Ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό;
Η υπόθεση αυτή προσφέρεται για να επανεξετάσουμε σε βάθος το υπαρξιακό ερώτημα που έθεσε εκτός πολιτικής τον Γιώργο Βουλγαράκη: ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό; Στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, ήδη από τις εποχές της ανάπτυξης, οι δικαστές φρόντιζαν πάντοτε να δίνουν και στον εαυτό τους οτιδήποτε δινόταν -δίκαια ή άδικα- σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική κατηγορία.
Και αυτό γινόταν με τη μέθοδο των προσφυγών, οι οποίες, όλως τυχαίως, επιδικάζονταν πάντοτε υπέρ των συμφερόντων τους. Πρόκειται για μια περίπτωση στην οποία το «μαζί τα φάγαμε» του Θεόδωρου Πάγκαλου θα μπορούσε ίσως να σταθεί.
Τώρα, οι δικαστικοί έχουν βάλει πλώρη να πάρουν αναδρομικά όλα αυτά που έχασαν στο δεύτερο Μνημόνιο. Και αν αυτό συμπαρασύρει και άλλες επαγγελματικές κατηγορίες, ακόμα καλύτερα: συσκοτίζεται κάπως η συντεχνιακή ιδιοτέλεια με την οποία εξετάζει τα ζητήματα αυτά ο δικαστικός κλάδος. Το ότι έτσι δημιουργείται μια δημοσιονομική βόμβα, ελάχιστα τους ενδιαφέρει. Το ότι θα μπορούσε με τις αποφάσεις αυτές να μπει σε νέα αμφισβήτηση η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, τους είναι επίσης αδιάφορο.
Και το ότι, τελικά, οι ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες -αυτές που, τηρουμένων των αναλογιών, πλήρωσαν λιγότερο την κρίση- έχουν ορμήξει να φάνε τα μερίσματα της ανάπτυξης από το πρώτο κιόλας ευρώ, τους αφορά ακόμα λιγότερο. Το κάνουν επειδή μπορούν. Προσβάλλοντας μια ολόκληρη κοινωνία που τα προηγούμενα οκτώ χρόνια υπέφερε, χωρίς να διαθέτει τρόπους να διεκδικήσει αποκατάσταση των όσων υπέστη.
Είναι πολιτικές αυτές οι αποφάσεις;
Δεν μπορεί φυσικά να αποδείξει κανείς ότι οι αποφάσεις αυτές έχουν πολιτικό κίνητρο. Ίσως να μην χρειάζεται κιόλας, αφού το κίνητρο της ιδιοτέλειας -που επιβάλλει να κριθούν παράνομες όσες αποφάσεις έθιξαν συμφέροντα δικαστικών στα δύο πρώτα Μνημόνια- είναι από μόνο του αρκετό για να προκύψει αυτό το αποτέλεσμα.
Σίγουρο είναι ότι οι διάφορες ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων, (οι οποίες είναι ενώσεις φυσικών προσώπων και όχι δικαστήρια) κάθε άλλο παρά διάθεση απόστασης από την πολιτική έχουν δείξει, όταν σε κάθε ευκαιρία καταγγέλλουν την παρούσα κυβέρνηση για «ωμές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη».
Αλλά δεν χρειάζεται να ψάχνουμε θεωρίες συνωμοσίας. Ηθελημένες ή μη, οι πολιτικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων αποφάσεων υπάρχουν ήδη. Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης σχεδόν πανηγυρίζουν: Ο «Ελεύθερος Τύπος» κυκλοφόρησε με υποδείγματα προσφυγών, ώστε να στηρίξει πιο αποτελεσματικά το κίνημα. Ενώ ένα στα δύο πρωτοσέλιδα των «Νέων» θριαμβολογεί για τις «βόμβες» που έχουν μπει στα θεμέλια της κυβερνητικής πολιτικής με τις αποφάσεις αυτές.
Ό,τι δεν κατάφεραν με όχημα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις περικοπές, ελπίζουν ότι θα το πετύχουν τώρα με όχημα τους δικαστές και τα αναδρομικά. Το μοναδικό ερώτημα είναι αν οι δικαστικοί το κάνουν μόνο για της τσέπη τους ή και για να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση. Αν, δηλαδή, θα είχαν ακολουθήσει την ίδια τακτική και απέναντι σε μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Αυτό όμως μόνο σε υποθετική βάση μπορεί να απαντηθεί.
Η απύθμενη υποκρισία της αντιπολίτευσης
Αυτό όμως που εξοργίζει περισσότερο είναι η απύθμενη υποκρισία και κουτοπονηριά που επιδεικνύουν απέναντι στο σύστημα τα κόμματα του παλιού πολιτικού κατεστημένου: η Νέα Δημοκρατία και τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ, που σήμερα περιφέρονται ως ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Πανηγυρίζουν για την (αυτο)δικαίωση των δικαστικών και την ακύρωση νόμων που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου.
Και καλούν την κυβέρνηση να αποκαταστήσει αμέσως εισοδηματικές απώλειες, που οι ίδιοι είχαν επιβάλει για να πιάσουν τους στόχους του δεύτερου Μνημονίου. Νιώθουν ότι έχουν μπροστά τους μια κατάσταση win - win: Αν η κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει τις απαιτήσεις, θα είναι ανάλγητη, κυνική, θα ψεύδεται ότι τελείωσαν τα Μνημόνια και ήρθε η ανάπτυξη, δεν θα δείχνει σεβασμό προς τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και, επιπλέον, θα έχει απέναντί της τους δικαστικούς και τους δημόσιους υπάλληλους.
Και οι ίδιοι θα μπορούν να κλείσουν το μάτι στις ομάδες αυτές, ότι αν επιστρέψουν στα πράγματα, κάτι μπορεί να γίνει. Ενώ αν η κυβέρνηση ικανοποιήσει τις απαιτήσεις, πολύ απλά θα τινάξει την δημοσιονομική ισορροπία και την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων στον αέρα, θα προκαλέσει τον θυμό των στρωμάτων που σήκωσαν το βάρος της κρίσης και θα επιβεβαιώσει την εκτίμηση της αντιπολίτευσης ότι η χώρα οδηγείται σε νέο Μνημόνιο. Και έτσι δίνουν πολιτική μάχη υπέρ των αναδρομικών, ποιοι;
Αυτοί που, κατά τα άλλα, σκούζουν για «τους βολεμένους του Δημοσίου» και «τις συντεχνίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία με τις απαιτήσεις τους». Αυτοί που έχουν ως πυλώνα του προγράμματός τους το «μικρότερο και παραγωγικότερο Δημόσιο» με αποφασιστικές περικοπές δαπανών. Αυτοί που κατά τα λοιπά, απεχθάνονται τον «λαϊκισμό» και τις «παροχολογίες» και ξεσηκώθηκαν για 700 εκατ. κοινωνικό μέρισμα στους φτωχούς.
Και βεβαίως, αυτοί που, κατά τη διάρκεια της δικής τους διακυβέρνησης, έκαναν περισσότερες από 10 περικοπές στις συντάξεις, συνολικού ύψους 40 δισ., για να παραδώσουν τα ασφαλιστικά ταμεία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Οι «βάστα Σόιμπλε» και οι «το Μνημόνιο είναι ευλογία».
Αυτή η ξετσίπωτη υποκρισία και η κουτοπονηριά δεν είναι αποσπασματικό φαινόμενο. Είναι ένδειξη της εξοργιστικής ευκολίας με την οποία η Νέα Δημοκρατία καταφεύγει σε πολιτική χωρίς αρχές. Πολιτική χωρίς αρχές στο μακεδονικό, όπου άλλα είπαν στον Ζάεφ και τους Ευρωπαίους και άλλα στο δεξιό και το ακροδεξιό ακροατήριο. Πολιτική χωρίς αρχές στο θέμα του 3ου προγράμματος, με αποκορύφωμα την πίεσή τους προς τους Ευρωπαίους, να μην ακυρωθούν οι περικοπές στις συντάξεις. Πολιτική χωρίς αρχές, τώρα και στο ζήτημα των αναδρομικών. Και θέλουν να κυβερνήσουν τον τόπο.
Χωρίς αμφιβολία, η κυβέρνηση θα διαχειριστεί αποτελεσματικά την κατάσταση. Έχει διαχειριστεί πολύ πιο δύσκολα και σύνθετα ζητήματα από το συγκεκριμένο. Και σίγουρα, σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, οι δικαστές δεν θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν την οικονομία εκδίδοντας αποφάσεις για την τσέπη τους, με τόσο σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Χρειάζεται όμως και η φωνή της υπόλοιπης κοινωνίας, που πλήρωσε με αίμα την πολυετή κρίση. Και που βλέπει τώρα την παλιά ελίτ, με το που είδε ελάχιστο φως στον ορίζοντα, να ορμά να αποκαταστήσει τα προνόμιά της. Ε, φτάνει πια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου