Σημεία από την ομιλία
του Αλ. Τσίπρα
Για την αξιολόγηση
Η αίσθηση που έχουμε όλοι είναι ότι
δημιουργείται στην Ευρώπη ένα πολιτικό μομέντουμ.
Οι διαφορές που
απομένουν σε δημοσιονομικό, εργασιακά και ενεργειακά μπορούν να γεφυρωθούν, αν
υπάρχει η θέληση, η πολιτική βούληση, κυρίως όμως η θέληση για την τήρηση όλων
όσων υπογράψαμε, συμφωνήσαμε τον Αύγουστο του 2015.
Η αξιολόγηση θα
κλείσει και θα κλείσει χωρίς υποχωρήσεις σε θέματα αρχών.
Είναι –νομίζω- ρεαλιστικό, αλλά και απολύτως αναγκαίο η
διαπραγμάτευση να κλείσει σύντομα, ώστε στο προγραμματισμένο Eurogroup
της 5ης του Δεκέμβρη να
έχουμε την απαιτούμενη πολιτική συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης
αξιολόγησης.
Και φυσικά,
ταυτόχρονα, να ανοίξει η συζήτηση για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, που
αφορούν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Στόχος είναι να
ληφθούν άμεσα τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα (αυτά, δηλαδή, που πρέπει να
ληφθούν τώρα) αλλά και να ανοίξει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα
ληφθούν από τώρα μέχρι και το 2018 που τελειώνει το πρόγραμμα, καθώς και για τα
μακροπρόθεσμα, που θα είναι από το 2018 και μετά. Ώστε ταυτόχρονα, με το
κλείσιμο της αξιολόγησης, να συζητήσουμε και τα μέτρα εκείνα που η λήψη τους θα
οδηγήσει και στην απαιτούμενη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στα έτη που
αφορούν μετά το 2018, δηλαδή μετά τη λήξη του προγράμματος.
Η κατάσταση εξαίρεσης
στην οποία εισήλθε η ελληνική αγορά εργασίας με τις καταστροφικές αποφάσεις και
επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων πρέπει να λάβει τέλος.
Σε μια χώρα που
εξαιτίας της παταγώδους αποτυχίας των δυο πρώτων προγραμμάτων, η κυβέρνησή μας
παρέλαβε το Γενάρη του 2015 μια ανεργία στο 27% και για τους νέους πάνω από
50%, δεν υπάρχει καμία λογική αντί να συζητάμε για το πώς θα αυξήσουμε τις
θέσεις σταθερής εργασίας, να συζητάμε για το πώς θα αυξήσουμε το όριο των
απολύσεων.
Όπως, επίσης, δεν
έχει καμιά λογική να αποτελεί η Ελλάδα εξαίρεση από τη θεσμική ευρωπαϊκή
κανονικότητα στις εργασιακές σχέσεις.
Γι’ αυτό και
επιμένουμε σταθερά στην επαναφορά της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών
συλλογικών συμβάσεων, αλλά και της ρήτρας υπερίσχυσης της ευνοϊκότερης
ρύθμισης.
Θα ήθελα να θυμίσω
ότι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατακόρυφα το 2013 και
το 2014. Από το 38% του συνόλου των εργαζομένων, οι μερικώς απασχολούμενοι το
2014 εκτινάχθηκαν στο 57%.
Για τη σημερινή
ομιλία Μητσοτάκη
Αυτές είναι οι
ευθύνες της κυβέρνησης του κ. Σαμαρά, τις οποίες σήμερα ο κ. Μητσοτάκης, όχι
μόνο δεν τις αποποιείται, όχι μόνο δεν παίρνει κάποιες, έστω, μικρές αποστάσεις
από αυτές τις πολιτικές επιλογές, αλλά αντίθετα, με την ομιλία του, από αυτό το
βήμα πριν στην Κ.Ο. της Ν.Δ. επιβεβαίωσε ότι επιθυμεί διακαώς τη διαιώνιση
αυτού του καθεστώτος.
Υπερασπίστηκε, για
άλλη μια φορά, με πάθος τις απόψεις των πιο ακραίων δυνάμεων εκ των δανειστών. Και φυσικά και των πιο
ακραίων δυνάμεων εκ των εργοδοτών.
Υπερασπίστηκε τις
εργασιακές σχέσεις γαλέρας, που η παράταξή του δημιούργησε. Δίνοντας τη
δυνατότητα σε όλη την ελληνική κοινωνία, για άλλη μια φορά, να καταλάβει καθαρά
με ποιούς είναι και ποιά συμφέροντα εξυπηρετεί.
Αυτό δεν είναι
«μένουμε Ευρώπη», όπως έλεγε το 2015. Αυτό σημαίνει ότι γινόμαστε Μπανανία, όχι
«μένουμε Ευρώπη», γιατί στην Ευρώπη άλλο καθεστώς επικρατεί.
Ο Πρόεδρος Γιούνκερ
είχε υπογράψει κοινή δήλωση μαζί μου, το καλοκαίρι του 2015, για την ανάγκη
επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα.
Με την ομιλία του, ο
κ. Μητσοτάκης ήταν σαν να λέει προς τους σκληρούς εκ των δανειστών, προς τους
σκληρούς του ΔΝΤ: «Μην υποχωρείτε. Κρατήστε γερά και συνεχίστε την προσπάθεια
να εξαναγκάσετε την ελληνική κυβέρνηση να αποδιοργανώσει πλήρως την αγορά
εργασίας».
Η στάση του αυτή,
βέβαια, είναι βαθειά υπονομευτική και την ίδια στιγμή είναι και ορκισμένα
αντιλαϊκή, ορκισμένα αντικοινωνική, ορκισμένα ταξική. Παίρνει για άλλη μια φορά
τη θέση των ακραίων, που κάθονται απέναντι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και
υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μειοψηφίας, τα συμφέροντα των ολίγων.
Το μόνο που έχουν στο
μυαλό τους είναι πώς θα καταφέρουν να επιστρέψουν στις καρέκλες της εξουσίας
που με τόσο πόνο αποχωριστήκανε.
Δεν είναι απλώς και
μόνο ο υπερβάλλων αντιπολιτευτικός ζήλος που καθοδηγεί τον κύριο Μητσοτάκη. Η
στάση του είναι ενδεικτική ενός σαφούς πια πολιτικού σχεδίου. Μιας στρατηγικής
που έχει όνομα: Και το όνομα αυτό είναι: 4ο Μνημόνιο.
Αυτό που επιδιώκει με
πάθος είναι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, η μη λήψη μέτρων για το
χρέος και άρα ο αποκλεισμός της χώρας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της
ΕΚΤ.
Αμφισβητεί την
αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας ακόμα και κόντρα στις προβλέψεις
όλων, που προβλέπουν ότι θα έχουμε 2,7% ανάπτυξη. Εγώ λέω ότι θα τους
διαψεύσουμε θετικότερα, όπως πάντα τα τελευταία δύο χρόνια, για το 2017
αναφέρομαι. Κατηγορεί ως ιδεοληπτική την κυβέρνηση, επειδή υπερασπίζεται την
κοινωνική πλειοψηφία και τους εργαζόμενους. Ταυτίζεται, για άλλη μια φορά, με
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα.
Επαναφέρει δε, και
την φαντασιοπληξία του success story
του κυρίου Σαμαρά – του κύριου συμμάχου του εντός Νέας Δημοκρατίας, και ξεχνά
ότι το 2014 η Ν.Δ. έφερε την προεδρική εκλογή τον Δεκέμβρη και όχι τον Μάρτη,
όπως θα μπορούσε, διότι έτσι προέβλεπε το Σύνταγμα, ακριβώς επειδή έβλεπε
μπροστά της το φάσμα της αποτυχίας του προγράμματος, που η ίδια είχε
συμφωνήσει.
Άλλωστε, φάνηκε από
τα άδεια ταμεία που παρέδωσε το 2015, αλλά και από την αποτυχία να πιάσει το
στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2014. Φάνηκε ότι το success
story ήταν μια κακοπαιγμένη φάρσα σε βάρος του ελληνικού λαού.
Και σήμερα ζητά
εκλογές, πάλι λίγο πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση, προεξοφλώντας μάλιστα ότι
αυτή δεν θα κλείσει. Το μόνο που έχει να μας πει είναι ότι ενδεχομένως θα
συνεννοείται καλύτερα με τους δανειστές, γιατί δεν θα φέρνει καμία αντίρρηση σε
τίποτα.
Για τη Συνθήκη της
Λωζάνης
Η ελληνική κυβέρνηση
δεν θα ανεχτεί τον απαράδεκτο ιστορικό και πολιτικό αναθεωρητισμό.
Η Συνθήκη της Λωζάνης
δεν αμφισβητείται από κανέναν στη διεθνή κοινότητα και αυτό πρέπει να το
κατανοήσει καλά και η Τουρκία.
Και ταυτόχρονα να
κατανοήσει ότι η Ελλάδα είναι μια φίλη χώρα και θα συνεχίσει να οικοδομεί την
πολιτική οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι την
ίδια στάση θα τηρεί και η Τουρκία.
Από τη δική μας
πλευρά, δεν έχουμε τη διάθεση να αμφισβητήσουμε τα δεσμευτικά νομικά κείμενα
που αποτελούν τους πυλώνες των σχέσεών μας, αλλά την ίδια στιγμή δεν πρόκειται
να επιτρέψουμε σε οποιονδήποτε να το αμφισβητεί.
Θα είναι, λοιπόν, για
όλους καλό, σε μια ευρύτερα ταραγμένη και αποσταθεροποιημένη περιοχή, και η
Τουρκία να ακολουθήσει το δρόμο της σύνεσης και της συνεννόησης. Θα είναι και
προς το συμφέρον της ευρύτερης περιοχής –το λέω με ειλικρίνεια και το πιστεύω-
και προς το συμφέρον της Τουρκίας.
Για το Κυπριακό
Αυτή την περίοδο για
πρώτη φορά υπάρχουν, παρά την προχθεσινή εξέλιξη, που είναι ένα εμπόδιο,
υπάρχουν όμως –επιμένω- προϋποθέσεις για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Που όπως όλοι γνωρίζουμε, αποτελεί ένα
διεθνές και όχι διμερές πρόβλημα. Ένα διεθνές πρόβλημα παράνομης εισβολής και
κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού.
Η ελληνική κυβέρνηση,
ακολουθώντας την πάγια εθνική στρατηγική, υποστηρίζει με προσήλωση την
προσπάθεια των δύο κοινοτήτων για την εξεύρεση λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων
του ΟΗΕ, στο πλαίσιο όμως και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους- μέλους της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και είναι ακριβώς γι’
αυτό το λόγο που βρισκόμαστε σε διαρκή και στενή επικοινωνία με την κυπριακή
κυβέρνηση, παρακολουθώντας από κοντά την εξέλιξη των διαβουλεύσεων, χωρίς όμως
να παρεμβαίνουμε. Στο μόνο όπου θα έχουμε άποψη και δικαίωμα χειρισμού, είναι
το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Και βεβαίως όλοι γνωρίζουν ότι όποια
κατάληξη υπάρξει, θα τεθεί στην κρίση του κυπριακού λαού.
Αυτήν ακριβώς τη
στάση επιβεβαίωσα και στη χθεσινή μου επικοινωνία με τον Κύπριο Πρόεδρο
Αναστασιάδη, ο οποίος με ενημέρωσε αναλυτικά για την εξέλιξη των συνομιλιών και
για τους λόγους που δεν επέτρεψαν μια συμφωνία κατά τις διαβουλεύσεις της
Ελβετίας, που αφορούσαν το εδαφικό και το περιουσιακό.
Με τον Κύπριο Πρόεδρο
συμφωνήσαμε, εξάλλου, ότι δεν έχει κανένα νόημα τώρα και δεν είναι η δική μας
πρόθεση να παίξουμε αυτό το blame game,
την επίρριψη των ευθυνών. Αυτό που προέχει για μας είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια
και να καθοριστούν με προσοχή τα επόμενα βήματα, ώστε να έχουμε σύντομα θετικές
εξελίξεις και σε αυτό το μέτωπο.
Για τον προϋπολογισμό
Παρά τους
δημοσιονομικούς περιορισμούς, που ήταν όμως γνωστοί πριν από τις εκλογές του
Σεπτέμβρη του 2015, έχουμε καταφέρει να κάνουμε κινήσεις, οι οποίες στοχεύουν
στη στήριξη εκείνων που έχουν περισσότερο ανάγκη μετά από τις καταστροφικές
πολιτικές της πενταετίας 2010-2014.
Ο Προϋπολογισμός
αυτός προβλέπει ανάπτυξη 2,7% το 2017 και υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές
πλεόνασμα.
Είναι δεδομένο ότι η
υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα αποτελεί ένα δύσκολο στόχο, όχι
γιατί τα δεδομένα της οικονομίας δεν το βοηθούν, κάθε άλλο, αλλά γιατί η
ελληνική κοινωνία έχει επιβαρυνθεί δυσανάλογα τα χρόνια της καταστροφικής
πενταετίας. Ωστόσο, με τον Προϋπολογισμό που καταθέσαμε, αυξάνουμε για ακόμη
ένα έτος τις δαπάνες για την υγεία, αυξάνουμε τις δαπάνες για την παιδεία και
την κοινωνική προστασία κατά 300 εκατομμύρια ευρώ, δίνουμε 760 εκατομμύρια για
το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης που θα αποτελεί ένα μικρό αλλά σημαντικό
στήριγμα για 250.000 οικογένειες. Και μάλιστα, όλα αυτά χωρίς άσκοπες και
επώδυνες περικοπές επιδομάτων, ενώ προβλέπουμε και 100 εκατομμύρια για την
αποπληρωμή χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών που έχουν αντικειμενική αδυναμία
εξυπηρέτησης του χρέους τους.
Έχουμε
πλήρη επίγνωση ότι όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Ξέρουμε ότι έχουμε πολύ δρόμο να
διανύσουμε για να επουλώσουμε τις πληγές και να κρατήσουμε όρθια την κοινωνία
στον αγώνα της για την έξοδο από την κρίση.
Για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής
(δήλωση Δημήτρη Τζανακόπουλου)
Η ελληνική κυβέρνηση
τοποθετείται πάντα σε επιβεβαιωμένα γεγονότα. Ειδικά στα θέματα της εξωτερικής
πολιτικής, όπως οι χθεσινές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου, η δέουσα στάση προϋπέθετε
την επιβεβαίωση της είδησης και φυσικά την επίσημη μετάφραση.
Η επιβεβαίωση της
είδησης ήρθε μετά το πέρας της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών. Σε κάθε
περίπτωση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέλαβε την πάγια και σαφή θέση της
χώρας στο ζήτημα της Συνθήκης της Λωζάννης. Θέση η οποία έχει επαναληφθεί σε
όλους τους τόνους τόσο από τον Πρωθυπουργό όσο και από τον Υπουργό Εξωτερικών.
Τα εθνικά θέματα δεν
προσφέρονται ούτε για παιχνίδια, ούτε για διαγωνισμό ατάκας. Χρειάζεται σύνεση
και σοβαρότητα, αρετές τις οποίες στερείται η ΝΔ και ο εκπρόσωπος της. Αν
κάποιος χρειάζεται να σοβαρευτεί αυτή είναι η ΝΔ αλλά και το ΠΑΣΟΚ που
τοποθετήθηκε δια του εκπροσώπου του στο ίδιο κλίμα. Επαναλαμβάνουμε: Η
ΝΔ είναι επικίνδυνη για τη χώρα, όχι για την κυβέρνηση.
Για το
ζήτημα της καθιέρωσης υποχρεωτικής στράτευσης των νέων στα 18 (δήλωση Δ. Βίτσα)
Δεν
υπάρχει περίπτωση υποχρεωτικής στράτευσης στα 18, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το
πράγμα. Αυτή τη στιγμή προχωράμε ως έχουμε. Συζητήσεις και ιδέες, μπορεί να
υπάρχουν. Κεντρικό μας ζήτημα, αυτή τη στιγμή, είναι η ίδια η ανασυγκρότηση των
Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία θέλουμε να πετύχει το εξής: μεγαλύτερη αξιοποίηση των
δυνατοτήτων σε σχέση με τις απειλές που η Ελλάδα έχει, και από την άλλη, το
έμψυχο υλικό που έχουμε, να είναι πολλαπλασιαστής δύναμης. Αν βάζαμε από τη μια
το ζήτημα του πότε πρέπει κάποιος να στρατεύεται και από την άλλη το πως ο
αξιωματικός και ο υπαξιωματικός θα πρέπει να έχει καλύτερες γνώσεις, εγώ θα
έδινα προτεραιότητα στο δεύτερο
Ένταξη στο ΠΔΕ 23 νέων έργων
οδοποιίας στην επικράτεια συνολικού προϋπολογισμού 39 εκατ. ευρώ (ανακοίνωση
του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης)
Την
ένταξη 23 νέων έργων οδοποιίας, συνολικού προϋπολογισμού 39 εκατ. ευρώ, στο
εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ενέκρινε σήμερα ο
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξης Χαρίτσης. Τα έργα
εκτείνονται σε όλη την επικράτεια και στοχεύουν στην αναβάθμιση του επιπέδου
οδικής ασφάλειας και στη βελτίωση της λειτουργικότητας της οδικής δικτύωσης σε
κάθε περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου