ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα επειδή η Maicrosoft μας λογόκρινε και μπλόκαρε το μαιηλ gmosxos1@hotmaihl. com άνοιξε και ισχύει πλέον το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε .ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

«ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΛΕΙΔΙ» της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη

Ομφαλός της γης - "Η ζωή είναι σαν μια σκάλα: ένα άτομο... | Facebook
Εικόνα από αναζήτηση στο διαδίκτυο.

 

«Να! απόψε, κάτι με έπιασε… κι εκεί που το μυαλό πλοκάμια άπλωνε για να ψαρέψει τη λεία του,  γέμισα τα δίχτυα μου με χιλιάδες όνειρα» γράφει η πατρινή λογοτέχνις!


 Αχ, αυτό το μυαλό… ακόμη και στον ύπνο δεν ησυχάζει! Βολοδέρνει όλη την ώρα… Δεν έχει στάση, πουθενά.  Θα ‘θελα να ‘ξερα πού βρίσκει την όρεξη και ριζώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Έφτασε πια ο κόμπος  στο χτένι. Ποίος  ξέρει να ερμηνεύσει τα πολύχρωμα σχέδια στο υφάδι που υφαίνει από εικόνες του χθες, από άναρχα  σκίτσα του σήμερα, από σημεία και τέρατα του αύριο που χρόνια θεμελιώνονταν εντός του; Συνεχώς αναλώνεται προσπαθώντας να λύσει έναν άλυτο δεσμό. Κάποιες ώρες ασφυκτιεί. Άλλες  αεροβατεί. Άλλες  ανώμαλα  προσγειώνεται κι από τον όχλο ποδοπατιέται. Κραυγάζει. Φτύνει  αίμα πηχτό…

Λένε, πως σαν ψάχνεις τη μοίρα, αργά ή γρήγορα θα τη συναντήσεις ή θα σε συναντήσει αυτή. Κάποιοι ψάχνουν για ευκαιρίες, μα κάποιοι άλλοι την  αφορμή  για να την προσελκύσουν  ν’  αλλάξει την πορεία της και να ‘ρθει προς το μέρος τους. Είναι εκείνοι που δεν βλέπουν εμπόδια παρά μονάχα το κουτί της Πανδώρας ελευθερωμένο απ’ όλα τα κακά, που φυλάει καλά μέσα του μονάχα κλειδωμένη την ελπίδα. Είναι αυτοί που ξέρουν να ονειρεύονται είτε έχουν τα μάτια τους κλειστά, είτε ανοιχτά‧ και θαρρούν πως πράγμα είναι το όνειρο που πιάνεται με τις δαγκάνες του νου .

Να! απόψε, κάτι με έπιασε… κι εκεί που το μυαλό πλοκάμια άπλωνε για να ψαρέψει τη λεία του,  γέμισα τα δίχτυα μου με χιλιάδες όνειρα που ‘χαν θηριόμορφα φτερά και πετούσα αναζητώντας μοιραίες διαδρομές. Μια ανέβαινα κι αγνάντευα τον κόσμο και μια κατέβαινα και σπαρταρούσα στη λασπουριά μαζί  με τους ανθρώπους λες κι ήταν της μοίρας κάλεσμα ή του εφιάλτη προδοσία.

Πάνω απ’ το κεφάλι μου αιωρούνταν η Δαμόκλειος Σπάθη… Αυτή τη φορά δεν συγκρατιόταν απ’ άγριες τρίχες αλόγου αλλά από κάτι πιο ευπαθές κι ευμετάβλητο που άλλαζε  θέση συνεχώς …

«Αυτή τη φορά θα κοπούνε κεφάλια!..» σκέφτηκα κρατώντας την ανάσα μου εστιάζοντας την προσοχή μου στην αποφυγή του χτυπήματος.

Πιάστηκα απ’ ένα χέρι και μετά απ’ αυτό το χέρι πιάστηκαν κι άλλα χέρια μέχρι που τα χέρια έγιναν χιλιάδες και η δύναμή μας μεγάλωσε. Ξάφνου, η  Δαμόκλειος Σπάθη καρφώθηκε στη γη και οι χιλιάδες των ανθρώπων εγκλωβιστήκαμε  στην ίδια παγίδα. Ούτε εμπρός μα ούτε πίσω μπορούσαμε να κάνουμε. Χνώτο και μουγκρητό κάλυπτε  τον αέρα κι αρχίσαμε να πνιγόμαστε μέσα στην ίδια μας  την ανάσα.

«Θέλω το χώρο μου. Θέλω τον αέρα μου ή αλλιώς θα σκάσω», φώναξα και βρόντηξα τα ποδάρια μου στο χώμα. Ο Οδηγός, όμως, ανένδοτος. Ούτε που πήρε είδηση την ικετευτική παράκλησή μου. «Θέλω τον αέρα μου» επανέλαβα ασθμαίνοντας, βάζοντας σε εγρήγορση το ένστικτο επιβίωσης…

«Όλοι   τον αέρα μας θέλουμε μα πού να τον βρούμε; Μαντρωθήκαμε, βλέπεις, σε τούτο το καταβόδιο… Σήκω ανάστημα αν θέλεις να ανασάνεις! Κεφάλι, μύτη κι ότι νύχι σου έχει απομείνει για να βρεθείς λιγάκι παραπάνω», αναχάραξε αυτή τη φορά ο διπλανός και την ίδια στιγμή μου ‘ριξε  μια σπρωξιά κι έπεσα δέκα μέτρα μακρύτερα τσακίζοντας  μερικούς. 

«Αχ, επιτέλους,  ανάσανα!», αναστέναξα ανακουφισμένος αποκομμένος λιγάκι απ’ τον κλοιό που με έπνιγε.

«Ήταν να φάω την κατραπακιά μου για να ξανάρθω στα ίσια μου», πέρασε σαν  αστραπόβροντο η  σκέψη και σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τρέχω. Με ελιγμούς στην  αρχή για ν’ αποφύγω την κόψη του ξυραφιού που σημάδευε το λαιμό μου. Μια δεξιά, μια αριστερά κι απότομα στο κέντρο‧  και μετά, ξανά τα ίδια απ’ την αρχή…

Μια έπεφτα… Μια σηκωνόμουν… να ξεφύγω, να γλιστρήσω στην κατηφόρα  να χαθούν  τα ίχνη που πρόδιδαν τη ρότα μου.

«Κάποιοι προσπαθούν τα ίχνη τους ν’ αφήσουν κι άλλοι προσπαθούν εναγωνίως να τα εξαφανίσουν. Άλλο και τούτο!...», με βομβάρδιζε η σκέψη και πιάστηκα από ένα αγκωνάρι στην άκρη του γκρεμού να μη γλιστρήσω και τσακιστώ στα βράχια  «Αυτός που αποφασίζει να ζήσει μονάχος ή Θεός ή Δαίμονας είναι. Κάλιο όλοι μαζί και στην κόλαση, παρά μονάχος στον παράδεισο!...  » ακούστηκε βροντόφωνη  η υπενθύμιση του όχλου πίσω μου.

Στο νέο μου καταβόδιο βρέθηκα μόνος. Κυβερνούσα μονάχος τη ζωή μου‧ Ανάσαινα όσο αέρα ήθελα χωρίς κανένας να με πνίγει μέχρι που η  Τιμωρός συνείδηση  πριν εγκλιματιστώ στο καινούργιο μου περιβάλλον  με πήρε στο κυνήγι  γιατί δεν ήμουν ούτε θεός ούτε δαίμονας…

Γύρω μου, ξανά το πλήθος των συνοδοιπόρων!  Με ακολούθησαν για να μου δώσουν χείρα βοηθείας ή τη χαριστική βολή.  

Κατάκοποι και καταϊδρωμένοι‧ με μάτια λαμνισμένα από τις κακουχίες και την προσμονή‧ με την αιωρούμενη απειλή να μας ακολουθεί, συνεχίσαμε το ταξίδι.

«Αυτή η διαδρομή μας βγήκε από τη μύτη‧ απ’ το κακό στο χειρότερο μας πάει…» διαμαρτυρήθηκαν  κάποιοι απ’ τους συντρόφους.

«Σταματήστε  να μουρμουρίζετε και προχωράτε! Στην πορεία όλα θα πάνε καλύτερα. Το τέλος  θα μας ανταμείψει. Κάνετε, ακόμα, λιγάκι υπομονή. Το μαρτύριο φτάνει στο τέρμα» σύστησε με αυστηρότητα ο γεροντότερος της παρέας. Ο χρόνος, του είχε διδάξει την υπομονή που έλειπε από όλους εμάς τους νεότερους.

Συνεχίσαμε την πορεία μας. Τα βήματα μας σήκωναν σύννεφο σκόνης που καθόταν  στο κατόπι  επάνω στο καταϊδρωμένο σώμα μας. Σαν πήλινα, κινούμενα αγάλματα, βήμα βήμα οδεύαμε ανατολικά με οδηγό το ολόγεμο φεγγάρι.  Χωρίς να κλείσουμε καθόλου μάτι, το ξημέρωμα μας βρήκε στην κορυφή του βουνού να ζωγραφίζει πάνω μας ο ήλιος τις ακτίνες του. Κάτω απ’ τα πόδια μας κοφτερά βράχια και στο βάθος απέραντη απλωνόταν η καινούργια μας γη, σμαραγδένιο πετράδι.

«Σταυροκοπηθείτε και πάρτε μια μπουκιά να καρδαμώσετε. Έπειτα, θα προχωρήσουμε να συναντήσουμε τη Σμαραγδένια Πεδιάδα» συνέστησε ο αρχηγός.  

Φάγαμε μια μπουκιά ξερό ψωμί μουλιασμένο σε μια γουλιά νερό και  σφίξαμε τα λουριά του σακιδίου πάνω στο σώμα μας. Δεν θέλαμε να ξεμείνουμε απ’ τα  ελάχιστα εφόδια που κουβαλούσαμε πάνω μας, αν και μας έκαναν το κάθε μας βήμα δυσκολότερο.  Μα η καινούργια μέρα, είχε καινούργια σχέδια για  εμάς.

Προχωρούσαμε αργά και σταθερά προσπαθώντας να μη γλιστρήσουμε και τσακιστούμε. Με την πλάτη κολλημένη στα βράχια κοιτούσαμε μακριά απομακρύνοντας το βλέμμα απ’ τα χαοτικά γκρεμνά μέχρι που μετά πολύωρης προσπάθειας φτάσαμε σε ένα αδιέξοδο μονοπάτι.

«Εδώ, θα χρειαστούμε τον εξοπλισμό έκτατης ανάγκης. Χωρίς  αυτόν δεν μπορούμε να πάμε ούτε βήμα  παραπέρα!» συνέστησα αυστηρά ο Οδηγός. «Τέτοιες στιγμές, η ζωή αναμετριέται με το θάνατο. ΄Η θα ζήσουμε… ή θα πεθάνουμε… Άλλη λύση δεν έχουμε! Αποφασίστε τι θέλετε!..»

Άρχισε να μας λούζει κρύος ιδρώτας. Πρώτη φορά θα δοκιμάζαμε  κάτι τόσο ριψοκίνδυνο .

«Εγώ θα συνεχίσω με όσες δυνάμεις μού έχουν απομείνει. Όποιος θέλει μπορεί να με ακολουθήσει προτού  πιάσει ντάλα μεσημέρι και στεγνώσει το σάλιο στο στόμα μας» είπα και τράβηξα από πάνω μου το γάντζο με τα κλειδιά και το συρματόσκοινο  σημαδεύοντας όσο μακρύτερα μπορούσα.

Μια ουράνια σκάλα ένωσε τα γκρεμνά με την ποθούμενη  γη. Δεθήκαμε πάνω της ο ένας μετά τον άλλο,  κι  όλο εκείνο το απεγνωσμένο  πλήθος αφού αιωρήθηκε για λίγο πάνω από τα κοφτερά βράχια, έκπληκτο προσγειώθηκε  στα κρυσταλλένια νερά  της νέας θάλασσά μας. Μονάχα τότε πλύναμε τις πληγές μας και καθαριστήκαμε. Κολυμπήσαμε  σε πέλαγα ευτυχίας. Ήταν που φυλάγαμε ο τελευταίο κλειδί. Κι άξιζε τον κόπο!  

Δευτέρα, 10 Ιανουαρίου 2022

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: