Από τις συνεχιζόμενες κνητοποιήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας. |
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ(*)
Από την ΑΥΓΗ 10-3-2013
Ένα χρόνο πριν, στο
ένθετο «Παιδεία και Κοινωνία»
έγραφα για το ρόλο που δύνανται να έχουν οι απόφοιτοι των ΤΕΙ στη σοσιαλιστική
ανοικοδόμηση. Οι έννοιες έμοιαζαν διαφορετικές και περισσότερο διευρυμένες σε
σχέση με τη σημερινή μνημονιακή κατάσταση στη χώρα. Ας πάει η σκέψη ένα βήμα
παραπέρα.
Οι διεθνείς επιταγές
Το σχέδιο «Αθηνά» υλοποιεί
ξεκάθαρα τις επιταγές του ΟΟΣΑ [1], σύμφωνα με τις οποίες προτείνονται
συγχωνεύσεις ή καταργήσεις Τμημάτων με χαμηλούς δείκτες εγγραφών, μείωση του
αριθμού των εισακτέων, αλλαγή της λειτουργίας κάποιων Ιδρυμάτων σε κέντρα διά
βίου μάθησης και κατάρτισης και χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων με κριτήρια
αποτελεσματικότητας. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας McKinsey [2], η
οποία χορηγήθηκε από τον ΣΕΒ και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, ως διέξοδος
ανάπτυξης για τη χώρα προτείνεται η μετατροπή της σε διακομιστικό κέντρο και σε
πόλο έλξης τουριστικών δραστηριοτήτων ή λιανεμπορίου. Με τον τρόπο αυτό
σηματοδοτείται η ανάγκη για ολοένα χαμηλότερου επιπέδου επαγγελματίες, καθώς
και μείωση αποφοίτων από την Ανώτατη Εκπαίδευση.
Επειδή ο μεγάλος όγκος των
αλλαγών επηρεάζει τα ΤΕΙ, το φως πέφτει κυρίως σε αυτά.
Οι αλλαγές που προτείνονται για
τα ΤΕΙ μπορούν να περιγραφούν με μια φράση: το πολιτικό προσωπικό “ανακατεύει
την τράπουλα” που το ίδιο είχε μοιράσει δεκαετίες τώρα.
Δεν πρόκειται για θεραπεία της
κατάστασης (οικονομία κλίμακας, αριθμός μελών ΔΕΠ & ΕΠ), διότι αυτή θα
μπορούσε να προκύψει μέσα από τη χορήγηση μεγαλύτερου μέρους του ΑΕΠ για την
Παιδεία. Σημειωτέον ότι το επικαιροποιημένο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα
Δημοσιονομικής Προσαρμογής [3] ορίζει περικοπές 162 εκατ. ευρώ μόνο στη διετία
2013-2014.
Είναι κοινός τόπος στο χώρο της
Ριζοσπαστικής Αριστεράς η μη αποδεκτή κατάσταση της πανσπερμίας πανεπιστημιακών
και τεχνολογικών Ιδρυμάτων ανά τη χώρα, καθώς και της υπερεξειδίκευσης των
γνωστικών αντικειμένων που θεραπεύονται στα Ιδρύματα.
Στο σημείο αυτό
μπορούμε να αναπτύξουμε ένα γόνιμο προβληματισμό σχετικά με το μέλλον που
οραματιζόμαστε εμείς για την Ανώτατη Εκπαίδευση και ιδιαίτερα για τον
Τεχνολογικό Τομέα αυτής. Ας αναρωτηθούμε τι υπήρξαν αυτά τα Ιδρύματα και πώς τα
θέλουμε.
Ιστορία
Ξεκινώντας από τις Ανώτερες Σχολές Υπομηχανικών (ΑΣΥΠ) το 1917 υπό τη σκέπη του ΕΜΠ και τα Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης το 1970, μεταβαίνουμε στα Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης το 1977 και στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα το 1983. Η εξαγγελία ανωτατοποίησής τους κατεγράφη από τον νόμο Ευθυμίου το 2001. Πληρέστερη ιστορική ανάλυση και αντιστοίχηση με το διεθνές περιβάλλον έχει καταγραφεί στο παρόν ένθετο ένα χρόνο πριν [4].
Περιβάλλον
Κατά τον Luis Althusser, το
σύστημα εκπαίδευσης σε οποιαδήποτε βαθμίδα λειτουργεί ως ακόμα ένας Ιδεολογικός
Μηχανισμός του Κράτους (ΙΜΚ). Θα ήταν αναντίστοιχο να πιστεύει κανείς ότι η
Ανώτατη Εκπαίδευση και η πληθώρα αναδιαρθρώσεων και επεμβάσεων που έχει δεχτεί
στη χώρα μας και διεθνώς, είχαν άλλο στόχο παρά την αναπαραγωγή της δομής και
λειτουργίας του αστικού κράτους.
Η κριτική που εμείς καλούμαστε να ασκήσουμε στο οικοδόμημα της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν μπορεί να κάνει απλουστεύσεις και να ξεχνά την παραπάνω συνθήκη.
Δομή και λειτουργία
Ας δούμε τα Ιδρύματα της Ανώτατης
Εκπαίδευσης ως έναν οργανισμό και τα κύτταρά του ας είναι το επιστημονικό
προσωπικό και οι φοιτητές.
Το επιστημονικό προσωπικό των ΤΕΙ τοποθετήθηκε μέσα σε περιβάλλον που εξ ορισμού είχε περιορισμούς – στα οικονομικά μεγέθη και στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Ιδρυμάτων. Το στρεβλό σενάριο συγκρότησης διδακτικών ομάδων (με λίγα τακτικά μέλη ΕΠ και πολλούς συμβασιούχους διδάσκοντες) και τα επιβαλλόμενα στεγανά στην ερευνητική δραστηριότητα, εμπόδιζαν την επιστημονική άνθηση των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων. Παράλληλα, η κρατική παρέμβαση στην έκδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων έδωσε εγγενώς θολά χαρακτηριστικά στη λειτουργία των ΤΕΙ, ενώ η παρέμβαση αυτή ουδέποτε έμεινε «ανεπηρέαστη» από τα επαγγελματικά επιμελητήρια.
Επειδή η επιστημονική επάρκεια
του προσωπικού δεν προέρχεται από παρθενογένεση και επειδή οι ερευνητικές και οι ακαδημαϊκές
δραστηριότητες βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια με την κρατική παρέμβαση, οι
“πληβείοι των ΤΕΙ” έπρεπε να προσπαθήσουν διπλά για να αποκτήσουν τα “εργαλεία”
που οι των Πανεπιστημίων είχαν a priori. Τα τελευταία 12 έτη και ύστερα από την
–έστω ψευδεπίγραφη– ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, η σύσταση του επιστημονικού
προσωπικού τους κινείται σε ολοένα και υψηλότερα επιστημονικά επίπεδα –όχι λόγω
των κυβερνητικών εξαγγελιών, αλλά διότι τα Ιδρύματα αυτά αποτέλεσαν
επαγγελματική στέγη νέων επιστημόνων που δεν μπορούσαν (αριθμητικά) να διεκδικήσουν
εκλόγιμη θέση σε κάποιο Πανεπιστήμιο. Στις σημερινές συνθήκες και επειδή τα
όρια των επιστημών δεν είναι διακριτά, το προσωπικό των ΤΕΙ οδηγεί τα Ιδρύματα
σε εθνικές και διεθνείς διακρίσεις. Συγκεκριμένα παραδείγματα μπορούμε να
αναζητήσουμε σε Τμήματα τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία δομών όπως
το ΙΤΕ στην Κρήτη και το ΕΔΕΤ πανελλαδικά και κατηγοριοποιούνται στους τομείς
της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών.
Δεν πρέπει να αμελούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες όλα τα προηγούμενα χρόνια οι συμβασιούχοι διδάσκοντες των ΤΕΙ στήριξαν τη λειτουργία τους. Τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα τους δεν υπολείπονταν από αυτά των διδασκόντων του ΠΔ407/80, ενώ το περιβάλλον και οι συνθήκες πρόσληψής τους είχε ακριβώς τα ίδια ανομοιογενή και στρεβλά χαρακτηριστικά που επιβλήθηκαν και στο χώρο των Πανεπιστημίων.
Πλείστες στατιστικές καταγραφές αναδεικνύουν την ταξική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού στα ΤΕΙ. Ακόμα και σε Τμήματα όπου η βάση εισαγωγής (sic!) παρουσιάζεται υψηλότερη από αντίστοιχη πανεπιστημιακών ή πολυτεχνικών Τμημάτων, αποδεικνύεται ότι η Τεχνολογική Εκπαίδευση αποτελεί επιλογή από νέες και νέους που κοινωνικά και οικονομικά ανήκουν στα μεσαία και χαμηλά στρώματα. Εκεί όπου δεν είναι επιλογή των νεοεισακτέων, η εισαγωγή στην Τεχνολογική Εκπαίδευση αποδεικνύεται ως το «λιγότερο κακό».
Τέλος, τα Εργαστήρια, τα
οποία καλύπτοντας το 50% κάθε προσφερόμενου μαθήματος, αποτελούν τον
εκπαιδευτικό πυρήνα των ΤΕΙ, καθώς η πειραματική διαδικασία πλαισιώνει τη
θεωρητική-επιστημονική γνώση την οποία ο φοιτητής αποκομίζει στις διαλέξεις. Η
επιμονή για την εξαντλητική εργαστηριακή προσέγγιση στην εκπαιδευτική
διαδικασία συγκροτεί τη διαφορετική φιλοσοφία των Ιδρυμάτων, ενώ δίνει στους
αποφοίτους τους τη δυνατότητα αμεσότερης επαφής με το επάγγελμα.
Κριτική και προβληματισμός
Στην κριτική που αναπτύσσεται,
προκαλούνται εύλογα ερωτήματα όταν «ξεχνάμε» την αναφορά σε πανεπιστημιακά
Τμήματα που έχουν ασαφή προσέγγιση στα γνωστικά τους αντικείμενα και τα πτυχία
τους δεν αντιστοιχούν σε σύγχρονα επαγγέλματα. Γιατί επικαλούμαστε την ανάγκη
εκδημοκρατισμού του θεσμικού πλαισίου στη βάση των κοινωνικών αναγκών (βλ.
συζήτηση για αλλαγές στο Σύνταγμα) και άρα της αλλαγής του στις σύγχρονες
ανάγκες, ενώ αφήνουμε στο απυρόβλητο το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει τους
κοινωνικούς διαχωρισμούς μεταξύ των ΑΕΙ Πανεπιστημιακού και Τεχνολογικού
Τομέα;
Εάν κάποιοι πιστεύουν ότι τα ΤΕΙ
εξ ορισμού αναιρούν το μορφωτικό χαρακτήρα των Ιδρυμάτων στην Ανώτατη
Εκπαίδευση, πώς απαντούν στο ότι απόφοιτοι των ΤΕΙ κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές
και εκπονούν διδακτορικές διατριβές σε διακεκριμένα ελληνικά Πανεπιστήμια;
Αντί επιλόγου
Ο χώρος της Ριζοσπαστικής
Αριστεράς προβληματίζεται για την μετά «Αθηνά» εποχή και για το χαρακτήρα και
το εύρος των παρεμβάσεων, του συνολικού σχεδιασμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης υπό
το πρίσμα των ειδικών συνθηκών και των αναπτυξιακών αναγκών. Ο προβληματισμός
αυτός δεν μπορεί να εκκινείται από τα συμπεράσματα που εκφέρονται από την
κυρίαρχη ιδεολογία και σε κάθε περίπτωση αγνοώντας τις ανάγκες της ελληνικής
κοινωνίας και της επιστήμης.
Εάν πιστεύουμε ότι ο
νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός οδηγεί την επιστημονική γνώση σε ολοένα και
μεγαλύτερη συρρίκνωση και εάν αυτό μετατρέπει τη μόρφωση σε ανταλλάξιμο προϊόν,
τότε η συνθήκη αυτή δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα Τμήματα ή Σχολές ή
Ιδρύματα. Η προβληματική που είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί δεν μπορεί, με λίγα
λόγια, να έχει χαρακτήρα εξανθρωπισμού των άπιστων ιθαγενών, κατά το πνεύμα
σκέψης των χριστιανών ιεραποστόλων.
Για τον αναπτυξιακό σχεδιασμό μας,
στη βάση της εκπλήρωσης των αναγκών της κοινωνίας και της επιστήμης, έχουμε
χρέος να δούμε με δίκαιη και γενναία ματιά το ρόλο και το χαρακτήρα όλων των
Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ της χώρας.
_______________________
[1] Strong Performers and Successful Reformers in Education (2011): Education Policy Advice for Greece, OECD
[2] McKinsey & Company, Athens Office (2011): Greece 10 years ahead
[3] ΡΚΗ’ συνεδρίαση της Βουλής, 18.2.2013
[4] Δ. Καλλέργης, Θέσεις για Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του Τεχνολογικού Τομέα, εφ. Αυγή 26.2.2012.
_______________________
[1] Strong Performers and Successful Reformers in Education (2011): Education Policy Advice for Greece, OECD
[2] McKinsey & Company, Athens Office (2011): Greece 10 years ahead
[3] ΡΚΗ’ συνεδρίαση της Βουλής, 18.2.2013
[4] Δ. Καλλέργης, Θέσεις για Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του Τεχνολογικού Τομέα, εφ. Αυγή 26.2.2012.
(*) Ο Δημήτρης Καλλέργης είναι μέλος της
Γραμματείας του Τμήματος Παιδείας ΣΥΡΙΖΑ και της Γραμματείας της Οργάνωσης
ΣΥΡΙΖΑ Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΕΜΠ-ΤΕΙ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου