Η
Ελληνική Πολιτεία έχει μακρά παράδοση σεβασμού των διαφόρων θρησκευτικών
κοινοτήτων, αφού από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του Ελληνικού Κράτους
(αλλά ακόμα και κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας) υπήρξε
έκδηλη η μέριμνα για την υιοθέτηση νομικά δεσμευτικών προστατευτικών ρυθμίσεων.
Με
την απελευθέρωση νέων εδαφών το κράτος υιοθέτησε μια σειρά από τυπικούς και ουσιαστικούς
νόμους που αποσκοπούσαν στην ομαλή ένταξη των πληθυσμών αυτών και τη μετάβαση
τους από τη δικαιοταξία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ημεδαπή δικαιοταξία,
εξασφαλίζοντας σε συγκεκριμένες έννομες σχέσεις τη συνέχεια παγιωμένων
καθεστώτων, εθίμων και πρακτικών. Σημαντικό σημείο αυτής της συνέχειας κατά τη
διαδοχή κρατών και ιδίως κατά τη συνακόλουθη μετάβαση από έναν νομικό πολιτισμό
σε άλλον, αποτέλεσε η διατήρηση κανόνων (καταρχάς θρησκευτικής φύσεως ή
προέλευσης) που αφορούσαν στην προσωπική (και αστική) κατάσταση των νέων
πληθυσμών, αντιμετωπίζοντας σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμα και καινοτόμα και
πρωτοποριακά, θέματα που αφορούσαν τις μουσουλμανικές κοινότητες και την
οργάνωση της θρησκευτικής (αλλά και πτυχών της προσωπικής) ζωής τους.
Για πρώτη φορά το 1882, με τον εκτελεστικό νόμο
ΑΛΗ'/22-06-1882 «Περί πνευματικών αρχηγών των Μωαμεθανικών Κοινοτήτων» το
Ελληνικό Κράτος συνέστησε για πρώτη φορά τέσσερις νέες θέσεις κεντρικά
διοριζομένων (με βασιλικό διάταγμα) και κρατικά αμειβομένων Μουφτήδων στις
απελευθερωμένες περιοχές της Θεσσαλίας, τους οποίους αναγνώριζε όχι μόνο ως
πνευματικούς / θρησκευτικούς ηγέτες των κοινοτήτων τους αλλά και ως «δημοσίους
λειτουργούς» που έδιναν τον όρκο δημοσίου υπαλλήλου.
Ο
καταλυτικός ρόλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι συνέπειες της κήρυξης και
κυρίως της διεξαγωγής του στις διεθνείς συμβάσεις και οι νέες πραγματικές και
νομικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν με το πέρας του, ιδίως εν όψει της
υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών (28-07-1920), οδήγησαν το Ελληνικό Κράτος να
υιοθετήσει τον νόμο 2345/1920 «Περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν
τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών
Κοινοτήτων». Οι διατάξεις του ν.2345/1920 (ο οποίος ίσχυσε τυπικώς μέχρι το
1991) δεν εφαρμόστηκαν σε όλη τους την έκταση, με αποτέλεσμα η ακολουθήσασα
μακρόχρονα σταθερή πρακτική να λάβει τελικώς και τη μορφή νόμου.
Μετά
την Μικρασιατική Καταστροφή, συνάφθηκε η Συνθήκη της Λωζάνης η οποία στο άρθρο
42 προβλέπει: «Η Τουρκική Κυβέρνησις δέχεται να λάβει απέναντι των μη
μουσουλμανικών μειονοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακή ή προσωπικήν αυτών
κατάστασιν, πάντα τα κατάλληλα μέτρα, όπως τα ζητήματα ταύτα κανονίζωνται
συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων αυτών», στο άρθρο 43 ορίζει ότι: «Οι
εις τας μη μουσουλμανικάς μειονότητας ανήκοντες τούρκοι υπήκοοι δεν θα ώσιν
υποχρεωμένοι να εκτελώσι πράξεις αποτελούσας παράβασιν της πίστεως ή των
θρησκευτικών των εθίμων…» και στο άρθρο 45 καταλήγει: «Τα αναγνωρισθέντα
δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη
μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τα εν τω
εδάφει αυτής ευρισκόμενας μουσουλμανικάς μειονότητας.».
Ουσιαστικά,
από το 1920 και έκτοτε, στην Θράκη ισχύουν διατάξεις ημεδαπού, εσωτερικού δικαίου
(του ν. 2345/1920 και πλέον του ν.1920/1991) που επιτρέπουν την εφαρμογή του
Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου υπό αυστηρό υποκειμενικό και αντικειμενικό εύρος
εφαρμογής, δηλαδή μόνο στην περιοχή της Θράκης και αποκλειστικά για τα μέλη της
μουσουλμανικής μειονότητας όπως αυτή αναγνωρίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Αυτές οι διατάξεις είναι συμβατές με τις διεθνείς υποχρεώσεις που ανέλαβε η
Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, χωρίς φυσικά η συμβατότητα αυτή να
συνεπάγεται την πρόσληψη των διατάξεων αυτών, ως των μοναδικών ή δεσμευτικών
επιλογών της Ελληνικής Πολιτείας για την εφαρμογή των προβλεπομένων στα άρθρα
42επ. της Συνθήκης.
Με
το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ξεκαθαρίζεται οριστικώς ότι για τις συγκεκριμένες
οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές που ορίζει η παρ.2 του άρθρου 5 της της από
24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών
Λειτουργών» (Α΄ 182) που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11), ισχύουν
οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και μόνο κατ’ εξαίρεση υπάγονται στη
δικαιοδοσία του Μουφτή, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται ο σημαντικός
θεσμικός και διττός ρόλος του Μουφτή (θρησκευτικός λειτουργός και ιεροδίκης)
και της Μουφτείας, η οποία συνεχίζει να είναι δημόσια υπηρεσία (αποκεντρωμένη
υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων). Οι αρμοδιότητες
του Μουφτή δεν περιορίζονται αλλά συνεχίζουν να προβλέπονται απαράλλακτες στις
κείμενες διατάξεις (θρησκευτικές, εποπτικές, γνωμοδοτικές, δικαστικές), έτσι
δεν μεταβάλλεται ποιοτικά ή ποσοτικά η προβλεπόμενη σήμερα αρμοδιότητα των
πολιτικών δικαστηρίων για τον έλεγχο των αποφάσεων του και την κήρυξη της
εκτελεστότητας αυτών.
Ωστόσο,
οι αρμοδιότητές του επί της επίλυσης συγκεκριμένων οικογενειακών και
κληρονομικών διαφορών θα ασκούνται μόνο εφόσον για τις διαφορές που άγονται
ενώπιον του δεν υφίσταται αντίρρηση και άρνηση από κανένα από τα διάδικα μέρη.
Η συζήτηση λοιπόν μεταφέρεται από το επίπεδο κατάργησης του ιερού
μουσουλμανικού νόμου και της συνακόλουθης απομείωσης του θεσμού του Μουφτή, στο
επίπεδο εξασφάλισης ακόμα μιας δυνατότητας των μελών της μουσουλμανικής
μειονότητας της Θράκης, ήτοι να μπορούν πλέον να επιλέγουν την εφαρμοζόμενη επί
των διαφορών τους δικαιοταξία, έχοντας καταρχήν εκ των προτέρων εξασφαλισμένη
την προστασία που προσφέρουν αδιακρίτως οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα,
και ταυτόχρονα χωρίς να απολύουν τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που
απολαμβάνουν εδώ και δεκαετίες λόγω της θρησκείας τους.
Συνεπώς, η υπαγωγή των διάδικων στη δικαιοδοσία
του Μουφτή θα γίνεται εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλουν σχετική αίτησή
τους ενώπιον του για επίλυση συγκεκριμένης, πάντα, διαφοράς κατά τον ιερό
μουσουλμανικό νόμο.
Πέραν
των ανωτέρω που ισχύουν κυρίως στις οικογενειακές σχέσεις, για τις κληρονομικές
σχέσεις των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας πλέον εφαρμόζονται, ως γενικός
κανόνας, οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, εκτός και εάν ο διαθέτης
συντάξει ενώπιον συμβολαιογράφου δήλωση τελευταίας βούλησης, κατά τον τύπο της
δημόσιας διαθήκης, με αποκλειστικό περιεχόμενό της την ρητή επιθυμία του να
υπαχθεί η κληρονομική διαδοχή του στον ιερό μουσουλμανικό νόμο. Η δήλωση αυτή
δεν δεσμεύει τον διαθέτη αμετάκλητα, ο οποίος σε μεταγενέστερο χρόνο μπορεί να
ανακαλέσει, ρητώς ή σιωπηρώς, τη δήλωση και να υπαχθεί έτσι στο κοινό δίκαιο
και στις προβλέψεις του Αστικού Κώδικα.
Συνεπώς,
καταργείται η μέχρι σήμερα αυτόματη υπαγωγή των μελών της μειονότητας στο ιερό
μουσουλμανικό δίκαιο, η οποία επικράτησε πολλές φορές ακόμα και παρά την
αντίθετη βούληση του διαθέτη.
Ταυτόχρονη
εφαρμογή του Αστικού Κώδικα και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στην κληρονομική
περιουσία ή σε ποσοστό ή και σε διακεκριμένα στοιχεία αυτής, δεν είναι δυνατή,
αφού αυτό θα αποτελούσε μιαν ανεπίτρεπτη –και το πιθανότερο ανεφάρμοστη-
νόθευση και των δύο δικαιικών συστημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου