Ὑπῆρχε, λοιπόν, παληά – καὶ ὑπάρχει – ἕνα Καρναβάλι «Πατρινό», μιὰ αὐθόρμητη ἔκρηξη κεφιοῦ, δημιουργημένη ἀπὸ Πατρινοὺς καὶ
προορισμένη γιὰ τοὺς πατρινοὺς καὶ τοὺς φίλους τους, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς.
Ὑπῆρχε –καὶ ὑπάρχει- καὶ ἡ Ἀχάια Clauss, ἡ Οἰνοποιία μὲ τὴν πανελλήνια καὶ διεθνῆ, ἀναμφισβήτητα, ἐμβέλεια, ἡ
πατρινὴ ἰδιοσυγκρασία τῆς ὁποίας ὅμως, δὲν ἀπαλείφθηκε ποτέ.
Ὁπότε;
Ὁπότε
κάθε Καρναβάλι γινόταν αὐτὸ ποὺ γίνεται καὶ τώρα: τὸ Πατρινὸ
Καρναβάλι καὶ ἡ Ἀχάια Clauss ἀλληλοπεριχωροῦνται!
Πῶς;
Ἡ
μὲν Οἰνοποιία συμμετέχει στὸ Πανηγύρι τῆς Πάτρας ποικιλοτρόπως καί, πάντως, πάντοτε ἀνοίγει τοὺς
κρουνοὺς τῆς Μαυροδάφνης καὶ ρέουν οἱ ποταμοὶ τῆς πορφυρῆς, θολῆς, μὲ
κεραμιδὶ ἀνταύγειες γλυκείας Κυρίας μὲ τὴ μυστυριώδη βαρελίσια ὄψη ἀπὸ τὰ
ἡμιορεινά της κελλάρια πρὸς τὴν καρναβαλικὴ πεδιάδα τῆς πόλης. Ἡ δὲ πόλη, ἀφοῦ
πιεῖ καὶ προσφέρει καὶ στοὺς φιλοξενούμενούς της τὸ νέκταρ τῆς Μαυροδάφνης, κι ἀφοῦ χορέψει καὶ γλεντήσει ἔτσι ὅπως μόνο
αὐτὴ ξέρει, κι ἀφοῦ διατρανώσει ἐν χορδαῖς τὸ «Πατρινὸ Καρναβάλι…. Τὸ Καρναβάλι
τῆς Ἑλλάδας»!, θὰ βρεῖ τὴν εὐκαιρία –εἴτε ἀνάμεσα στὶς παρελάσεις τοῦ
Σαββατοκύριακου, εἴτε τὴν Καθαρὰ Δευτέρα– ν’ ἀνηφορίσει, συντροφιὰ μὲ φίλους,
ντόπιους ἤ ξένους, τὸν ὀφιοειδῆ δρόμο μὲ τὰ ἀειθαλῆ δένδρα, ποὺ φέρνουν στὸ
Οἰνόκαστρο τοῦ Clauss
Ἔτσι συμβαίνει, ἀγαπητοί, ἀπὸ παληά. Ἀπὸ πολὺ παληά… Ἀπὸ
τότε, αἴφνης, ποὺ ὁ κύριος Gustav Clauss, ὡς ἔγκριτος
πολίτης καὶ διακεκριμένος bon viveur, προσεκαλεῖτο
στὶς διασημότερες χοροεσπερίδες τῆς ἐποχῆς, ἤ ὀργάνωνε ὁ ἴδιος ἀνάλογες
βεγγέρες. Ἤ, ἀκόμα, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἐκ τῶν διαδόχων τοῦ Βαυαροῦ ἰδρυτῆ κ. Ἀλέκος Ἀντωνόπουλος, κάτοχος τότε μιᾶς ἀπὸ τὶς λίγες
ἐρασιτεχνικὲς κινηματογραφικὲς μηχανὲς, μαγνητοσκοποῦσε τοὺς χοροὺς
μεταμφιεσμένων τῆς ἐποχῆς. Ἤ, σύν τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀλέκος Ἀντωνόπουλος, ἐμπνευστὴς καὶ διευθύνων νοῦς τοῦ
«Μηνιαίου Πληροφοριακοῦ Δελτίου» τῆς Ἀχάια Clauss, φρόντιζε καὶ καταχώριζε τὰ γεγονότα καὶ τὰ
αἰσθήματα στὶς σελίδες αὐτῆς τῆς συλλεκτικῆς, σήμερα, ἔκδοσης.
Ἀλλ’ ἄς ἀφήσουμε τὶς εἰκόνες νὰ μιλήσουν. Μία φωτογραφία
ἅρματος τῆς Οἰνοποιητικῆς ἑταιρείας ποὺ συμμετέχει στὴν Καρναβαλικὴ παρέλαση
τοῦ 1968, καὶ ἕνα ποίημα γλωσσικὰ παλαιωμένο σὰν τὸ παληό, καλό κρασί, ἀπὸ τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος
Δελτίο, τοῦ Μαρτίου τοῦ 1967, θὰ βεβαιώσουν περὶ τῆς μακρᾶς ἱστορίας τῆς
ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν δὺο θεσμῶν.
Καλὸ
Καρναβάλι!
Ὅταν,
στὰ 1911, ἐκδόθηκε τὸ πρῶτο ἄλμπουμ μὲ φωτογραφίες τῆς Αχάια Clauss – ποὺ τότε λεγόταν ἁπλῶς «Ἀχαΐα»- τὸ γνωστὸ Οἰνόκαστρο τῆς πατρινῆς οἰνοποιίας δὲν
φαίνεται νὰ εἶχε πύλη. Ἡ ἐμβληματικὴ πύλη ποὺ δεσπόζει σήμερα στὴν εἴσοδό του
εἶναι μεταγενέστερη καὶ ἔχει, ἀκόμα κι αὐτή, τὴ μικρή της ἱστορία…
Ἀλλ’
ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή: τὸ πρῶτο ἔντυπο ποὺ ἐξέδοσαν οἱ Γερμανοὶ
ἰδιοκτῆτες τῆς οἰνοποιίας – παλαιοὶ συνεργάτες καὶ συνέταιροι τοῦ G.
Clauss – εἶδε τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος στὰ 1911, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τῶν
50 χρόνων τῆς «οἰνοποιοῦ ἑταιρίας ΑΧΑΪΑ». Ὁ τίτλος του εἶναι “Achaia” Actiengesellschaft
fur Weinproduction Patras 1861-1911. Στὸν πολὺ ἐνδιαφέροντα Πρόλογο αὐτῆς
τῆς ἔκδοσης –ποὺ στὴν οὐσία εἶναι μία φωτογραφικὴ συλλογὴ μὲ εἰκόνες ἀπὸ τὸ
οἰνοποιεῖο – ἔχουμε τὴν πρώτη περιγραφὴ τοῦ τοπίου:
Ἕνας φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ διά μέσου τοῦ ἀμπελῶνα στήν κοιλάδα τῆς Gutland, ἀφοῦ διασχίσει μιά ἀκαλλιέργητη ἔκταση μέ γιγαντιαία πλατάνια, τεράστιους θάμνους, πικροδάφνες καί ἄλλα φυτά, ὅπου κανείς φτάνει ἀπό δρομάκια καί μονοπάτια. Στό τέλος, μιά μικρή ἀνηφόρα καί μετά οἱ δυτικοί ἀμπελῶνες τῆς «Ἀχαΐα»… Ἀνάμεσα ἀπό δύο κυπαρίσσια τό φυλάκιο τοῦ ἀμπελῶνα καί μετά ἡ εἴσοδος, στολισμένη μέ σημαῖες καί δεξιά κι ἀριστερά δύο ἐπιβλητικοί πύργοι.
Καὶ ἐνῶ ἡ λέξη «εἴσοδος» θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς παραπλανήσει
καὶ νὰ νομίσουμε ὅτι ὑπαινίσσεται τὴν πύλη, ἔρχεται εὐτυχῶς ἡ ἔγκυρη μαρτυρία
τῶν μεταγενεστέρων καὶ ξεκαθαρίζει τὰ πράγματα…
Ὁ
Λαλάκης Ἀντωνόπουλος, ἦταν ὁ τελευταῖος γιὸς τοῦ Βλάση
Ἀντωνόπουλου – πρώτου διαδόχου τῶν Γερμανῶν ἰδιοκτητῶν τῆς Οἰνοποιίας.
Ἔζησε καὶ ἐργάστηκε στὴν «Αχάια Clauss» μέχρι τὸ 1959. Στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν
Ἀθήνα, ὅπου ἵδρυσε δική του οἰνοποιία μὲ τὸ ὄνομα «Κάβειρος» ἀφοῦ, ἤδη ἀπὸ τὸ
1945, εἶχε παντρευτεῖ τὴν κόρη τῆς Κατίνας Παξινοῦ, Ἰλεάνα. Τὸν συναντήσαμε τὴν 29η Μαρτίου τοῦ 2005, σ’ἕνα café στὴν πλατεῖα
Κολωνακίου. Ἦταν «91 καὶ κάτι», ὅπως μᾶς δήλωσε, ἐτῶν, εἶχε ἀπόλυτη διαύγεια,
χαρακτηριστικὴ σωματικὴ ἀντοχὴ καὶ καταπλήσσουσα μνήμη.
Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μᾶς
εἶπε:
Λ.Α.: … Εἶπα
εἰς τὸν σκηνογράφο τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου τότε, Κλεόβουλο Κλώνη, νὰ μοῦ φτιάξει ἕνα σχέδιο γιὰ νὰ
βάψουμε τὸ ἐργοστάσιο μὲ χρώματα ἑλληνικὰ καὶ νὰ φτιάξουμε καὶ τὴν πύλη. Μοῦ
‘φτιασε τὰ σχέδια. Ἔφερα ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ Γιάννενα, οἱ ὁποίοι πῆγαν κάτω στὸ ποτάμι καὶ
βρήκανε πέτρα. Ἐκαθόμουνα καὶ κοίταγα πῶς ἔσπαγαν τὴν πέτρα αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
καὶ μοῦ ‘κανε ἐντύπωση. Ξέρετε, τὴν κόβανε λὲς καὶ ἦταν ἀπὸ βούτυρο φτιαγμένη…
Τὴ φτιάξανε λοιπόν, ἀλλὰ …πρέπει νὰ φτιάξουμε καὶ τὴν πόρτα. Μὲ τί θὰ τὴν
φτιάξουμε τὴν πόρτα; Λέω στὸν Κλώνη: ἀπὸ τίκ! –τὸ ξέρετε τὸ τίκ; ποὺ
βάζουνε στὰ καράβια πάνω. Ἕνα ξύλο τὸ ὁποῖο ἀντέχει στὴν ὑγρασία-. Καὶ ἦρθα ἐδῶ
στὴν Ἀθήνα καὶ ηὖρα τὸ τελευταῖο τὶκ ποὺ ὑπῆρχε -ἔτος 1954; ’53; ἀκόμη ἡ Ἑλλάδα
ἤτανε στὰ χάλια της-. Τὰ πῆρα λοιπὸν αὐτὰ τὰ ξύλα καὶ φτιάξαμε τὴν πόρτα. Ὁ Φώτης ὁ Σαβράμης, ὁ ὁποῖος ἤτανε ξυλουργὸς ἀσπούδαστος…
Καὶ ἔφτιαξε αὐτὴ τὴν πόρτα κι ἐγὼ πῆγα κάτω (ΣΗΜ: ἐννοεῖ «κάτω στὴν Πάτρα») καὶ
ἔφτιαξα τὰ σίδερα. Μοῦ λένε «τί τὰ θέλεις τόσο χοντρὰ σίδερα»; Λέω «τί σὲ
μέλλει ἐσένα; Δώσ’ τα μου». Γι’ αὐτὸν τὸν ὄγκο ἔπρεπε νὰ ‘ναι… τὰ εἴδατε τὰ
σίδερα;
Καὶ τὰ καρφιὰ ποὺ ἔχει ἀπάνω! … τὴν
ἀλείφαμε μὲ λινέλαιο ἄβραστο, γιὰ νὰ διατηρεῖται.
Γ.Μ.: Τὸν Κλώνη ἐσεῖς ποῦ τὸν βρήκατε;
Λ.Α.: Ἀπὸ τὴν Παξινοῦ τὸν ἤξερα.
Γ.Μ.: Ἄ, εἴχατε ἤδη παντρευτεῖ …
Λ.Α.: Βέεεβαια. Παντρεύτηκα τὸ ’45».
Γ.Μ.: Τὸν Κλώνη ἐσεῖς ποῦ τὸν βρήκατε;
Λ.Α.: Ἀπὸ τὴν Παξινοῦ τὸν ἤξερα.
Γ.Μ.: Ἄ, εἴχατε ἤδη παντρευτεῖ …
Λ.Α.: Βέεεβαια. Παντρεύτηκα τὸ ’45».
Τὴ
μαρτυρία τοῦ Λαλάκη Ἀντωνόπουλου ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει καὶ ἡ
συμμαρτυρία τοῦ Σπύρου Μάλλια, ἤ Σπύρου «τοῦ βαρελᾶ», ἀπόγονου -ὅπως εἶπε
καὶ ἔγραψε ὁ ἴδιος, τοῦ πρώτου συνεργάτη τοῦ Clauss, Μαλτέζου Francesco
Mallia, «τέταρτη γενιὰ ἐντὸς τοῦ Ἐργοστασίου», ποὺ γεννήθηκε, ἔζησε καὶ
ἐργάστηκε μέχρι βαθέως γήρατος στὴν «Αχάια Clauss», κρατώντας συγχρόνως σημειώσεις γιὰ τὰ
γεγονότα καὶ καταγράφοντας, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τὸ ἱστορικὸ ποὺ εἶχε
καταρτίσει, σὲ κασετόφωνο. Ἐκεῖ λοιπόν, ἀναφέρει ὅτι «τὸ 1954 χτίζεται ἡ πύλη τοῦ
ἐργοστασίου. Ἀκόμα, φτιάχνεται ἡ πόρτα ἀπὸ ξύλο ΤΙΚ Κεϋλάνης, ἀπὸ τοὺς μάστορες
Φώτη Σαβράμη, Σπῦρο Μάλλια καὶ Γεώργιο Ρουμελιώτη».
Πέραν τούτων, μιὰ προσεκτικὴ παρατήρηση τῶν πετρῶν ἀπὸ
τὶς ὁποῖες εἶναι χτισμένος ὁ λεγόμενος «πύργος τῆς εἰσόδου» καὶ ἐκείνων ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποδομὴ τῆς πύλης, ἀποδεικνύει
τὴν μεταξύ τους ποιοτικὴ καὶ κατασκευαστικὴ διαφορά.
Ἰδοὺ λοιπόν, τὸ «πόθεν ἔσχες» τῆς Πύλης. Μιᾶς πύλης μὲ
πολὺ ἐνδιαφέρουσες λεπτομέρειες, ὅπως ἡ ἐντοιχισμένη ἐπιγραφὴ «ΑΧΑΪΑ 1861» -χωρὶς τὸν μεταγενέστερο προσδιορισμὸ «Clauss»- στὸ ὑπέρθυρο,
καὶ τὰ δύο σφαιρικὰ λαξεμένα πέτρινα ἀγκωνάρια, στὶς ἐσωτερικές της κάτω ἄκρες,
ποὺ σκοπὸ εἶχαν τὴν προστασία τῶν παραστατῶν ἀπὸ τὶς ρόδες τῶν ἱππήλατων
ἁμαξῶν, ἤ, στὴ μαστορικὴ γλῶσσα «νὰ μὴ βρίσκει ὁ ἄξονας τοῦ κάρρου στὴν πόρτα».
Μιᾶς
πύλης, τέλος, πού, ὅπως κάθε εὐμεγέθης πύλη τοῦ χειροκίνητου καιροῦ της,
διέθετε τὸ γνωστὸ τοῖς πᾶσι μικρὸ πορτόνι, γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν εἴσοδο καὶ
ἔξοδο τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ μετακινεῖται κάθε φορὰ ὅλος αὐτὸς ὁ
βαρὺς καὶ μεγάλος ξύλινος ὄγκος.
...Μὲ αὐτὸ τὸ πολυεθνικὸ προφὶλ πορεύτηκε ἡ κραταιὰ
Οἰνοποιία, ὅλα της τὰ χρόνια, καὶ τὰ εὔκολα καὶ τὰ δύσκολα. Μὲ
αὐτὴ τὴν ἰδιοπροσωπία ἀντιμετώπισε τὸ φοβερὸ τρίπτυχο «ΘΕΡΟΣ-ΤΡΥΓΟΣ-ΠΟΛΕΜΟΣ«. Γιατί, Δόξα τῷ Θεῷ, ὅλα τὰ ζήσαμε ἐδῶ στὴ Gutland: Καὶ Θέρος
(153 μέχρι στιγμῆς), καὶ Τρύγο καὶ Πόλεμο…
Ὁ Πόλεμος τοῦ 1940 μᾶς ταλαιπώρησε πολὺ. Ἀγωνίστηκαν ὅλοι. Ὑπέφεραν ὅλοι. Καὶ κινδύνευσαν.
Καὶ συνελήφθησαν. Καὶ καταδικάστηκαν –εὐτυχῶς ὄχι ὅλοι-. Καὶ ἴσχυσε, ἐν
πολλοῖς, τὸ σύνθημα «ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ». Ἀλλὰ ἴσχυσε γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους. Τὶ ἔμελλε γενέσθαι, ὅμως, γιὰ τὰ βαρέλια, γιὰ τὰ κάστρα, γιὰ τὴ γῆ
καὶ γιὰ τὸ ὕδωρ;; Ἔ, ὅσο κι ἄν ἀκούγεται παράξενο, γιὰ ὅλα αὐτὰ ἴσχυσε τὸ ἴδιο
σύνθημα: «ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ».
Δύο βαρέλια, ἔσωσαν ὅλα τὰ ἄλλα. Δύο βαρέλια μεγάλα καὶ εὐσταλῆ, ποὺ ὁ Βαυαρὸς
Γουσταῦος CLAUSS εἶχε ἀφιερώσει, ἐξ ἐθνικῆς πεποιθήσεως, στὸν Σιδηρὸ Γερμανὸ
Ἀρχικαγκελλάριο Ὄθωνα Ἐδουάρδο Λεοπόλδο Πρίγκηπα Φὸν Μπίσμαρκ ,τὸ ἕνα, καὶ στὸν
Στρατάρχη τοῦ Πρωσσικοῦ Στρατοῦ, κόμη Μόλτκε, τὸ ἄλλο.
Λένε πὼς ὅταν ὁ ἐπιτετραμένος ἀξιωματικὸς τοῦ Γερμανικοῦ
στρατοῦ ἦρθε στὴν Gutland γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει τὶ θὰ πράξει μὲ αὐτὸ τὸ Ἐργοστάσιο, (ἄν
δηλαδή θὰ τὸ βομβαρδίσει, ἄν θὰ τὸ κάψει ἤ θὰ τὸ λεηλατήσει ) εἶδε τὴν
χειρόγραφη ἐπιστολὴ τοῦ Μπίσμαρκ, φυλασσόμενη στὸ Ἀρχεῖο:
«Βερολῖνον τῆ 20n Ἀπριλίου…
Μὲ ἐχαροποίησεν ὅλως ἰδιαιτέρως τὸ
ἀποσταλὲν εἰς ἐμέ, ἐπὶ τῆ ἐπετείω τῶν γενεθλίων μου, δῶρον καὶ αἱ συνοδεύουσαι
αὐτὸ εὐχαί καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ὅπως δεχθῆτε τὰς θερμὰς μου εὐχαριστίας διὰ τὴν
ἔνδειξιν αὐτὴν τῶν ὑμετέρων αἰσθημάτων.
ΦΟΝ ΜΠΙΣΜΑΡΚ
«.εἶδε
καὶ τὰ βαρέλια τῆς Μαυροδάφνης πού, κατὰ τὴ συνήθειά του, ὁ CLAUSS
εἶχε ἀφιερώσει στὸν Ἀρχικαγκελλάριο καὶ στὸν Στρατάρχη, στάθηκε-λοιπὸν- ὄρθιος
ἑνώπιον τοῦ βαρελιοῦ, χτύπησε μιὰ Γερμανικὴ προσοχὴ, ὕψωσε τὸ χὲρι σὲ
στρατιωτικὸ χαιρετισμὸ, ἀνέκραξε Χάι Χίτλερ καὶ ἔφυγε. Τὸ ἐργοστάσιο καὶ ἡ Gutland
εἶχαν σωθεῖ…
Ἄλλοι
πάλι λένε πὼς ἦταν ἤδη γνωστὸ στοὺς Γερμανοὺς ἀξιωματικοὺς τὶ θὰ συναντήσουν
ἀφοῦ σὲ γερμανόγλωσσο τουριστικὸ ὁδηγὸ ποὺ εἶχε ἐκδοθεῖ στὴν Εὐρώπη κάπου στὰ
1899 σημειωνόταν ὅτι «…Δικαίως ὁ λόφος ποὺ βρίσκεται ἡ «ΑΧΑΪΑ» ὀνομάζεται «Γερμανικὸ Βουνό», γιατὶ ἀνήκει καὶ
κατοικεῖται ἀπὸ Γερμανούς»..
Ὅπως
καὶ να ‘χει, ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1943, ἔξω στὶς αὐλὲς
ἀνάμεσα στὰ πετρικὰ Οἰνόκαστρα, τιτίβιζαν πουλιὰ καὶ φοβισμένα παιδιά. Καὶ στὸ
βάθος, πίσω ἀπὸ τὶς ἰσχνὲς φωνὲς τῶν παιδιῶν, γυναῖκες ἀποχαιρετοῦσαν τοὺς
ἄντρες τους.
_____________________________________
(Από το Ιστορικό Αρχείο της Ἀχάια Clauss)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου