ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα επειδή η Maicrosoft μας λογόκρινε και μπλόκαρε το μαιηλ gmosxos1@hotmaihl. com άνοιξε και ισχύει πλέον το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε .ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Ολόκληρη η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ για Συνταγματική Αναθεώρηση


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ  ΘΕΣΜΙΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ
ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
 

Η Γραμματεία του τμήματος Αυτοδιοίκησης του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνεργασία και με τη βοήθεια εγκρίτων συνταγματολόγων κατέθεσε στην ΠΓ του κόμματος, ολοκληρωμένη πρόταση που διαμορφώθηκε για τις αναγκαίες αλλαγές του καταστατικού χάρτη της χώρας.

Η πρόταση αυτή αναφέρεται:



•    Στην κατάργηση της Αποκεντρωμένης διοίκησης
•    Στη δυνατότητα εξουσιοδότησης στην Αυτοδιοίκηση να εκδίδει κανονιστικές πράξεις για συγκεκριμένα θέματα.
•    Στην κατοχυρωμένη δυνατότητα φορέων των ΟΤΑ (ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ) να προτείνουν νομοθετικές ρυθμίσεις στη Βουλή.
•    Το δικαίωμα, συνταγματικά κατοχυρωμένο, των αλλοδαπών κατοίκων της χώρας να συμμετέχουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπως ο κοινός νομοθέτης (Βουλή) θα ορίσει.
•    Την κατάργηση του κωλύματος των περιφερειαρχών να υποβάλουν υποψηφιότητα, αφού πρώτα παραιτηθούν, όπως οι Δήμαρχοι.
•    Την αναδιατύπωση του άρθρου 101 όπου εκεί που αναφέρεται «τοπικές υποθέσεις», δηλαδή ελάχιστες σύμφωνα με το ΣτΕ, προτείνεται η δυνατότητα ανάθεσης όλων των δημοσίων πολιτικών στην αυτοδιοίκηση σύμφωνα με τις αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας. (ορισμοί του ευρωπαϊκού χάρτη τοπικής αυτοδιοίκησης).


Αναλυτικότερα παρακάτω ολόκληρη η πρόταση:

1.    «Αποκέντρωση με Αυτοδιοίκηση»: Η αναγκαία κατάργηση των αποκεντρωμένων διοικήσεων

Α. Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 επέφερε αναμφισβήτητα σημαντικές αλλαγές ως προς τον ρόλο, την οργάνωση και την λειτουργία των ΟΤΑ . Παρά ταύτα, όμως, και παρά τις ευρείες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που εξειδίκευσαν τις νέες διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος, αναδείχθηκε νομίζω ανάγλυφα και μια σοβαρή αντίφαση ως προς την θεσμική και πολιτική αντιμετώπιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία θέτει επιτακτικά επί τάπητος την αναγκαιότητα να γίνει και ένα επόμενο βήμα, στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, προκειμένου να επιτευχθεί πλέον η θεσμική ολοκλήρωση των αυτοδιοικητικών μας θεσμών  και κατ’ επέκτασιν να αποσαφηνισθεί πλήρως ο ρόλος τους, στο πλαίσιο του ελληνικού διοικητικού συστήματος . 


Ειδικότερα:

Το γεγονός ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση αναβαθμίσθηκε αισθητά, ως κρίσιμος συνταγματικός θεσμός του ελληνικού κράτους, δεν στάθηκε ικανό να ανατρέψει και στην πράξη, κατά το διάστημα που μεσολάβησε από το 2001, παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές, οι οποίες συνοψίζονται στην  αντιμετώπισή της σαν «πτωχού συγγενούς» της δημόσιας διοίκησης. Μια αντιμετώπιση  που εξακολούθησε και μετά την ψήφιση του Συντάγματος να χαρακτηρίζει, έστω με κάποιες διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις, όλα τα αποφασίζοντα όργανα του ελληνικού κράτους: την Βουλή, την Κυβέρνηση και τα Δικαστήρια.  


Πεδίο αναφοράς για να δικαιολογηθεί αυτή η υποτιμητική αντιμετώπιση, την οποία βιώνουν πολύ συχνά οι άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι «Η διοίκηση του κράτους οργανώνεται με βάση το αποκεντρωτικό σύστημα». Την διάταξη αυτήν, ειδικότερα –σε συνδυασμό και με την διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2,  όπως θα δούμε στη συνέχεια– επικαλούνται κατά καιρούς και κατά περίπτωση όλα τα όργανα της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, αντιπαραθέτοντάς την στην διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος, προκειμένου να θεμελιώσουν επιχειρήματα που δικαιολογούν μια άκρως επιφυλακτική και εν τέλει υποτιμητική προσέγγιση. 


Σύμφωνα με αυτήν, στο  διοικητικό επίπεδο από την μια υπάρχει το «κράτος», υπό την στενή εκδοχή της (κεντρικής ή αποκεντρωμένης) διοίκησης, και από την άλλη η αυτοδιοίκηση, σαν κάτι διαφορετικό  (aliud) και μάλλον ερμαφρόδιτο. Πρόκειται ειδικότερα, υπό το πρίσμα αυτό, για μια οντότητα θεσμικά υποδεέστερη και εν πολλοίς  προβληματική, η οποία δεν μπορεί και εν πάση περιπτώσει δεν πρέπει να λειτουργεί πέρα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο εν τέλει οριοθετεί –άλλοτε χαλαρά και άλλοτε ασφυκτικά– το «κράτος» (υπό τις ανωτέρω διοικητικές εκδοχές του).  
    
Συμπερασματικά, η συνταγματική πραγματικότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ως διαλεκτική σύνθεση του νομικού δέοντος και της πολιτικής πράξης, εξακολουθεί να παραμένει  σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη σε προκαταλήψεις και συγκεντρωτικές αντιλήψεις, που διαπερνούν όλους τους «κεντρικούς» θεσμούς και ιδίως αυτούς του βαθέος κράτους. Για να σπάσει δε αυτός ο φαύλος κύκλος, δεν αρκούν πλέον οι «μεσοβέζικες» αλλαγές. 


Μετά και από την πρόσφατη ορθή επέκταση του πεδίου εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας  στους Ο.Τ.Α. β΄ βαθμού, από το πρόγραμμα «Κλεισθένης Ι» (άρθρο 1 του ν. 4555/2018), οι συνθήκες έχουν ήδη ωριμάσει για μια βαθύτερη συνταγματική τομή, η οποία θα ταυτίσει πλέον την κατά τόπον αποκέντρωση με την αυτοδιοίκηση, όπως  συμβαίνει άλλωστε στο μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν ισχυρή παράδοση αυτοδιοίκησης (πχ Αγγλία, Ιταλία, σκανδιναβικές χώρες) . 
Μόνον έτσι, δηλαδή με την άρση του επικρατούντος έως τώρα διαχωρισμού, θα επικρατήσουν οι «καθαρές» θεσμικές λύσεις αλλά και θα  πραγματωθεί επιτέλους ένα πάγιο –και ορθό– αίτημα του αυτοδιοικητικού κινήματος, που συνοψίζεται στην φράση: «αποκέντρωση με αυτοδιοίκηση». 

Ειδικότερα:


Β. Είναι προφανές ότι οι αποκεντρωμένες διοικήσεις εδώ και πολλά χρόνια δίνουν καταδικασμένες μάχες οπισθοφυλακής, πασχίζοντας διαρκώς, πλην ματαίως, να πείσουν για τον λόγο ύπαρξής τους. Το μόνο που κάνουν, στην πραγματικότητα, είναι να διαδραματίζουν έναν ρόλο τοποτηρητή της Κεντρικής Διοίκησης απέναντι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, προς όφελος, σε τελευταία ανάλυση,  του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος . 


Ως εκ τούτου, δεν έχει κανένα νόημα να εξακολουθήσουν να επιβάλλονται από το Σύνταγμα ξεχωριστές διοικητικές και αυτοδιοικητικές περιφέρειες, διότι οι δεύτερες –μαζί με τους αναβαθμισμένους δήμους που λειτουργούν στην επικράτειά τους– έχουν πλέον καταξιωθεί, ούτως ή άλλως, στην πράξη σαν η μοναδική έκφραση της αποκεντρωμένης διοίκησης. 

Από το σύνολο των αρμοδιοτήτων που έχουν απομείνει στην αποκεντρωμένη διοίκηση, η συντριπτική πλειονότητα μπορεί να περάσει χωρίς πρόβλημα στους ΟΤΑ πρώτου και –ιδίως– δεύτερου βαθμού. 


Όσο δε για τον «συντονιστικό» ρόλο των επικεφαλής τους, ως προς τις εν γένει δημόσιες υπηρεσίες και τα κρατικά νομικά πρόσωπα (δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου), αυτός μπορεί να ανατεθεί ευχερώς και χωρίς κανένα πρόβλημα στον αιρετό περιφερειάρχη, ο οποίος, πέρα από το αναγκαίο κύρος, διαθέτει και άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση (κατ’επέκτασιν δε και μεγαλύτερη υποχρέωση λογοδοσίας σε τοπικό επίπεδο). 

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες αρμοδιότητες που δεν μπορούν να υπαχθούν, εν όλω ή εν μέρει, στους ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού. Ωστόσο και ως προς αυτές υπάρχουν πρόσφορες θεσμικές λύσεις:


α. Το πρώτο ζήτημα που θέλει ιδιαίτερη αντιμετώπιση είναι η άσκηση της εποπτείας στους Οργανισμούς Τοπικής 


Αυτοδιοίκησης, η οποία προφανώς δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί στους ίδιους. Ωστόσο, η αρμοδιότητα αυτή ασκούνταν έως τώρα από τις αποκεντρωμένες Διοικήσεις με την δύναμη της αδράνειας, καθώς νομοθετικά είχε ήδη αφαιρεθεί  από αυτές από το «πρόγραμμα Καλλικράτης» (και ορθώς, βέβαια, διότι αυτές είναι ευεπίφορες σε φατριαστική άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας, λόγω του ότι ο ομφάλιος λώρος με τα υπουργεία εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός). 

Ως εκ τούτου είναι ζήτημα χρόνου πλέον να αναλάβει το έργο αυτό η Αυτοτελής Υπηρεσία Εποπτείας Ο.Τ.Α., όπως αναοριοθετήθηκε ως προς την οργάνωση και λειτουργία της από το πρόγραμμα «Κλεισθένης Ι» .


β. Το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει αφορά τις αρμοδιότητες κάποιων δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών νομικών προσώπων (δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου), που από τη φύση τους δεν είναι δυνατόν να ανατεθούν στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης διότι προϋποθέτουν –στο σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος τους– μια ειδική και έντονη ιεραρχική σχέση με τα υπουργεία στα οποία υπάγονται (πχ Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Παιδείας, Δημόσιας Τάξης κ.α.τ.). Ωστόσο, και στο ζήτημα αυτό μπορούν να αναζητηθούν πρόσφορες λύσεις, με την καθιέρωση –ή την διατήρηση, όπου ήδη ισχύουν– μορφών κάθετης αποκέντρωσης, κατά υπουργείο. 


Αυτό βέβαια δεν αποκλείει ούτε την προσφυγή στον υποστηρικτικό ρόλο των ΟΤΑ ούτε την ενεργοποίηση του (επιβαλλόμενου γενικώς) συντονιστικού ρόλου του αιρετού περιφερειάρχη, όπου βεβαίως αυτό είναι απολύτως αναγκαίο (για παράδειγμα, είναι άλλο η επί της ουσίας εφαρμογή και εξειδίκευση της εκπαιδευτικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο, που πρέπει κατ’αρχήν –και με βάση τα σημερινά εγχώρια δεδομένα– να ανατίθεται σε θεσμούς κάθετης αποκέντρωσης και άλλο η κατασκευή ή εξεύρεση ή συντήρηση των κατάλληλων κτιριακών υποδομών, στην οποία δεν μπορεί παρά να εμπλέκεται, τόσο σε επίπεδο άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων όσο και σε επίπεδο συντονισμού, η Τοπική Αυτοδιοίκηση).   

γ. Υπάρχει βέβαια και ένα τρίτο ζήτημα, το οποίο κρίνεται σκόπιμο να αναδειχθεί για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, ως προς το εύρος της θεσμικής ολοκλήρωσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όταν αναφερόμαστε στην συνταγματική ταύτιση αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης, πρέπει να τονισθεί ότι περιοριζόμαστε μόνο στην έννοια της κατά τόπον αποκέντρωσης. 


Πέρα όμως από αυτήν, υπάρχει και η καθ’ ύλην αποκέντρωση, η οποία βέβαια δεν εντάσσεται στον εν λόγω συνταγματικό προβληματισμό διότι δεν συνδέεται παρά μόνον έμμεσα και παρεμπιπτόντως με την Τοπική Αυτοδιοίκηση (αυτό συμβαίνει, ιδίως στο μέτρο που κάποιες μορφές της –υπηρεσίες ή οργανισμοί ή νομικά πρόσωπα– εγκαθίστανται εκτός της πρωτεύουσας, οπότε ισχύουν όσα λέχθηκαν προηγουμένως, για την ενδεχόμενη μερική εμπλοκή και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είτε σε επίπεδο επικουρικών αρμοδιοτήτων είτε σε επίπεδο συντονισμού από τον αιρετό περιφερειάρχη).    

Γ. Με βάση τα ανωτέρω, η θεσμική ολοκλήρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εντάσσεται σε μια ριζικά διαφορετική, πλέον, αρχιτεκτονική του διοικητικού μας συστήματος. Από την μια η κεντρική διοίκηση και από την άλλη η αποκέντρωση, υπό τρεις πλέον εκδοχές: την καθ’ύλην αποκέντρωση, την κάθετη αποκέντρωση των υπουργείων και την κατά τόπον αποκέντρωση, που θα ταυτίζεται αποκλειστικά με την Τοπική Αυτοδιοίκηση .
 

Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση μετατρέπεται σε ισότιμη συνιστώσα του Διοικητικού μας Συστήματος, κομίζοντας σε αυτό τα βασικά και αναντικατάστατα στοιχεία της θεσμικής ιδιοσυστασίας της: την εγγύτητα προς τους πολίτες και την άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση . Θα μπορούσε ίσως να παρατηρηθεί, στο σημείο αυτό, ότι τα στοιχεία αυτά υπήρχαν ούτως ή άλλως. Αυτό όμως ναι μεν είναι αλήθεια, πλην όμως παραβλέπει μια κρίσιμη ποιοτική διαφορά: την πλήρη και έμπρακτη επικράτηση, μέσω αυτών, μιας δημοκρατικής και συμμετοχικής  λογικής στο σύνολο πλέον της οργάνωσης και λειτουργίας των τοπικά αποκεντρωμένων θεσμών του κράτους .  

Περαιτέρω, ένας τέτοιος αναπροσδιορισμός της έννοιας του διοικητικού συστήματος, που θα συνυπολογίζει πλέον σε άλλη βάση τις δυνατότητες, τις ιδιαιτερότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,  συνεπάγεται, ταυτόχρονα, και μια ριζική  αναδιάταξη αρμοδιοτήτων:


Εν πρώτοις, επιβάλλεται πλέον επιτακτικά η κεντρική διοίκηση να περιορισθεί στις καθαρά επιτελικές αρμοδιότητες, που αντιστοιχούν στην αναγκαία μετάβαση προς ένα κεντρικό «κράτος στρατηγείο» (σχεδιασμός των δημόσιων πολιτικών, παρακολούθηση της εφαρμογής τους και έλεγχος, με την αναγκαία βέβαια διοικητική, οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη) .


Κατά δεύτερον, οι πλεονάζουσες αρμοδιότητες (ιδίως εκτελεστικές) –μαζί με το αντίστοιχο προσωπικό – πρέπει να κατανεμηθούν πλέον στις προαναφερθείσες μορφές αποκεντρωμένης (καθ’ ύλην ή κατά τόπον) Διοίκησης. Αυτό βέβαια θα γίνει βάσει συγκεκριμένων πρόσφορων κριτηρίων  που θα καταδείξουν, ειδικότερα, ποιες από αυτές θα μεταφερθούν στην κατά τόπον αποκεντρωμένη Διοίκηση, η οποία θα ταυτίζεται πλέον, βάσει των προαναφερθέντων, με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Άρα το πρόβλημα της μεταφοράς αρμοδιοτήτων «προς τα κάτω» θα είναι έτσι πολύ ευχερέστερα επιλύσιμο, δεδομένου ότι άπαξ και αποφασισθεί ότι θα πρυτανεύσει το τοπικό κριτήριο, ως προς το είδος της αποκέντρωσης που θα επιλεγεί, δεν θα ανακύπτουν ούτε τα διλήμματα ούτε οι διαμάχες του παρελθόντος , μεταξύ της κατά τόπον αποκεντρωμένης Διοίκησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
 

Δ. Το μόνο ζήτημα, που ενδεχομένως θα παραμείνει προς επίλυση, θα είναι η κατανομή αρμοδιοτήτων της κατά τόπον αποκέντρωσης αφ’ενός μεν μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού –για την οποία, πάντως, τα βασικά κριτήρια έχουν ήδη εν πολλοίς επιλεγεί και εφαρμοσθεί– αφ’ετέρου δε μεταξύ αυτών και των  μητροπολιτικών αυτοδιοικητικών θεσμών που υφίστανται ή που ενδέχεται να καθιερωθούν. 

Για την δεύτερη αυτή κατανομή, που εν τέλει θα είναι και η μόνη που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα,  δεν κρίνεται συνετό να υπάρχει συνταγματική δέσμευση ως προς την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης επιλογής. Αντίθετα, πρέπει να καταστεί σαφέστερο, μέσα από «ανοιχτές» διατυπώσεις», ότι  τέτοιοι θεσμοί Μητροπολιτικής Αυτοδιοίκησης θα μπορούν να λειτουργούν είτε στο πλαίσιο ενός από τους δύο προβλεπόμενους βαθμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (όπως συμβαίνει σήμερα με την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση) είτε εκτός αυτών. Στην δεύτερη περίπτωση θα πρέπει και πάλι ο νομοθέτης να μπορεί να επιλέξει –ανατρέχοντας και στις πλούσιες σχετικές θεσμικές εμπειρίες στον ευρωπαϊκό χώρο – αν θα αξιοποιήσει τους ήδη προβλεπόμενους στο Σύνταγμα «Συνδέσμους Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης που διοικούνται από αιρετά όργανα» (άρθρο 102 παρ. 1) ή θα κινηθεί στην λογική μιας νέας ενδιάμεσης και σύνθετης μορφής Μητροπολιτικής Αυτοδιοίκησης, που θα θεσμοθετηθεί εξ υπαρχής, πέραν των προβλεπόμενων δύο βαθμών (και άρα, κατ’εξαίρεσιν, χωρίς δέσμευση από την εν λόγω διάκριση αλλά και με δυνατότητα να ασκεί αρμοδιότητες που τώρα ανήκουν στην κεντρική διοίκηση ή σε φορείς της καθ’ύλην αποκέντρωσης). 

Επίσης το Σύνταγμα θα αφήνει ανοιχτό να καθιερωθούν μορφές Μητροπολιτικής Αυτοδιοίκησης όχι μόνον σε μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα αλλά και σε περιοχές με έντονες τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως οι νησιωτικές και οι ορεινές περιοχές, για τις οποίες άλλωστε ήδη προβλέπεται συνταγματικά, με βάση την τελευταία αναθεώρηση του 2008 (άρθρο 101 παρ.4), ειδική μέριμνα.

2.    Αλλαγή παραδείγματος ως προς την ανάθεση κανονιστικών αρμοδιοτήτων 


Οι τροποποιήσεις που προαναφέρθηκαν, αποτελούν αναμφίβολα μια σημαντική τομή ως προς την συνταγματική αντιμετώπιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για να επισφραγισθεί όμως μια τέτοια τομή, κρίνεται απαραίτητη και μια επιπλέον συνταγματική τροποποίηση, η οποία  αποτελεί αφ’ενός μεν αυτονόητη προέκταση των προαναφερθεισών αφ’ετέρου δε απαραίτητη προϋπόθεση για ολοκλήρωση της θεσμικής αναβάθμισης της Τοπικής 


Αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα: 

Α. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που ανέκυψαν στην πράξη, υπό το Σύνταγμα του 1975, ως προς την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η άρνηση των θεσμών του βαθέος κράτους –πρωτοστατούντος, ιδίως από ένα σημείο και μετά, του Συμβουλίου Επικρατείας– να αναγνωρίσουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ισότιμο ρόλο, σε σχέση με τα όργανα της Κεντρικής ή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ως προς την έκδοση κανονιστικών πράξεων βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης. 


Πράγματι το Συμβούλιο Επικρατείας, στο πλαίσιο της άσκησης είτε των διοικητικών αρμοδιοτήτων του (γνωμοδοτήσεις του Ε΄ Τμήματος) είτε ως δικαστικός σχηματισμός έκρινε επανειλημμένα αντισυνταγματικές κάποιες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση, για την έκδοση συγκεκριμένων κανονιστικών πράξεων (ιδίως σε ζητήματα χωροταξίας και πολεοδομίας αλλά όχι μόνον), με το έωλο ερμηνευτικά επιχείρημα ότι αυτές πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά και μόνον σε όργανα του –στενά ερμηνευόμενου– «κράτους»  .
 

Β. Για την αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος θα μπορούσε να πει κανείς ότι αρκεί η ανωτέρω προταθείσα  συνταγματική αναγόρευση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε αποκλειστικό φορέα της κατά τόπον αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη προσέγγιση δείχνει ότι αυτό δεν αρκεί. Και τούτο διότι θα μπορούσε και πάλι,  ακόμη και μετά από μια τέτοια συνταγματική τροποποίηση, να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα μιας νομοθετικής εξουσιοδότησης προς την Τοπική Αυτοδιοίκησης, με το επιχείρημα ότι απαιτείται προεδρικό διάταγμα (όπως προβλέπει το άρθρο 43 παρ. 1, εδ. α του Συντάγματος), διότι η έκδοση των κανονιστικών πράξεων που περιλαμβάνονται στην συγκεκριμένη νομοθετική εξουσιοδότηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 43 παρ. 1, β Συντάγματος («Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό»). 

Αυτό άλλωστε έγινε και μετά την αναθεώρηση του 2001, παρότι στο άρθρο 102 προστέθηκε ειδική διάταξη, σύμφωνα με την οποία: «Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του κράτους» (άρθρο 102 παρ. εδ. β΄). Το Συμβούλιο Επικρατείας όχι μόνον δεν άλλαξε αλλά αντίθετα σκλήρυνε την παραδοσιακή –παρά τις κάποιες, κατά καιρούς, αμφιταλαντεύσεις– στάση του και με τις  αποφάσεις 3661-3/2005 έκρινε ότι: «η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακος, και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα… αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα»  . 

Γ. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί με ρητή και κατηγορηματική συνταγματική διατύπωση, η οποία, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας , δεν θα αφήνει κανένα περιθώριο, σε κανέναν όργανο της νομοθετικής, της εκτελεστικής και –ιδίως– της δικαστικής εξουσίας, να προβάλλει συνταγματικά εμπόδια για την ανάθεση, βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, της αρμοδιότητας για την έκδοση κανονιστικών πράξεων σε όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας ή/και μητροπολιτικής). Η διατύπωση δε αυτή θα ήταν προτιμότερο να ενταχθεί, ως τροποποίηση, όχι στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, που ρυθμίζει γενικά τα της κανονιστικής δράσης της Διοίκησης, αλλά σε νέα διάταξη (είτε του άρθρου 101 είτε του άρθρου  102, η οποία θα προβλέπει ρητά εξαίρεση των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων που παρέχονται προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση, για την έκδοση κανονιστικών πράξεων, από τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 43 παρ. 2, εδ. β του Συντάγματος.  


3.    Πολιτική αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο πεδίο της νομοπαραγωγικής διαδικασίας


Χρήσιμο συνταγματικό συμπλήρωμα της θεσμικής ολοκλήρωσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα ήταν αναμφισβήτητα και η ενίσχυση του πολιτικού ρόλου της, που θα μπορούσε να εκφρασθεί, ιδίως, με μια ενεργότερη και ουσιαστικότερη συμμετοχή της στο πλαίσιο της νομοπαραγωγικής διαδικασίας. 


Ειδικότερα: 

Α. Η πρώτη και σημαντικότερη συνταγματική τροποποίηση, προς αυτήν την κατεύθυνση, θα ήταν να προβλεφθεί ρητά η δυνατότητα των θεσμικών φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης   να αναλαμβάνουν νομοθετική πρωτοβουλία για οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με την δομή, την λειτουργία και τις αρμοδιότητές της. Στο σημείο αυτό βέβαια απαιτούνται ορισμένες αποσαφηνίσεις:
 

α. Κατ’αρχάς, όταν αναφερόμαστε στους θεσμικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εννοούμε, με τα σημερινά δεδομένα, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ, οι οποίες βέβαια θα μπορούσαν, για την άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας, να προσφεύγουν στους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς που δραστηριοποιούνται σήμερα στον χώρο της Αυτοδιοίκησης (πχ ΕΕΤΑΑ, Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης κ.α.τ.). 

Τίποτε όμως δεν αποκλείει, στο μέλλον, να προκύψει και ένας ενιαίος θεσμός εκπροσώπησης (πχ μια Εθνική Επιτροπή ή ένα Εθνικό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης),  που θα συνθέσει ισότιμα τους δύο χώρους και θα αναλάβει, με την αξιοποίηση αντίστοιχων πλέον επιστημονικών και ερευνητικών θεσμών, μια κοινή αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων που άπτονται μιας τέτοιας νομοθετικής πρωτοβουλίας . 


β. Όσο δε αφορά την ουσία της σχετικής πρότασης, μια τέτοια συνταγματικά προβλεπόμενη νομοθετική πρωτοβουλία έχει ισχυρή δικαιολογητική βάση, για δύο λόγους: 


Ο πρώτος είναι το ότι εντάσσεται σε έναν ευρύτερο διάλογο που διεξάγεται σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο, με επίκεντρο την ενεργοποίηση πρωτοβουλιών από τα κάτω, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η πολιτική απάθεια των πολιτών απέναντι στα κοινά και γενικότερα να ενεργοποιηθούν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. 


Οι πρωτοβουλίες αυτές μπορούν, ειδικότερα, να έχουν είτε την μορφή της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, που προϋποθέτει συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών (όπως ισχύει ήδη σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες , αλλά και στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, με τη διάταξη Ι -140), είτε της πρωτοβουλίας από συγκεκριμένους δημοκρατικά νομιμοποιημένους φορείς, όπως είναι κατ’εξοχήν ο χώρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
 

Ο δεύτερος λόγος, για την θεμελίωση μιας τέτοιας τροποποίησης, έχει σχέση με την παράδοση που έχει ούτως ή άλλως δημιουργηθεί στην χώρα μας, έστω και άτυπα, ως προς την έως τώρα συμβολή των θεσμικών φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ανάληψη σχετικών με αυτήν νομοθετικών πρωτοβουλιών. Πράγματι, είναι κοινό μυστικό ότι η αφετηρία για όλες σχεδόν τις μείζονες θεσμικές αλλαγές που έγιναν κατά καιρούς, τόσο στο πεδίο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο, σε μεγάλο βαθμό, και στο πεδίο της κεντρικής και αποκεντρωμένης διοίκησης, βρέθηκαν ερευνητικές επεξεργασίες και πολιτικές προτάσεις που συνεισέφεραν οι θεσμικοί φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 

Είναι λοιπόν, και εξ αυτού του λόγου, απαράδεκτο το να μην αναγνωρίζεται και επίσημα, στους θεσμικούς αυτούς φορείς, ο ρόλος του έγκυρου, αξιόπιστου και εν τέλει ισότιμου συνομιλητή, στο πλαίσιο της σχετικής με θέματα Αυτοδιοίκησης νομοπαραγωγικής διαδικασίας.
 

γ. Με βάση λοιπόν τα προεκτεθέντα, θεωρούμε ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια γενναία συνταγματική τροποποίηση, που θα προβλέπει ρητά το δικαίωμα άσκησης νομοθετικής πρωτοβουλίας από τους θεσμικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προκειμένου να μπορούν να διαμορφώσουν πρόσφορες προτάσεις νομοθετικής πολιτικής για όλα τα θέματα που την αφορούν (ή και να υιοθετήσουν τέτοιες προτάσεις,  αν προβλεφθεί παράλληλα, όπως επιβάλλεται κατά την άποψή μου, και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία). 

Το ότι θα μπορούν να υποβάλλουν τέτοιες προτάσεις δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η νομοθετική εξουσία θα είναι υποχρεωμένη να τις υιοθετεί. Ωστόσο θα δεσμεύεται, με βάση την συγκεκριμένη νομοθετική διαδικασία που θα επιβάλει μια τέτοια συνταγματική τροποποίηση, πρώτον να τις συζητεί –τόσο στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή όσο και στην Ολομέλεια– όσο και να αποφαίνεται συγκεκριμένα επ’αυτών (με αποδοχή ή απόρριψη), ανεξαρτήτως της στάσης που θα έχουν τηρήσει οι επί μέρους κοινοβουλευτικές ομάδες. 

Β. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ανεξαρτήτως της υιοθέτησης της ως άνω πρότασης, θεωρούμε απαραίτητο η πολιτική αναβάθμιση των θεσμικών φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να αποτυπωθεί στην συνταγματική αναθεώρηση τουλάχιστον με την καθιέρωση μιας ειδικής διαδικασίας διαβούλευσης, στο πλαίσιο της νομοθετικής λειτουργίας των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών της Βουλής. 


Στην διαδικασία αυτήν, ειδικότερα,  προτείνεται να μετέχουν δικαιωματικά οι θεσμικοί εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προκειμένου να εκφράσουν την γνώμη τους για κάθε σχετικό με αυτήν νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου. Και ναι μεν η γνώμη αυτή δεν θα απαιτείται να είναι και σύμφωνη, ούτε ως προς την εκκίνηση και την πορεία αυτής της διαδικασίας ούτε ως προς την ψήφιση των προτεινόμενων ρυθμίσεων , πλην όμως η διατύπωσή της θα αποτελεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, δικαίωμα, η παραβίαση του οποίου θα επισύρει, ως κύρωση, την αδυναμία να ολοκληρωθεί η ψήφιση στην Ολομέλεια. 

4.    Αναρρύθμιση του εκλογικού συστήματος και των πολιτικών δικαιωμάτων στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Πέρα από την ενεργότερη συμμετοχή στην νομοπαραγωγική διαδικασία, η  πολιτική αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συνδέεται και με ένα άλλο πεδίο, στο οποίο κρίνεται επιβεβλημένο να κινηθεί η συνταγματική αναθεώρηση. Πρόκειται για το πεδίο του εκλογικού δικαίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με ιδιαίτερη έμφαση πρώτον στην προσθήκη μιας ανάλογης με τις βουλευτικές εκλογές εγγύησης ως προς την αλλαγή του εκλογικού της συστήματος και δεύτερον στην αναρρύθμιση ορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων (εκλέγειν και εκλέγεσθαι), που συνδέονται, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τον χώρο της. Ειδικότερα:
 

Α. Η αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό του κατάλληλου εκλογικού συστήματος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση ανήκει  κατ’αρχήν στον κοινό νομοθέτη. Ως εκ τούτου, οι σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις πρέπει να είναι «ανοιχτές», δηλαδή να του αφήνουν όλα τα απαραίτητα περιθώρια, προκειμένου να καθορίζει, με ευρεία άσκηση διακριτικής ευχέρειας, τις επί μέρους παραμέτρους του εκλογικού συστήματος που κρίνεται κάθε φορά πρόσφορο . 

Όλα αυτά, πάντως, υπό την απαρέγκλιτη προϋπόθεση ότι οι επιλογές του κοινού νομοθέτη θα κινούνται αυστηρά στο πλαίσιο που θέτει το άρθρο 52 του Συντάγματος, ως προς την «ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση του εκλογικού φρονήματος», αλλά και δεν θα παραβιάζουν τις βασικές συνταγματικές αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία, στις οποίες βέβαια συμπεριλαμβάνεται και η αρχή της ισότητας/ισοδυναμίας της ψήφου. 

Ωστόσο, είναι γνωστό ότι και στο πεδίο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως και στο πεδίο των βουλευτικών εκλογών, οι εκάστοτε κυβερνήσεις είναι επιρρεπείς σε μεθοδευμένες αλλαγές του εκλογικού συστήματος,  με μικροπολιτικά κριτήρια και συχνά με παραβίαση και συνταγματικών αρχών (με αποκορύφωμα τον –αντισυνταγματικό κατα την γνώμη μας – νόμο που καθιέρωνε το 42%). 


Για τον λόγο αυτόν νομίζουμε είναι επιβεβλημένο να καθιερωθεί και για τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης η συνταγματική εγγύηση που υιοθετήθηκε ορθά από τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 2001 (άρθρο 54 παρ. 1), προκειμένου να αποτραπούν παρεμφερείς  –και ακόμη πιο καταχρηστικές– πρακτικές για τις βουλευτικές εκλογές. Με άλλα λόγια προτείνεται μια ανάλογη συνταγματική τροποποίηση, που θα προβλέπει ότι για να ισχύσει μια νομοθετική αλλαγή του εκλογικού συστήματος από τις επόμενες εκλογές θα πρέπει να ψηφισθεί τουλάχιστον από τα 2/3 των βουλευτών (δηλ. 200).

Β. Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα του εκλογικού δικαίου, που πρέπει να αντιμετωπισθεί με συνταγματική αναθεώρηση, αφορά την εκλογιμότητα των αιρετών της αυτοδιοίκησης στις βουλευτικές εκλογές  και ειδικότερα το απόλυτο κώλυμα εκλογιμότητας που έχει καθιερωθεί, με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, για τα ανώτατα  μονοπρόσωπα αιρετά όργανα της περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Το κώλυμα αυτό  αφορά πλέον  μόνο τους περιφερειάρχες, δεδομένου ότι οι  αντιπεριφερειάρχες περιφερειακών ενοτήτων έχουν  καταργηθεί με το πρόγραμμα «Κλεισθένης Ι» (Άρθρο 51 του ν. 4555/2018 που αντικατέστησε το άρθρο 120 του ν. 3852/2010). 


Πρόκειται για την πλέον κραυγαλέα περίπτωση ατυχούς σχετικής ρύθμισης,  διότι εισάγει έναν υπέρμετρο πράγματι περιορισμό, δεδομένου ότι το κώλυμα αυτό αφ’ενός δεν αίρεται ούτε με παραίτηση και αφ’ετέρου στερείται παντελώς δικαιολογητικής βάσης, καθώς βοά ότι υπαγορεύθηκε από ιδιοτελείς πολιτικές σκοπιμότητες. Διότι αν η στόχευση ήταν η αποτροπή εκλογικών επηρεασμών και όχι ο συνολικός –και οιονεί «συντεχνιακός»– αποκλεισμός επίφοβων για τους βουλευτές υποψηφιοτήτων, θα έπρεπε και στην περίπτωση αυτή να επιλεγεί:  είτε το κώλυμα του άρθρου 56 παρ. 1, που ισχύει για τους δημάρχους (που αίρεται με παραίτηση πριν από την ανακήρυξη των υποψηφιοτήτων), είτε, έστω,  το κώλυμα του άρθρου 56 παρ. 3 (που αίρεται με παραίτηση, 18 μήνες πριν από την λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου). 


Αν εξετάσει κανείς επιφανειακά την θέση των περιφερειαρχών, σε σχέση με τους δημάρχους, θα μπορούσε να προκρίνει το αυστηρότερο κώλυμα του άρθρου 56 παρ. 3 (δεκαοκτάμηνο), με το επιχείρημα ότι, λόγω της υπέρτερης ισχύος τους, μια απλή παραίτηση, πριν από την ανακήρυξη των υποψηφίων, δεν αρκεί για να αποτρέψει τον επηρεασμό του εκλογικού φρονήματος. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, για δύο λόγους:


Πρώτον, διότι ένας περιφερειάρχης δεν είναι πάντοτε ισχυρότερος από έναν δήμαρχο. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι αρκετοί δήμοι (και ιδίως της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Περιστερίου) έχουν αριθμό εκλογέων που ξεπερνά αυτόν των περισσότερων περιφερειών, ενώ και αρκετοί άλλοι δήμοι (πχ Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου) έχουν αριθμό εκλογέων μεγαλύτερο από αυτόν των μικρότερων περιφερειών (πχ Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Δυτικής Μακεδονίας). 


Δεύτερον, διότι είναι προσχηματικό –και σε κάθε περίπτωση  υπερβολικό– αν σκεφθεί κανείς την αντίστοιχη επιρροή που μπορούν να ασκήσουν οι βουλευτές,  πολλώ δε μάλλον οι υπουργοί. 


Εν προκειμένω λοιπόν απαιτείται μια προσεκτική στάθμιση, με δεδομένο μάλιστα ότι και οι περιφερειάρχες, όπως και όλοι οι εν γένει αιρετοί, ναι μεν διαθέτουν δύναμη επηρεασμού, που μπορεί να αξιοποιηθεί καταχρηστικά, παράλληλα όμως υπόκεινται και σε κριτική για τα πεπραγμένα τους, η οποία μπορεί να είναι είτε θετική είτε αρνητική. Και η στάθμιση αυτή οδηγεί, εν τέλει, στο συμπέρασμα ότι το προτιμότερο για τους περιφερειάρχες, ακόμη και στην προοπτική της προτεινόμενης συνολικής κατάργησης των αποκεντρωμένων διοικήσεων, είναι η εξομοίωση της εκλογιμότητάς τους με αυτήν των δημάρχων. 


Αυτό σημαίνει ότι πρέπει και αυτοί να υπαχθούν, μαζί με όλα τα άλλα «ανώτατα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης», στο σχετικό κώλυμα εκλογιμότητας του άρθρου 56 παρ. 1 του Συντάγματος, που αίρεται με παραίτηση πριν από την ανακήρυξη των υποψηφίων. 

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ένα βασικό κριτήριο του αναθεωρητικού νομοθέτη, ως προς την συγκεκριμένη ρύθμιση της εκλογιμότητας των περιφερειαρχών, πρέπει να είναι η ενθάρρυνση, αντί του αποκλεισμού, των κορυφαίων αυτών αυτοδιοικητικών στελεχών –τα οποία διαθέτουν αναμφισβήτητα πλούσιες πολιτικές και διοικητικές εμπειρίες– προκειμένου να συμμετέχουν και στις βουλευτικές εκλογές, συμβάλλοντας στον εμπλουτισμό και την αναγκαία ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της κεντρικής πολιτικής σκηνής.

Γ. Ένα τελευταίο αλλά επίσης σημαντικό ζήτημα, που εντάσσεται στο πεδίο του εκλογικού δικαίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η αναγκαία κατά την άποψή μου επέκταση, μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης, των πολιτικών δικαιωμάτων και στους αλλοδαπούς που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, εφ’όσον βέβαια πληρούν κάποιες προϋποθέσεις που θα θέσει ο νόμος. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι να απονεμηθούν σε όλους τους αλλοδαπούς που ζουν και εργάζονται (επί μακρόν) στην Ελλάδα, ασχέτως ιθαγένειας, τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται, βάσει των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, για τους πολίτες των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την συμμετοχή τους στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όπως είναι γνωστό, το 2010 υπήρξε σχετική νομοθετική ρύθμιση του θέματος (άρθρα 14-21 του ν. 3838/2010), η οποία όμως κρίθηκε –ατυχώς– αντισυνταγματική από το Συμβούλιο Επικρατείας (ΟλΣτΕ 460/2013). 


Ως εκ τούτου, το μόνο που απομένει, κατά την άποψή μας, για να μην καταλειφθεί πλέον κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, είναι να ψηφισθεί από τον αναθεωρητικό νομοθέτη μια σχετική συνταγματική εξουσιοδότηση , που θα επιτρέψει ρητά στον  κοινό νομοθέτη, με κριτήρια, όρους και προϋποθέσεις που θα επιλέξει ο ίδιος, να απονείμει και στους υπόλοιπους αλλοδαπούς, πλην των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πολιτικά δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών. 

Θεωρούμε ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει πλέον για μια τέτοια τομή στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων, όχι μόνον γιατί θα αναδείξει τον πρωτοποριακό ρόλο της αυτοδιοίκησης ως προς την αντιστοίχηση των δημοκρατικών μας θεσμών με τα πρότυπα της σύγχρονης ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας αλλά και γιατί θα σηματοδοτήσει μια ουσιαστικότερη και ρεαλιστικότερη εν τέλει προσέγγιση του πολιτικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 


Πράγματι, είναι απολύτως εύλογο, σε μια κοινωνία η οποία είναι τόσο ανοιχτή πλέον στο μεταναστευτικό φαινόμενο, να επιλέγει μια συνταγματική πολιτική που θα οδηγεί στην ουσιαστική και βιωματική ενσωμάτωση των αλλοδαπών στις δημοκρατικές της διαδικασίες, μέσω συμμετοχικών θεσμών που τους εντάσσουν στην λογική του «συν-ανήκειν» και της «συν-αντιμετώπισης» των προβλημάτων μιας καθημερινότητας κοινής για όλους όσοι ζουν και εργάζονται στην χώρα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: