Ο πρώτος από τα αριστερά εργαζόμενος στη σιδερωσιά του δαπέδου της γέφυρας του Μόρνου είναι ο Πατρινός Γιώργος Καραβίδας σε νεαρή ηλικία. Πατέρας του Πατρινούμαραθωνοδρόμου Νίκου Καραβίδα. |
Η Κατερίνα Δουλαβέρη-Καραβίδα ταυτοποίησε την σπάνια φωτογραφία από την κατασκευή που αποδεικνύει του λόγου το αληθές!
Μία ανάρτηση την Παρασκευή 30 Αυγούστου για την ιστορία της Γέφυρας του ποταμού Μόρνου ταυτοποίησε μία σπάνια φωτογραφία από τις εργασίες κατασκευής της γέφυρας το 1937 (σ.σ.: ολοκληρώθηκε το 1938) του «ανθρωποφάγου» ποταμού, όπως είχε χαρακτηριστεί από τους ντόπιους, που διάβαιναν το ποτάμι χειμώνα καιρό, με κίνδυνο να τους παρασύρει το ρεύμα του και να πνιγούν!
Η αναφορά σε αυτόν τον χαρακτηρισμό 86 χρόνια από την κατασκευή του δίνει το βάρος του γεγονότος διάβασης, που κάποιες φορές κατέληγε θανατηφόρα!
Την ταυτοποιημένη φωτογραφία μας παρουσίασε στην σελίδα facebook.com/ του διαχειριστή του Istologiou G. Mosxou η χρήστις Κατερινα Δουλαβερη Καραβιδα, σύζυγος του φίλου μαραθωνοδρόμου Νίκου Καραβίδα.
Απεικονίζει εργάτες κατά την κατασκευή της σιδερωσιάς του δαπέδου της γέφυρας, που στα προπολεμικά χρόνια ήταν θαύμα της Μηχανικής , καθώς ήταν κατασκευασμένη από σίδερο και μπετόν.
Στην παρουσίαση της φωτογραφίας από το αρχείο της οικογενείας, σημειώνει η Κατερινα Δουλαβερη Καραβιδα:
Γιώργος Μοσχος Εκεί δούλευε μικρός και ο πεθερός μου το 1937... Ο πρώτος όπως κοιτάζεις από αριστερά (είναι ο) Γεώργιος Καραβίδας.
Αναγκαία η υπενθύμιση, ώστε κάτι να έχουμε ως πειστήριο για την συμβολή Πατρινών τεχνικών στην κατασκευή μεγάλων έργων. Δεν αμφιβάλει κανείς ότι δεν πρόκειται για την μοναδική φωτογραφία, αλλά να, όταν πρόκειται για τα γένια μας, γιατί να μην τα ευλογούμε πότε-πότε. Άλλωστε τέτοια έργα δεν γίνονταν κάθε μέρα, σε μία εποχή, που Ελλάδα πάσχιζε να βγει από την υπανάπτυξη!
Για την εποχή της, θεωρείτο πρωτοποριακή και καύχημα της ελληνικής μηχανικής επιστήμης. Διαθέτει πέντε τόξα, καθένα από τα οποία έχει άνοιγμα 45 μέτρων. Το ολικό μήκος της γέφυρας είναι 225 μέτρα και το πλάτος του καταστρώματός της είναι 6 μέτρα. Είναι κατασκευασμένη με σιδηροπαγές μπετόν-αρμέ. Στοίχισε 10 εκατομμύρια δραχμές, τα οποία καταβλήθηκαν από το κράτος ως μέρος της δαπάνης για την κατασκευή της εθνικής οδού Πειραιώς- Μεσολογγίου.
Από τότε μέχρι σήμερα, η γέφυρα του Μόρνου συνεχίζει να εξυπηρετεί εκατοντάδες κατοίκους των Δήμων Ναυπακτίας και Δωρίδος που τη χρησιμοποιούν για τις καθημερινές τους μετακινήσεις, αλλά και δεκάδες επισκέπτες των ορεινών περιοχών.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω αφήγηση:
«Ορισμένοι δε, βγάζανε και τα παπούτσια, δένανε τα κορδόνια μεταξύ τους και τα κρεμάγανε στον ώμο. Από τη μια μεριά κρεμόταν το ψωμοσάκκουλο κι από την άλλη τα παπούτσια. Δεν το κάνανε πάντα για να μη χαλάσουν τα παπούτσια, γιατί εκείνα ήταν φτιαγμένα από πετσί και από κάτω η σόλα είχε πρόκες (σ.σ.: προκαδούρες). Μάλιστα θυμάμαι τον Οδυσσέα το Λακουμέντα, ο οποίος κατέβαινε στο χωριό – από τα Λαγιανδρέΐκα που μένανε - με τσόκαρα. Αλλά ποδαρόδρομος ως τη Ναύπακτο με τσόκαρα ήταν κουτσοπόδιασμα. Αναγκαζόταν και έβγαζε τα τσόκαρα και πήγαινε ξυπόλυτος μέχρι τη Ναύπακτο».
Επίσης ο ''Νικηφόρος'' αντάρτης του ΕΛΑΣ, που το 1942 έλαβε μέρος στην ανατίναξη του Γοργοποτάμου, του πρώτου σαμποτάζ στην Ευρώπη, μας δίνει την κοινωνική διάσταση της γέφυρας, που θυμίζει ανάλογη αντιμετώπιση με το Θηρίο, τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο της Αθήνας, πως τον αντιμετώπισαν για πρώτη φορά οι κάτοικοι του χωριού Κηφισιά!
Αφηγείται στο βιβλίο: Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τόμος Γ’,σ. 215:
«Πήραμε ένα λόχο και περάσαμε τη γέφυρα του Μόρνου. Τεράστιο και αλλόκοτο γεφύρι, τα χοντρά δοκάρια του από τσιμέντο αραδιάζονταν ατελείωτα στα πλευρά σου, ενώνονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν σα να μπαίνεις μέσα στο σκέλεθρο κάποιου μυθικού θεριού. Τα άλογά μας αναπήδησαν έντρομα μόλις βρεθήκαμε μπροστά στο στόμιο του. Αναγκαστήκαμε και κατεβήκαμε. Πέρασαν μπροστά οι πεζοί και τότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα άλογα, περίφοβα όμως πάντοτε, έτοιμα να πηδήσουν ορθά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου