραπέζι με τέσσερις καρέκλες και δυο διπλά κρεβάτια στρωμένα με φλοκάτες
το χειμώνα, αποτελούσαν την επίπλωση. Για τις σωματικές ανάγκες
χρησιμοποιούσαμε την φύση ή την τουρκική τουαλέτα.
Τα παράθυρα κοιτούσαν προς την ανατολή. Έξω
τριγυρνούσαν ελεύθερα βόδια, ενώ κάνοντας μια βόλτα απαντούσες
κορμοράνους και άλλα σπάνιας ομορφιάς πουλιά. Θυμάμαι που πιτσιρικάς εδώ
πρόσεξα για πρώτη φορά τους γλάρους. Η παραλία στο Διώνη πολλές φορές
γέμιζε από γλάρους μέχρι που κάποιοι ασυνείδητοι άρχισαν να τους
πυροβολούν, άγνωστο γιατί. Έπειτα από λίγο καιρό οι γλάροι ξεμάκρυναν
και βρήκαν καταφύγιο στα νησιά των Εχινάδων, στη Μάκρη, στον Πεταλά, στο
Βρόμωνα. Τότε σταδιακά άρχισε να γεμίζει η περιοχή με φίδια και με
ποντίκια. Πέρασαν χρόνια για να σπάσει ο πάγος στις σχέσεις ανάμεσα στα
πουλιά και στους ανθρώπους και να προσεγγίσουν ξανά οι γλάροι την ακτή.
Σ’ αυτά τα
μέρη ο τουρισμός ήταν άγνωστη λέξη και όπου δεν υπάρχει στην αναπτυγμένη
του μορφή η «βαριά βιομηχανία μας χώρας μας», εκεί ευδοκιμεί μία άγρια
κι ακατέργαστη ομορφιά. Έπειτα από κάποια χρόνια επέστρεψα στην περιοχή.
Μαζί με ένα φίλο φυσιοδίφη φτιάξαμε μια ξύλινη καλύβα. Ένα κατάλυμα για
παραθερισμό κι έτσι άρχισα να επισκέπτομαι όλο και πιο τακτικά το
μέρος. Πραγματικά, ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Λες και δεν είχε
περάσει ούτε χρόνος από τότε, που κυλιόμουν μέσα στα έλη και τις
λάσπες. Καλυπτόμουν πίσω από αμμόλοφους και εξολόθρευα κατά εκατοντάδες
τους φανταστικούς μου αντίπαλους πολεμιστές. Παρίστανα το στρατιώτη
επηρεασμένος από διάφορους ήρωες του σινεμά που πρωταγωνιστούσαν σε
ταινίες με θέμα τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και από αφηγήσεις του
παππού μου για τα δύσκολα χρόνια των πολέμων και της προσφυγιάς. Αφού
τελειώσαμε την κατασκευή της καλύβας αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την
περιοχή μαζί με τη γυναίκα μου και μια φιλική παρέα. Μοιραστήκαμε την
καλύβα, στήσαμε τις σκηνές και χρησιμοποιούσαμε την βάρκα για να
μεταφέρουμε νερό και προμήθειες.
Ένα από τα
μέρη που από μικρός ήθελα να επισκεφτώ, και δεν τα είχα καταφέρει, ήταν ο
φάρος της Οξυάς. Δεν ξέρω γιατί, μα από μικρό παιδί ένιωθα ένα δέος
όταν κοιτούσα κάποιο φάρο. Με είχε συναρπάσει η εικόνα του φαροφύλακα
στην Καυκαλίδα, σε μια περιοχή κοντά στην Κυλλήνη της Ηλείας, που τον
έβλεπα στις καλοκαιρινές μου διακοπές να πηγαινοέρχεται καθημερινά με το
καϊκάκι του. Προσπαθούσα να φανταστώ πώς να ήταν η ζωή του. Πώς να
περνούσαν αυτές οι ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του; Πώς ζούσε; Τι
σκεφτόταν; Τι να έβλεπαν τα μάτια του ειδικά τον χειμώνα που δεν υπήρχε
άνθρωπος στην γύρω περιοχή;
Ο φάρος της
Καυκαλίδας ήταν κοντά στην ακτή. Ακόμη κι αν ξεσπούσε κάποια μεγάλη
κακοκαιρία, εύκολα μπορούσε ο φαροφύλακας, αν το ήθελε, να περάσει στην
ακτή. Η Καυκαλίδα είναι ένα μικρό νησάκι στα ερείπια της βυθισμένης από
τους σεισμούς αρχαίας Γλαρέντζας κι ακόμα και σήμερα υπάρχει ένα στενό
πέρασμα που οδηγεί από το νησί στη στεριά περπατώντας. Μια στενή λωρίδα
γης μισοβυθισμένη, όπου το νερό σε φτάνει μέχρι το γόνατο. Και δεν είναι
μόνο αυτό. Η περιοχή αυτή προσεγγίζεται εύκολα. Το καλοκαίρι γεμίζει με
τους κατοίκους των γειτονικών χωριών που κάνουν εδώ τα μπάνια τους και
οι ψαράδες γυρνάνε με τις βάρκες και τα καΐκια τους σπάζοντας κατά
κάποιο τρόπο τη ρουτίνα και την ατέλειωτη ερημιά της ζωής ενός
φαροφύλακα.
Στην Οξυά
όμως; Σ’ ένα φάρο γαντζωμένο στα βράχια, επάνω σε μια απότομη πλαγιά που
αγναντεύει το πέλαγο, χωρίς εύκολη πρόσβαση, χωρίς επισκέπτες και
τουρίστες, πώς να τα έβγαζε πέρα ο φαροφύλακας; Μονάχα άνεμοι και
θύελλες, και αμέτρητα δρομολόγια πλοίων με ρότα την Ιταλία, τα Ιόνια
νησιά ή άλλους προορισμούς, στις ίδιες σχεδόν ώρες, στην ίδια μονότονη
διαδρομή. Αυτή θα ήταν η συντροφιά του φαροφύλακα της Οξυάς!
Η Αναστασία
κράτησε τιμόνι κι εγώ ανέλαβα να δέσω. Αφού κατεβήκαμε στην μικρή
τσιμεντένια προβλήτα, έλυσα το βαρκάκι, έριξα την άγκυρα πιο μέσα, στα
βαθιά. Πατήσαμε στο πλατύσκαλο που είχαν δημιουργήσει παλιότεροι
φαροφύλακες και πήραμε να ανεβαίνουμε το απότομο αρχικά μονοπάτι. Αφού
ανεβήκαμε σε μια πλαγιά γύρω στα πενήντα μέτρα από τη θάλασσα, βρήκαμε
ένα πλάτωμα.
Ξαποστάσαμε
για λίγο στη συστάδα των πεύκων που άπλωναν τα κλαδιά και τον ίσκιο τους
λες και μας καλωσόριζαν. Η δροσιά της σκιάς και το απαλό αεράκι σε
προκαλούσε να ξαπλώσεις. Μια αράχνη η οποία είχε υφάνει έναν τεράστιο
ιστό ανάμεσα στα πεύκα πάνω στο μονοπάτι, έδειχνε πως είχε πολύ καιρό να
πατήσει άνθρωπος το πόδι του εδώ. Μυρωδιές από ρίγανη και θυμάρι. Η
δροσιά της σκιάς των πεύκων, μικρά άσπρα σύννεφα και μακρινές
βουνοκορφές, ο ήχος από το ελαφρύ χάδι της θάλασσας στους βράχους… όλα,
πρόσταζαν να μείνεις σιωπηλός.
[…]
Ξαναπήραμε το… δρόμο. Το μονοπάτι μεγάλωνε, πλάταινε και τώρα έμοιαζε με
καρόδρομο. Ο γνωστός πύργος – σήμα κατατεθέν των φάρων, μας υποδεχόταν
μαζί με μια πρωτοτυπία. Το σπίτι του φαροφύλακα ήταν ένα δίπατο πέτρινο
κτίριο. Ένα κτίριο μοναδικό από αρχιτεκτονική πλευρά, καθώς δεύτερος
όροφος δεν πρέπει να συναντιέται πουθενά αλλού σε κατοικία φαροφύλακα ή
σε άλλον φάρο στην χώρα μας. Μια μεγάλη αυλή με θέα το Ιόνιο, μια
στέρνα, ο ξυλόφουρνος, ένα κτίσμα-αρχοντικό, με ξύλινα πατώματα
καλυμμένα με σωρούς από κοπριά και ακροβολισμένα αγριοκάτσικα
συμπλήρωναν το ντεκόρ. Τα φιδωτά, πέτρινα, σφηνωμένα στον πύργο σκαλιά,
οδηγούσαν ψηλά στην λάμπα που τώρα λειτουργούσε αυτόματα με τους
ηλιακούς συλλέκτες και χωρίς την παρουσία φύλακα.
Κάπου είχα
διαβάσει ότι ο φάρος της Οξυάς χτίστηκε το 1899 και πως οι φάροι πήραν
τ’ όνομά τους από τον πανύψηλο και πολυώροφο πυρσοφόρο πύργο που έχτισε
στην αρχαιότητα ο Έλληνας αρχιτέκτονας Σώστρατος στο μικρό Αιγυπτιακό
νησάκι Φάρος απέναντι από τις ακτές της Αλεξάνδρειας.
Έχω
ταξιδέψει ημέρα με διάφορα σκαριά – κυρίως με μικρά – με καΐκια, με
ιστιοπλοϊκά, με ταχύπλοα, με φουσκωτά. Τα νησιά φαίνονται. Είναι ορατά.
Το ίδιο και οι ακτές. Είναι εύκολος ο προσανατολισμός και ούτε
ιδιαίτερες γνώσεις χρειάζονται ούτε όργανα. Αρκεί να σέβεσαι τη θάλασσα.
Τη νύχτα όμως; Τι γίνεται τη νύχτα;
Πριν κάποια
χρόνια γύριζα από τον Κάλαμο στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας μ’ ένα
μικρό φουσκωτό. Έξω από τον Αστακό μ’ έπιασε άγριος καιρός κι
αναγκάστηκα να μπω στον κόλπο για να φυλαχτώ. Βγήκα σε μια ακτή που δεν
διεκδικούσε δάφνες ομορφιάς. Πέρασε κάποια ώρα κι έπεσε η νύχτα.
Σιγά-σιγά ο άνεμος καλμάρισε, η θάλασσα γαλήνεψε κι έτσι αποφάσισα να
συνεχίσω με προορισμό την καλύβα μου κοντά στις εκβολές του Αχελώου, να
φτάσω εκεί, να ξεκουραστώ και να αναδιοργανωθώ. Τα μέρη ετούτα τα έχω
γυρίσει από μικρός αρκετές φορές και είχα τη σιγουριά πως θα
προσανατολιζόμουν στα σίγουρα. Ένιωθα πως τα ήξερα σαν την παλάμη μου.
Έλα όμως που στο σκοτάδι, στην έξοδο από τον κόλπο του Αστακού και στα
περάσματα των Εχινάδων, εκατοντάδες μικρά φωτάκια ενώνονται πλέκοντας
ένα μωσαϊκό από λαμπιόνια που κάνουν δυσδιάκριτα τα περάσματα. Κάποιος
παλιός αξιωματικός του Ναυτικού, υπεύθυνος για το φαρικό δίκτυο, είχε
πει κάποτε ότι «η θάλασσα στην Ελλάδα τις νύχτες μοιάζει με έναν μεγάλο πολυέλαιο». Είδα και έπαθα μέχρι να βρω τη ρότα μου!
Αναγκάστηκα
να βγω ανοιχτά και δεν φαντάζεσαι με πόση αγαλλίαση είδα τον φάρο της
Οξυάς ν’ αναβοσβήνει. Οι στεριανοί κοιτάνε πάντα τους φάρους με μια
αίσθηση μελαγχολίας στο βλέμμα τους. Φέρνουν στο νου τους τη μοναξιά και
την απομόνωση, την απόγνωση ίσως που και οι ίδιοι έζησαν κάποιες
στιγμές ή και για χρόνια, κάτω όμως από πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ίσως
μόνο οι ναυτικοί θα μπορούσαν να εκτιμήσουν την συνεισφορά τους. Γιατί
ήξεραν ότι χωρίς τους φάρους και τους φύλακές τους δεν θα έβρισκαν ποτέ
τη ρότα τους κι είναι πολλά τα ναυάγια που γνώρισε η ιστορία στο διάβα
των αιώνων από τέτοιες ελλείψεις, ναυάγια πραγματικά ή και αλληγορικά. «Αν συμβεί καμιά ζημιά με τον καιρό χαλασμένο και σβήσει ο φάρος ούτε ο Άη Νικόλας αυτοπροσώπως δεν μπορεί να σε σώσει», μου είχε πει κάποτε ένας γέροντας απόμαχος ναυτικός…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου