Τελικά ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε να απαντήσει τις
επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις του Αλ. Τσίπρα για τα εργασιακά και προτίμησε να
ζητήσει προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή.
Τι ακριβώς όμως ρωτούσε ο Αλ. Τσίπρας;
Κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ απαντούν:
Με δεδομένες τις βαθύτατα αρνητικές εξελίξεις στα
εργασιακά δικαιώματα τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ, ο Αλ. Τσίπρας
καλούσε τον κ. Μητσοτάκη να απαντήσει για την κατεδάφιση των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, την έξαρση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, τις απολύσεις και
μειώσεις μισθών στην Τράπεζα Πειραιώς, στον ΟΤΕ και στα λιπάσματα Καβάλας, αλλά
και για τη μη ανανέωση του προγράμματος καταπολέμησης του braindrain, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, για 5.500 νέους επιστήμονες.
Κομβικό ερώτημα που θέτει ο Αλ. Τσίπρας, αφορά και στην αύξηση του κατώτατου
μισθού το 2020, καθώς η κυβέρνηση φαίνεται να υποχωρεί ακόμα και από τις
προεκλογικές εξαγγελίες της για ανεπαρκή αύξησή του.
Ποιες είναι οι αρνητικές εξελίξεις στα εργασιακά επί
διακυβέρνησης ΝΔ;
Μέσα σε εφτά μήνες, η κυβέρνησή του κ.
Μητσοτάκη έχει υλοποιήσει παρεμβάσεις στα εργασιακά που αφαιρούν δικαιώματα,
καταργούν μέτρα προστασίας των εργαζομένων και οδηγούν σε μειώσεις μισθών. Αυτή
η αντεργατική πολιτική δεν πλήττει μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς είναι άκρως αντιαναπτυξιακή.
Θυμίζουμε τα πεπραγμένα της κυβέρνησης ΝΔ
στα εργασιακά:
--Υποβάθμιση του Σ.ΕΠ.Ε. με την κατάργηση της αυτονομίας του, το οποίο ενθάρρυνε
την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας.
--Με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής το
κατακαλόκαιρο, η κυβέρνηση ΝΔ
κατάργησε την αιτιολόγηση των απολύσεων, όπως και τα μέτρα προστασίας των
εργολαβικών εργαζομένων.
--Με τον «αναπτυξιακό» νόμο, η κυβέρνηση ΝΔ αποδιάρθρωσε εκ νέου το πλαίσιο των
συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επαναφέρει τον Αύγουστο του
2018. Με τον νόμο αυτό ο υπουργός Εργασίας εξουσιοδοτήθηκε να αποφασίζει ποιες
επιχειρήσεις θα μπορούν να μην εφαρμόζουν τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις
εργασίας, να μειώνουν μισθούς επικαλούμενες οικονομικά προβλήματα, και να
αποκτούν αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Επιπλέον κατ’ εφαρμογή του ίδιου
νόμου τοπικές συμβάσεις μπορούν να δημιουργούν ζώνες φτηνότερης εργασίας.
--Επίσης, με τον “αναπτυξιακό” νόμο, η κυβέρνηση έθεσε τέτοιους περιορισμούς που καταργούν το
δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη Διαιτησία, ενέργεια που είναι
αντίθετη στο Σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ.
--Στο ζήτημα του κατώτατου μισθού, τον
οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε κατά 11% και 27% για τους νέους καταργώντας τον
υποκατώτατο, ο κ. Μητσοτάκης δεν
έχει ακόμη απαντήσει αν θα προχωρήσει στην διπλάσια της ανάπτυξης αύξηση, όπως
δεσμεύτηκε προεκλογικά. Μια αύξηση που θα ήταν
αναιμική μεν, αλλά, ακόμη κι αυτή, στελέχη της κυβέρνησής ΝΔ αφήνουν να
εννοηθεί ότι μπορεί να μην συμβεί.
-- Η κυβέρνηση ΝΔ ποτέ δεν επέκρινε έστω και λεκτικά την
προσφυγή του ΣΕΒ για την ακύρωση της αύξησης μισθών λόγω των τριετιών.
-- Κάνει δώρο σε όσους εργοδότες δεν πληρώνουν τις υπερωρίες
των εργαζομένων, μειώνοντας το πρόστιμο από 15.000 ευρώ σε 1.000. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το πρόστιμο 1.635.000 ευρώ
που επέβαλε στην Τράπεζα Πειραιώς το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας τον Ιούλιο του
2018 επί ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2020 επί ΝΔ θα ήταν 109.000 ευρώ.
- Καταργεί το διπλασιασμό του προστίμου για
όσους επιχειρηματίες συστηματικά παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία, μειώνοντας
την επιβάρυνση σε ένα «χάδι» προσαύξησης 10% του αρχικού προστίμου.
- Βάζει όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις στο
νέο και ευνοϊκότερο για τους παραβατικούς εργοδότες καθεστώς, ξεπλένοντας τις
εκκρεμότητες χιλιάδων παραβατών σε βάρος του Δημοσίου.
- Καταργεί την αναλογικότητα των προστίμων
ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων ευνοώντας σκανδαλωδώς τις πολύ μεγάλες
επιχειρήσεις
Πρόκειται δηλαδή για μια ολική επαναφορά
στα πλήγματα του 2ου μνημονίου.
Η πολιτική της κυβέρνησης έχει δώσει ένα
γενικευμένο σήμα αυθαιρεσίας στην αγορά εργασίας, που οι μεγάλες επιχειρήσεις,
τις οποίες κυρίως αφορά, το έχουν ήδη λάβει και πράττουν αναλόγως. Για παράδειγμα, η Τράπεζα Πειραιώς, ο ΟΤΕ, τα Λιπάσματα
Καβάλας προχωρούν σε απολύσεις, σε μειώσεις μισθών, σε ελαστικοποίηση της
εργασίας και εργολαβοποίηση. Στη ΔΕΗ, η ίδια η κυβέρνησή της ΝΔ κατήργησε με
νόμο τη συλλογική σύμβαση εργασίας για τους νεοπροσλαμβανόμενους, δημιουργώντας
εργαζόμενους δύο ταχυτήτων.
Ποιά είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την αύξηση
του κατώτατου μισθού φέτος; Χρειάζεται να γίνει ή όχι, και γιατί;
Πριν από έναν
χρόνο προχωρήσαμε στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και στην παράλληλη
κατάργηση του υποκατώτατου. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, όχι μόνο θεωρούμε ότι
χρειάζεται νέα αύξηση αλλά έχουμε καταθέσει και πρόταση νόμου για νέα αύξηση
κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021, δηλαδή 698 ευρώ για φέτος και 751 ευρώ για
τον επόμενο χρόνο. Παράλληλα, από το 2022 και
μετά η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού επιστρέφει στους
κοινωνικούς εταίρους, απαντούν κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ενάμισι χρόνο
μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, οι προβλέψεις της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ
ολοκληρώνουν την αποκατάσταση των απωλειών που είδαν οι εργαζόμενοι στους
μισθούς τους την περίοδο 2010-2014, όταν με μία απλή υπουργική απόφαση
εξανεμίστηκαν στο όνομα δήθεν της ανταγωνιστικότητας.
Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι το ελάχιστο που οφείλει να
κάνει η κυβέρνηση, προκειμένου να ενισχύσει και τη συντριπτική πλειοψηφία των
εργαζομένων και την αγοραστική τους δύναμη, τονώνοντας ακόμη περισσότερο την
κατανάλωση και την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.
Γιατί η ανάπτυξη ή θα είναι κοινωνικά δίκαιη ή δε θα υπάρξει.
Ο κ. Μητσοτάκης που προεκλογικά έταζε «πολλές και καλές δουλειές» και
δήθεν αύξηση του κατώτατου μισθού στο διπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης, οφείλει
τώρα να πάρει ξεκάθαρη θέση. Θα στηρίξει έστω και μια φορά τους εργαζόμενους ή θα συνεχίσει όπως
ξέρει να στηρίζει μονάχα τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα;
Τι θα σήμαινε για τους εργαζόμενους η
υιοθέτηση της πρότασης νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για νέα αύξηση του κατώτατου μισθού;
Τον Φλεβάρη του 2019, με την αύξηση 11% που
έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, 600.000 εργαζόμενοι είδαν τους μισθούς τους να
αυξάνονται στα 650 ευρώ το μήνα. Επιπλέον, 280.000 εργαζόμενοι είδαν έμμεσες
αυξήσεις χάρη στην αύξηση των επιδομάτων που υπολογίζονται βάσει του κατώτατου
μισθού. Επίσης, 65.000 νέοι εργαζόμενοι είδαν μηνιαίες αυξήσεις ως και 27% χάρη
στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.
Με την παρούσα πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για νέα
αύξηση 7,5% το 2020, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν τους μισθούς τους να
ανεβαίνουν στα 698 ευρώ (48 ευρώ αύξηση), ενώ ακόμα 280.000 εργαζόμενοι θα δουν
εκ νέου έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων.
Αντίστοιχα, με την πρόταση νόμου για
επιπλέον αύξηση 7,5% το 2021, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις 53 ευρώ με
τον μηνιαίο μισθό τους να διαμορφώνεται στα 751 ευρώ, ενώ αντίστοιχες αυξήσεις
θα δουν και 280.000 εργαζόμενοι λόγω της περαιτέρω αύξησης των επιδομάτων.
Υπογραμμίζουμε, ωστόσο, ότι δεν είναι μόνο
οι μισθωτοί εργαζόμενοι αυτοί που επωφελούνται από την πρόταση νόμου του
ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, όπως επισημαίνει και ο Αλ. Τσίπρας, η αύξηση μισθών και
επιδομάτων τονώνει την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων πράγμα που ενισχύει
την κατανάλωση και άρα την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αν σε
αυτό συνυπολογίσουμε ότι υψηλότεροι μισθοί και ισχυρότεροι ρυθμοί ανάπτυξης
οδηγούν σε αύξηση των δημοσίων εσόδων, πράγμα που επιτρέπει πρόσθετα
αναπτυξιακά και κοινωνικά μέτρα, τότε καταλαβαίνουμε ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
εκτός από τους εργαζόμενους ενισχύει επίσης τους ελεύθερους επαγγελματίες και
τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου