Aφίσα του Σπύρου Ορνεράκη, για το δημοψήφισμα του 1974. |
Του ΠΟΛΥΜΕΡΗ ΒΟΓΛΗ
(από avgi.gr)
Όταν η
δικτατορία κατέρρεε, τον Ιούλιο του 1974, μαζί της κατέρρεε και ένα
μοντέλο εξουσίας που είχε οικοδομηθεί στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ένα
μοντέλο εξουσίας που στηριζόταν στον πολιτικό αποκλεισμό, την ιδεολογία
της «εθνικοφροσύνης» και του αντικομμουνισμού, την ισχύ των
εξωκοινοβουλευτικών πόλων εξουσίας (στρατός, βασιλιάς, ΗΠΑ) και στη
χειραγώγηση της κοινωνίας. Η δικτατορία των συνταγματαρχών αποτελούσε
την πιο ακραία εκδοχή αυτού του μοντέλου εξουσίας, του οποίου οι
συνέπειες ήταν εξίσου ακραίες. Το μοντέλο αυτό κλονίστηκε τον Νοέμβριο
του 1973 και για να σταθεροποιηθεί κατέφυγε στη πιο βίαιη και αιματηρή
καταστολή διαμαρτυρίας που έχει συμβεί στα μεταπολεμικά χρόνια. Τον
Ιούλιο του 1974 το μοντέλο αυτό χρεοκόπησε με τον πιο εμβληματικό τρόπο,
καθώς έφερε στην επιφάνεια μια πραγματικότητα που ήταν η αντίστροφη από
αυτήν που είχε κατασκευαστεί επί μια εικοσιπενταετία: οι «εθνικόφρονες»
ήταν υπεύθυνοι για μια εθνική καταστροφή, ο στρατός όχι μόνο δεν είχε
σώσει το έθνος αλλά είχε υποστεί ταπεινωτική ήττα, οι Ηνωμένες Πολιτείες
δεν είχαν κρατήσει τη στάση του πιστού συμμάχου αλλά του ουδέτερου στην
τουρκική εισβολή.
Η 24η
Ιουλίου ήταν η «ώρα μηδέν» για την Ελλάδα. Η λαϊκή οργή για την
επτάχρονη δικτατορία, τη στρατιωτική ήττα και την κατοχή εδαφών στην
Κύπρο από τα τουρκικά στρατεύματα, σε συνδυασμό με το κενό που
δημιουργούσε η κατάρρευση της Χούντας εν μέσω απουσίας οργανωμένων
πολιτικών δυνάμεων απειλούσαν να υπονομεύσουν τα θεμέλια του καθεστώτος.
Χρειαζόταν μια ρήξη με το παρελθόν, με το προηγούμενο μοντέλο εξουσίας.
Η δημοκρατία δεν μπορούσε απλώς να «αποκατασταθεί», δεν αρκούσε το
πολιτικό σύστημα να επανέλθει στην προδικτατορική συνθήκη· η δημοκρατία
έπρεπε να επανιδρυθεί.
Η
Μεταπολίτευση είναι η επαναθεμελίωση του πολιτικού συστήματος στη βάση
της διεύρυνσης της κοινωνικής νομιμοποίησης. Το πολιτικό σύστημα έπρεπε
να θεμελιωθεί σε ένα μοντέλο εξουσίας που δεν θα στηριζόταν στον
αυταρχισμό και τον αποκλεισμό, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, αλλά στη
συναίνεση, την ενσωμάτωση και τη συμμετοχή. Σε αυτό το νέο μοντέλο οι
εξωκοινοβουλευτικοί πόλοι εξουσίας αποδυναμώθηκαν ή και εξουδετερώθηκαν
οριστικά ως τέτοιοι. Η μοναρχία καταργήθηκε και ο στρατός υποχρεώθηκε να
περιοριστεί στους στρατώνες και να μη αναμειγνύεται στην πολιτική. Η
αμερικανική επιρροή εξισορροπήθηκε μέσα από τα ανοίγματα των
μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στις
αραβικές χώρες και κυρίως με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία
τότε προβαλλόταν ως ο τρίτος πόλος απέναντι στις δύο υπερδυνάμεις.
Η
κοινοβουλευτική δημοκρατία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν δημοκρατία υπό
την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την απειλή της
Αριστεράς. Γι’ αυτό και καταστατικό στοιχείο της μετεμφυλιακής
δημοκρατίας ήταν οι πολιτικές διακρίσεις σε βάρος της Αριστεράς, ενώ
όταν φαινόταν ότι δεν μπορούσε πλέον να επιτελέσει αυτήν την αποστολή
καταργήθηκε. Στη Μεταπολίτευση η δημοκρατία επανιδρύθηκε γιατί το
πολιτικό σύστημα είχε ως προϋπόθεσή του την κοινωνική νομιμοποίηση, και
το μοντέλο εξουσίας στηρίχθηκε στην αντίθετη βάση, δηλαδή την ενσωμάτωση
όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Το πρώτο σημαντικό βήμα σε
αυτή την κατεύθυνση ήταν η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος,
αλλά δεν ήταν το μοναδικό. Τα μέτρα που λαμβάνονται και αλλαγές που
πραγματοποιούνται στο διάστημα 1974-1985 αίρουν μια σειρά από φραγμούς
και αποκλεισμούς των προηγουμένων δεκαετιών. Από την καθιέρωση της
δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους μέχρι την ψήφο στα δεκαοχτώ,
και από τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων μέχρι τις αλλαγές στο
οικογενειακό δίκαιο, γίνονται πράξη μια σειρά αιτήματα που ήταν ώριμα
στην κοινωνία αλλά η πολιτική εξουσία εέδειχνε απρόθυμη να υλοποιήσει.
Οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, από το 1974 έως το 1985, αφενός έχουν
ως όραμα τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και την μείωση των κοινωνικών
ανισοτήτων και αφετέρου θεωρούν ότι τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν και
πρέπει να επιλυθούν μέσα από κρατικές πολιτικές, κυρίως τη διεύρυνση του
κοινωνικού κράτους. Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια με την
επέκταση του κράτους δεν αποτελεί κάποια ιδιαιτερότητα, αντίθετα οι
πολιτικές στην Ελλάδα συντονίζονταν, έστω και με καθυστέρηση, με όσα
είχαν ήδη συμβεί στην Δυτική Ευρώπη.
Οι
περισσότερες αλλαγές εκείνων των χρόνων πραγματοποιούνται κάτω από το
βάρος της πίεσης της κοινωνίας. Μετά από επτά χρόνια δικτατορίας,
μεγάλες κοινωνικές ομάδες έβγαιναν δυναμικά στο προσκήνιο, διεκδικώντας
περισσότερη δημοκρατία, ελευθερία, κοινωνική ισότητα. Η κοινωνία μετά το
1974 αξιώνει τη συμμετοχή της στην πολιτική και, αντίστροφα, η πολιτική
γίνεται ξανά υπόθεση της κοινωνίας, για άλλη μια φορά με μαζικούς όρους
μετά τη δεκαετία του 1940 και τη «σύντομη δεκαετία» του 1960. Τα
εργοστασιακά σωματεία και οι μεγάλες, «άγριες» απεργίες των πρώτων ετών
της Μεταπολίτευσης, το φοιτητικό κίνημα τα επόμενα χρόνια, η έξαρση της
διεθνιστικής αλληλεγγύης, οι πολιτικές συναυλίες, η δημιουργία
γυναικείων ομάδων αποτελούν «στιγμές» μιας κοινωνίας η οποία διεκδικεί
ρόλο και λόγο στη διαμόρφωση του πολιτικού, η οποία πιστεύει ότι μέσα
από την μαζική εμπλοκή της στην πολιτική μπορεί να επηρεάσει το ατομικό
και συλλογικό μέλλον. Με αυτό τον τρόπο, η πολιτική στα χρόνια της
Μεταπολίτευσης, μέσα από αναρίθμητες επιτροπές, ομάδες, πρωτοβουλίες,
νοηματοδοτήθηκε όχι ως υπόθεση των κομματικών επιτελείων αλλά ως
συλλογικό διακύβευμα.
Σαράντα
χρόνια μετά, λίγοι νοσταλγούν τη Μεταπολίτευση, ενώ στον δημόσιο λόγο
κυριαρχεί η αποκήρυξή της ως εποχής άνθησης του «λαϊκισμού». Βέβαια,
αρκετοί από αυτούς που σήμερα ξιφουλκούν δημοσίως κατά του «λαϊκισμού»
και της «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης» προέρχονται από εκείνους τους
πολιτικούς χώρους που όλα αυτά τα χρόνια πρωτοστάτησαν στην καλλιέργεια
της συναλλαγής, της ευνοιοκρατίας, της ανάθεσης, του αυριανισμού σε
ποικίλες εκδοχές και οι οποίοι οδήγησαν στον εκμαυλισμό μια ολόκληρη
κοινωνία. Βέβαια, πίσω από μια τέτοια αντιμετώπιση του παρελθόντος δεν
κρύβεται άγνοια ή επιλεκτική μνήμη για τις αλλαγές που συνέβησαν και
θεμελίωσαν τη δημοκρατία, αλλά ένας βαθύς ελιτισμός απέναντι σε μια
κοινωνία η οποία, υποτίθεται, είναι ανώριμη και δεν μπορεί να αντιληφθεί
το γενικό «καλό». Μια κοινωνία η οποία δεν μπορεί ούτε πρέπει να είναι
το υποκείμενο της πολιτικής, γιατί αντιδρά συναισθηματικά, ανορθολογικά,
«εγωιστικά»: στον αντίποδα της Μεταπολίτευσης πια, η πολιτική δεν έχει
ανάγκη σήμερα την κοινωνική νομιμοποίηση. Με λίγα λόγια, «μίσος για τη
Μεταπολίτευση», εντέλει, εκφράζει την αποστροφή για τη συμμετοχή της
κοινωνίας στην πολιτική.
(*) Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου