Φωτογραφία αρχείου. |
Γρηγόρης Ζαρωτιάδης
Επίκ.
Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΟΠΕ, ΑΠΘ
Αντιπρόεδρος
της ASECU -
Ένωση των Οικονομικών Πανεπιστημίων της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης και της
Παρευξείνιας Ζώνης
Η ενίσχυση
της εγχώριας παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, αποτελεί τη βάση της κάθε
συζήτησης περί κοινωνικής, οικονομικής ανάπτυξης, στην οποία οφείλουμε να ανταπεξέλθουμε
ως κοινωνία, ως κοινωνικοί εταίροι και ως πολιτικοί φορείς και συλλογικότητες.
Αγνοώντας αυτήν τη διάσταση και επικεντρώνοντας απλώς και μόνο σε μια συζήτηση
περί διανομής του εισοδήματος δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στις ιστορικές δυσκολίες
που αντιμετωπίζει η χώρα μας, ενώ την ίδια στιγμή ακυρώνουμε την ουσία της
σημαντικής αντιπαράθεσης για μια πιο δίκαιη, ισόνομη και ισόρροπη διανομή του παραγόμενου
πλούτου.
Το ερώτημα
της παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις και ενώ
αποτελεί την αναγκαία συνθήκη δεν είναι ικανή από μόνη της να διασφαλίσει την
πρόοδο. Ενέχει σημεία και αιχμές αντιπαράθεσης, σύγκρουσης κοινωνικών
συμφερόντων, ενώ από την άλλη έχει σημασία η διασφάλιση της οικονομικής, της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής
βιωσιμότητάς της.
Στην παρούσα
εισήγηση θα επικεντρωθούμε στην οικονομική βιωσιμότητα της παραγωγικής
ανασυγκρότησης, το οποίο σημαίνει την κατάκτηση μιας αναγνωρισμένης θέσης στον
αναπόφευκτο, συνεχώς βαθύνοντα διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η
ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό είναι
το ζητούμενο. Μια σύγχρονη πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης πρέπει να
αντιμετωπίσει ολιστικά το ζήτημα, χωρίς να εμμένει σε αναχρονιστικές
διαφοροποιήσεις μεταξύ εγχώριας και ξένων αγορών. Αφενός πρέπει να περάσουμε
από την παρελθούσα συζήτηση περί προστατευτικής πολιτικής, την οποία έχει
ακυρώσει το σύγχρονο καπιταλιστικό πλαίσιο, στην αναζήτηση μιας ολοκληρωμένης
στρατηγικής υποστήριξης της ελληνικής παραγωγής, της εξωστρέφειας και της θέσης
της στο διεθνή ανταγωνισμό. Αφετέρου οφείλουμε να ανακαλύψουμε (εκ νέου) τα
συγκριτικά πλεονεκτήματα της κοινωνίας και της χώρας μας, τα σχετικά με τους
επιμέρους κλάδους, αλλά και τα οριζόντια που διαπερνούν και χαρακτηρίζουν όλη
τη ντόπια παραγωγή.
Προτού
περάσουμε όμως στην παράθεση συγκεκριμένων προτάσεων στην κατεύθυνση που
προσδιορίσαμε, είναι χρήσιμο να αναδείξουμε μια σειρά από μύθους ή ξεπερασμένες
«αλήθειες» που δεν έχουν πλέον θέση στο σύγχρονο πλαίσιο:
-
Ο διεθνής ανταγωνισμός δεν εκτυλίσσεται πλέον
πρωτίστως σε επίπεδο κόστους, με εξαίρεση ίσως κάποιους κλάδους που διατηρούν
στοιχεία παραδοσιακής μορφής και μια σχετική ομοιογένεια των παρεχόμενων
προϊόντων και υπηρεσιών. Τουναντίον αυτό που έχει σημασία είναι η ποιοτική
διαφοροποίηση, η εξειδίκευση και η δυνατότητα της προσαρμογής σε ιδιαίτερες
ανάγκες και απαιτήσεις.
-
Ακόμη όμως και στο βαθμό που ο κοστολογικός
ανταγωνισμός διατηρεί τη σημασία του, το επιχείρημα περί «ανταγωνιστικών
μισθών» είναι λαθεμένο. Ο λόγος είναι ότι αφενός λόγω της συνεχώς και ταχέως
αναπτυσσόμενης τεχνολογίας εκείνο που έχει πραγματικά σημασία είναι οι
οικονομίες κλίμακες και όχι (τόσο) οι φθηνότεροι μισθοί. Αφετέρου, μια εμμονή
στη μείωση του μισθολογικού κόστους, η οποία για να είμαστε ειλικρινείς
υποκρύπτει απλώς την μακραίωνη αντιπαράθεση για μοιρασιά της παραγόμενης
υπεραξίας μεταξύ της (μεγάλης) εργοδοσίας και των εργαζομένων, έχει σοβαρές
αρνητικές επιπτώσεις, τις λεγόμενες μακροοικονομικές εξωτερικότητες: η επιθετική
πολιτική μείωσης του μισθολογικού κόστους οδηγεί σε εξαθλίωση της ντόπιας
ζήτησης, γεγονός που «τραβά το χαλί» κάτω από την εγχώρια παραγωγική ανάπτυξη.
Καμιά χώρα, καμιά κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ να αναβαθμίσει μόνιμα τη θέση της
στο διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο αν δεν διασφάλιζε μια εύρωστη εγχώρια αγορά.
-
Η εντεινόμενη πολυπλοκότητα της παραγωγικής
διεργασίας και η αντιμετώπιση νέων προκλήσεων που προκύπτουν από τις
ανισορροπίες και ανακολουθίες του εξελισσόμενου καπιταλισμού, απαιτεί τη
διεθνοποιημένη δραστηριοποίηση των παραγωγικών δομών: η αναγκαιότητα απόκτησης
ενδιάμεσων προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται εκτός των στενών κρατικών
ορίων και της γεωγραφικής εξάπλωσης στην προώθηση των τελικών προϊόντων, η
σύναψη στρατηγικών ή τακτικών συμφωνιών με παραγωγούς από άλλες περιοχές, η
διεθνοποίηση της τεχνολογικής εξέλιξης και της γνώσης καθιστούν το «κλείσιμο»
της εγχώριας αγοράς όχι μόνο ανέφικτο, αλλά και απευκταίο.
-
Βέβαια, την ίδια στιγμή οι νεοφιλελεύθερες
εμμονές περί «απελευθέρωσης των αγορών» είτε είναι δηλωτικές
αποπροσανατολιστικών και ανεδαφικών δογματισμών, είτε υποκρύπτουν την
εξυπηρέτηση του υπερσυσσωρευμένου, συγκεντροποιημένου κεφαλαίου στην προσπάθειά
του να επιβάλλει ολιγοπωλιακές δομές στη μικρή και μικρομεσαία παραγωγική δομή.
Είναι αλήθεια ότι η δυνατότητα αξιοποίησης της παραδοσιακής προστατευτικής
πολιτικής έχει περιοριστεί πολύ, όμως στη θέση της αναδεικνύεται μια ανανεωμένη
«φαρέτρα» νέων πολιτικών μέσων και εργαλείων για την ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας και της θέσης της ντόπιας παραγωγής.
-
Τέλος, η πολιτική ενίσχυσης της εγχώριας
παραγωγής οφείλει να ορθολογικευθεί και να απαλλαγεί από νοοτροπίες και
πρακτικές, οι οποίες δεν αρμόζουν στις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά ούτε και
έδωσαν αποτέλεσμα στο προηγούμενο διάστημα. Η ανάπτυξη μιας καταναλωτικής
συνείδησης που θα προτιμά τα ελληνικά προϊόντα, αν και χρήσιμη, μπορεί να έχει
μόνο συμπληρωματικό χαρακτήρα. Το να επικεντρώσουμε αποκλειστικά σε αυτήν είναι
αφενός λάθος, καθώς τότε θα παγιδευθεί κανείς στο αποπροσανατολιστικό ερώτημα
«πότε είναι ένα προϊόν ελληνικό»;
Αφετέρου είναι αναποτελεσματικό, αφού όσο σημαντική και αν είναι η υποστήριξη
του ελληνικού καταναλωτικού κοινού στην εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί σε καμιά
περίπτωση να αποτελέσει τη μοναδική και μακροπρόθεσμη βάση της παραγωγικής
ανάπτυξης της χώρας.
Η Ελλάδα
χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο, ολιστικό
σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα αναλογίζεται και θα αναδεικνύει τα
οριζόντια και τα κλαδικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, θα αντιμετωπίζει
συνολικά τη θέση της στο διεθνές πλαίσιο, μέσα και έξω από τα σύνορα, θα
διασφαλίζει την αυτάρκεια σε τομείς και κλάδους κλειδιά για την εθνική
ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία και θα προσδιορίζει τις σχέσεις εργασίας,
τον εκδημοκρατισμό της παραγωγής και την ανάπτυξη αυτών των παραγωγικών μεθόδων
που οδηγούν στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Αυτή η
πολιτική πρέπει να αναπτυχθεί σε τρεις επιμέρους κατευθύνσεις, προφανώς
αλληλοσυνδεόμενες μεταξύ τους:
Α. Σχέδιο
παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η χώρα συγκεντρώνει μια εκτεταμένη
ιστορικοπολιτισμική, κοινωνική, γεωμορφολογική, κλιματολογική πολυποικιλότητα, η
οποία μετουσιώνεται σε πολλές διαφορετικές παραγωγικές μεθόδους και
αποτελέσματα, συμπυκνωμένη σε μια μικρή γεωγραφική έκταση. Γεγονός που σημαίνει
ότι αφενός η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτύξει οικονομίες κλίμακας και μεγάλα
κοστολογικά οφέλη, όμως ακριβώς αυτό την οδηγεί στη δική της προοπτική μέσω της
ανάπτυξης μιας οικονομίας ποιότητας και υψηλής εξειδίκευσης. Την ίδια στιγμή
σημαίνει ότι η ανάγκη της διατήρησης και της ανάδειξης αυτής της
πολυποικιλότητας στη διεθνοποιημένη αγορά καθιστά ιδιαιτέρως σημαντικό το διεθνώς
πετυχημένο μοντέλο του συνεργατικού / συνεταιριστικού κινήματος. Βεβαίως, ότι
αναδεικνύει ως αναγκαιότητα ο χαρακτήρας της χώρας μας, δυσχεραίνεται από
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τόσο της κοινωνίας όσο και του ελληνικού
ταμπεραμέντου. Εδώ προκύπτει αν ανάγκη ενός συνδυασμού της προσπάθειας
παραγωγικής ανασυγκρότησης με τις επιμέρους διαστάσεις μιας ολοκληρωμένης
πολιτικής πρότασης, στον τομέα της παιδείας και της κοινωνικής μετεξέλιξης.
Β. Πέρα
από τους περιορισμούς των διεθνών και των ευρωπαϊκών συνθηκών, πιο πέρα από την
ξεπερασμένη, αμυντική, προστατευτική πολιτική, υπάρχουν εργαλεία και
δυνατότητες που μπορούν να αξιοποιηθούν συντονισμένα σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο
υποστήριξης της εγχώριας παραγωγής, απαραίτητο συμπλήρωμα της παραγωγικής
ανασυγκρότησης:
- πιστοποίηση, τυποποίηση, εξειδίκευση και η
ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας και της διακρικότητας της ελληνικής παραγωγής,
είτε ως τελικό είτε ως ενδιάμεσο προϊόν και υπηρεσία,
- στοχευμένη αξιοποίηση όλων των υφισταμένων
πολιτικών μέσων – διπλωματικό σώμα, ανταποδοτικές συμφωνίες, φορείς προώθησης
προϊόντων, παρεμβάσεις της αυτοδιοίκησης στην κατεύθυνση της ανάπτυξης εύστοχων
συνεργατικών και συνεταιριστικών πρωτοβουλιών.
Γ. Τέλος
η σύγχρονη πολιτική προσέγγιση οφείλει να συνυπολογίζει και να συνεργάζεται με
την κοινωνική, κινηματική δραστηριοποίηση. Ο ρόλος του συνδικαλιστικού
κινήματος, των οργανωμένων κοινωνικών εταίρων και των επιμελητηρίων, των
καταναλωτικών οργανώσεων και των πρωτοβουλιών αυτοοργάνωσης σε όλες τις φάσεις
του προϊοντικού κύκλου ζωής – παραγωγή, κατανάλωση, απόρριψη, ανακύκλωση –
είναι ξεχωριστός και μπορεί να εκτοξεύσει τις παραγωγικές δυνάμεις μιας κοινωνίας,
ιδιαιτέρως όταν συντονίζεται με μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη κεντρική και
τοπική πολιτική διοίκηση. Παραδείγματα προς αξιοποίηση υπάρχουν πολλά, τόσο
στην ελληνική πραγματικότητα όσο και στην διεθνή πρακτική.
Οι
στιγμές της δοκιμασίας των αντοχών της ελληνικής κοινωνίας δεν έχουν παρέλθει,
όπως επίσης και η κρίση του συστήματος διεθνώς. Είναι καιρός, ίσως και να
έχουμε αργήσει, να μεταλλάξουμε τον κίνδυνο σε ευκαιρία: η ατυχής σύμπτωση της
κορύφωσης της καπιταλιστικής ύφεσης με αυτήν των εσωτερικών
αναποτελεσματικοτήτων του παρασιτικά εξελισσόμενου εγχώριου καπιταλισμού ας
γίνει το σημείο εκκίνησης για να καταστεί η Ελλάδα πεδίο πιλοτικής εφαρμογής
ενός εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά ισόρροπης
ανάπτυξης.
__________________
Το παρόν κείμενο αποτελεί περίληψη της εισήγησης στο πλαίσιο της Εκδήλωσης «Αγοράζεις Ελληνικά;» που συνδιοργάνωσε
το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης
με τον Πολιτιστικό -Πνευματικό Σύλλογο
«Κοραής» στις 18/3/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου