Του Γιώργου Καραμπελιά
Η νίκη του Τραμπ εμφανίστηκε, και υπήρξε όντως, μία μεγάλη ήττα της παγκοσμιοποίησης·
εξ ου και κάποιοι συνήγαγαν ότι αποτέλεσε και μία μεγάλη ήττα των
πολυεθνικών επιχειρήσεων και του μεγάλου κεφαλαίου.
Και όμως, αυτά τα
δύο δεν ταυτίζονται. Μία ήττα της παγκοσμιοποίησης μπορεί να σηματοδοτεί
παράλληλα την ενίσχυση και όχι την αποδυνάμωση ενός τμήματος του
πολυεθνικού κεφαλαίου και όχι μία νίκη των κατώτερων κοινωνικών ομάδων
και τάξεωνm και προπαντός των πιο αδύνατων εθνών, όπως το δικό μας.
Η απρόσμενη άνοδος των χρηματιστηρίων
Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, η νίκη
του Τραμπ δεν συνοδεύτηκε από κάποια πτώση των χρηματιστηρίων, παρά μόνο
για μερικές… ώρες. Στην εβδομάδα που πέρασε, αντίθετα, ο δείκτης Dow
Jones γνώρισε, μέσα σε τρεις ημέρες, μεταξύ Τετάρτης 9 Νοεμβρίου και
Παρασκευής 12 Νοεμβρίου, τη μεγαλύτερη άνοδό του, μετά το 2011. Ο
δείκτης Standard and Poors’ 500 ανέβηκε κατά 8% μέσα σε τρεις ημέρες,
ανακτώντας τα επίπεδα του 2008! Οι τράπεζες, οι πολυεθνικές της υγείας,
των φαρμάκων, της άμυνας και των κατασκευών γνώρισαν μία εκρηκτική
άνοδο. Κατά τις 9-11 Νοεμβρίου, οι μετοχές της Goldman Sachs
εκτινάχθηκαν κατά 12%, της Bank of America κατά 11,9% και της JP Morgan
κατά 9,5%. Ο Τραμπ υποστηρίζει πως είναι ανάγκη να αφεθούν και πάλι
ελεύθερες οι τράπεζες στις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες, ώστε να
μπορούν να δανείζουν όποιον θέλουν – δεδομένου ότι, μετά το 2010,
εισήχθησαν περιοριστικές διατάξεις ώστε να αντιμετωπισθεί η κρίση.
Μεγάλη αύξηση γνώρισαν οι μετοχές της Pfizer, της Sanofi, της
Caterpillar κ.λπ. Ανάλογη άνοδο γνώρισαν εν τέλει και τα ευρωπαϊκά
χρηματιστήρια, μετά από μερικές ώρες πτώσης και μόνο.
Η άνοδος στα χρηματιστήρια συνδέεται και με την εξαγγελία Τραμπ για μείωση των φόρων,
ιδιαίτερα στα ανώτερα κλιμάκια που πλέον δεν θα ξεπερνούν το 33% από το
39,6% που ήταν μέχρι σήμερα. Συνολικά πρόκειται για ετήσιες μειώσεις
της τάξης των 5 δισεκατομμυρίων $ κατά μέσον όρο. Γι’ αυτό και εν τέλει ο
Τραμπ και όχι η Κλίντον ψηφίστηκε από τους περισσότερους πλουσίους.
Περίεργη νίκη του «αντισυστήματος»! Ο μόνος τομέας του χρηματιστηρίου
που γνώρισε μία σχετική υποχώρηση είναι ο εξαιρετικά διεθνοποιημένος
τομέας της πληροφορικής, όπου η Amazon, η Alphabet, η Apple, η Facebook,
η Microsoft έχασαν 2-4% την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου. Και αυτό διότι ο Τράμπ
διεκήρυσσε πως θα υποχρεώσει την Apple να παράγει τους υπολογιστές και
τα iPhone’s στην Αμερική και όχι στην Κίνα. Εντούτοις, η νίκη του Τραμπ
υπήρξε όντως μία ήττα της παγκοσμιοποίησης!
Η παγκοσμιοποίηση ως μπούμερανγκ
Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Η λεγόμενη περίοδος της παγκοσμιοποίησης εγκαινιάζεται από τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’80,
καλπάζει μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση
της Σοβιετικής Ένωσης, στη δεκαετία του 1990 και 2000, και εισέρχεται σε
μια παρατεταμένη κρίση από το 2008 και μετά.
Αφετηρία της υπήρξε η προσπάθεια αντιμετώπισης της τεράστιας ανόδου
του κόστους που έπληξε τις μεγάλες δυτικές οικονομίες στις δεκαετίες
1960 και 1970. Άνοδος που υπήρξε συνέπεια του πενταπλασιασμού της τιμής
του πετρελαίου, κατά τις δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και
του 1979, και της πολύ μεγάλης ενίσχυσης των εργατικών αμοιβών και του
κοινωνικού κράτους. Σε όλες τις μεγάλες δυτικές οικονομίες κατέρρεαν τα
κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και των υψηλότερων κοινωνικών ομάδων. Η
απάντηση δεν άργησε να έρθει και ήταν η εξαγωγή της παραγωγής στις χώρες
του Τρίτου Κόσμου και της Ασίας (Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, Μαλαισία
και εν τέλει στην ίδια την αχανή ηπειρωτική Κίνα), όπου οι μισθοί ήταν
πολύ μικρότεροι, ενώ ταυτόχρονα συνετρίβη και η δύναμη των συνδικάτων
στις ΗΠΑ και την Αγγλία, κατ΄εξοχήν μέσω της αποβιομηχανοποίησης.
Έτσι δημιουργήθηκε ένας νέος κύκλος οικονομικής επέκτασης,
όπου η παραγωγή μετακινούνταν σταδιακώς προς την Ανατολή, ενώ η Δύση
διατηρούσε τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τον σχεδιασμό των προϊόντων,
την έρευνα και τελικώς την κατανάλωση. Σε αυτόν τον νέο κύκλο, οι
δασμοί εκμηδενίστηκαν, αφαιρέθηκαν οι φραγμοί στην τραπεζιτική
κερδοσκοπία -τράπεζες επενδύσεων και τράπεζες καταθέσεων ενοποιήθηκαν-,
τα διασυνδεδεμένα σε παγκόσμια κλίμακα χρηματιστήρια μεταβλήθηκαν στη
βασική πηγή χρηματοδότησης της οικονομίας, και οι υπηρεσίες κυριάρχησαν
στο σύνολο της δυτικής οικονομίας. Έτσι, πάνω από το 80% του ΑΕΠ των
δυτικών χωρών παράγεται από τον τομέα των υπηρεσιών, ενώ ο πρωτογενής
και δευτερογενής τομέας συρρικνώθηκε.
Όμως, ήδη από τις αρχές της
δεκαετίας του 2000, η ενίσχυση των χωρών-εργαστηρίων, όπως η Κίνα,
οδηγεί σε μία αντιστροφή των οικονομικών δεδομένων. Η Κίνα,
π.χ., περνάει πλέον στην υψηλή γκάμα της παραγωγής και του σχεδιασμού
των προϊόντων (ακριβοί υπολογιστές, υπερυπολογιστές,
αυτοκινητοβιομηχανία κ.λπ.), με αποτέλεσμα να ανταγωνίζεται πλέον τις
δυτικές οικονομίες και σε αυτούς τους τομείς, ενώ ταυτόχρονα έχει
συσσωρεύσει τρομακτικά κεφάλαια εξαιτίας του εμπορικού της πλεονάσματος
και στην πραγματικότητα ελέγχει όλο και πιο πολύ και το χρηματοπιστωτικό
σύστημα της Δύσης. Παράλληλα, για να αντιμετωπίσει την τεράστια μόλυνση
που προκάλεσε η υπερβιομηχανοποίηση και την έλλειψη σε φυσικό αέριο και
πετρέλαιο, επενδύει μαζικά στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και
εμφανίζεται ως η βιομηχανική και οικονομική δύναμη του μέλλοντος.
Επιπλέον, παρότι ο Τζωρτζ Μπους ο νεώτερος εκλέχτηκε το 2000 με ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της Κίνας, η εμπλοκή του στη θανάσιμη σύγκρουση με το Ισλάμ (Αφγανιστάν, Ιράκ) επέτρεψε στην Κίνα να κερδίσει μία τουλάχιστον δεκαετία απρόσκοπτης ανάπτυξης και μεταβολής της σε υπερδύναμη. Έτσι, η Κίνα -και εν μέρει η Γερμανία, που κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης διατηρώντας έναν σημαντικό βιομηχανικό και μάλιστα εξαγωγικό τομέα- βρέθηκε, όταν εκδηλώθηκε η πρώτη μεγάλη κρίση της παγκοσμιοποίησης το 2007-2008 με την Lehman Brothers και όσα ακολούθησαν, έτοιμη να αναλάβει αυτή την ηγεσία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αποσπώντας την από τις ΗΠΑ. Η παγκοσμιοποίηση, η οποία εγκαινιάστηκε από τις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, έτεινε πλέον να μεταβληθεί σε μπούμερανγκ για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.
Δύο πτέρυγες της αμερικανικής ελίτ
Αντίθετα, οι ΗΠΑ βρίσκονται διχασμένες ανάμεσα σε δύο πτέρυγες του μεγάλου κεφαλαίου. Η
μία, συνδεδεμένη με τις εταιρείες πληροφορικής και της «άυλης
οικονομίας», είχε επιλέξει, απέναντι στην κρίση της παγκοσμιοποίησης,
την προσπάθεια ελέγχου της Ευρώπης και της διαμόρφωσης ενός ισχυρού
αμερικανοευρωπαϊκού μπλοκ, αποκλείοντας τη Ρωσία από τη Δυτική Ευρώπη
και τη Μέση Ανατολή. Εξ ου και η απόσπαση της Ουκρανίας από τη Ρωσία, με
αιχμή του δόρατος τον Σόρος και τις «πορτοκαλί επαναστάσεις» του, έτσι
ώστε η Ε.Ε. να μεταβληθεί στην ευρωπαϊκή πτέρυγα μιας μεγάλης
ευρωατλαντικής ένωσης υπό την ηγεμονία της.
Αυτή η τάση, που εκπροσωπείται από τους Κλίντον, τον Ομπάμα,
το Χόλυγουντ, την Open Society του Σόρος, προσπαθεί να σπρώξει την
οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών προς μία αλλαγή του ενεργειακού
προτύπου, αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα του φαινομένου του
θερμοκηπίου, και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της
παγκοσμιοποίησης με σχετικά ήπιο τρόπο. Δηλαδή, μείωση της
λαθρομετανάστευσης (η Χίλαρυ Κλίντον έχει ταχθεί υπέρ του περιβόητου
νόμου του τείχους με το Μεξικό) αλλά όχι μαζική εκδίωξη των ήδη παρόντων
στις ΗΠΑ. Οι αντιφάσεις, όμως, και αυτής της πτέρυγας είναι βαθύτατες,
δεδομένου ότι δεν έχει αντιταχθεί στην περιβαλλοντικά καταστροφική
παραγωγή πετρελαίου από σχιστολιθικά κοιτάσματα, η οποία επέτρεψε στις
ΗΠΑ να ξαναγίνουν και πάλι αυτόνομες ενεργειακά ως προς την παραγωγή
πετρελαίου.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια πολιτική ήπιας ανάσχεσης της παγκοσμιοποίησης, σε αντίθεση με τα οικολογικά λογύδρια της διακυβέρνησης Ομπάμα. Δηλαδή -και αυτό ισχύει και για πολλούς άλλους τομείς της οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής των ΗΠΑ- και οι Δημοκρατικοί είχαν αρχίσει να θέτουν φραγμούς στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης! Γι’ αυτό και η νίκη του Τραμπ είχε ήδη προετοιμαστεί εν πολλοίς από τους ίδιους.
Εξάλλου, η παγκοσμιοποίηση και η αποβιομηχανοποίηση, μετά την κρίση του 2008,
έπληξαν καίρια τα λαϊκά στρώματα και ένα μεγάλο μέρος των μεσαίων
στρωμάτων, ιδιαίτερα στις αγροτικές και μικροαστικές περιοχές -πάρα
πολλοί έχασαν τα σπίτια τους με το κραχ των τραπεζών- ενώ τα εισοδήματά
τους και κυρίως οι προοπτικές τους υποβαθμίστηκαν. Εξάλλου, εκτός των
οικονομικών συνεπειών, ενέπλεξαν τις ΗΠΑ σε μια ατελείωτη σειρά
στρατιωτικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων σε πλανητική κλίμακα,
επιτρέποντας και από αυτή την άποψη την ταχύτατη ανάδυση της Κίνας. Ένα
σημαντικό λοιπόν κομμάτι των αρχουσών τάξεων των ΗΠΑ -καθόλου τυχαία η
στήριξη του FBI, ή του πρώην δημάρχου Τζουλιάνι στον Τραμπ- τάχθηκε με
έναν «αντιπαγκοσμιοποιητικό» υποψήφιο, ακόμα και αν έκλεινε τη μύτη του
από αηδία.
Ο Τραμπ, δηλαδή το πιο
«συντηρητικό» τμήμα του αμερικάνικου καπιταλισμού, μπροστά στην κρίση
της παγκοσμιοποίησης ως κρίση της δυτικής ηγεμονίας, επιχειρεί
«make America great again», δηλαδή, στην πραγματικότητα, να
αντιμετωπίσει απευθείας και πολύ πιο ενεργητικά την κινεζική απειλή.
Πρώτον, βάζοντας φραγμό στο ελεύθερο εμπόριο που οι ίδιες οι ΗΠΑ
επέβαλαν τα τελευταία τριάντα-σαράντα χρόνια, έτσι ώστε να πλήξουν την
κινεζική εξαγωγική βιομηχανία και την παραγωγή των δυτικών επιχειρήσεων
στην ίδια την Κίνα και, δεύτερον, επιχειρώντας μια πολιτική αλλαγή
μεγάλης κλίμακας, με κύριο στόχο την περικύκλωση της Κίνας. Άραγε ο
Τράμπ θα επιχειρήσει μέχρι τέλους να αποσπάσει τη Ρωσία από τη συμμαχία
της με την Κίνα, όπως φαίνεται να επιθυμεί;
Πάντως, είναι βέβαιο πως η στρατηγική της
εγκατάλειψης της Ευρώπης στα χέρια της Γερμανίας, για την οποία έχει
μιλήσει, και η μείωση της αντιπαλότητας με τη Ρωσία σχετίζονται άμεσα με
τον αναπροσανατολισμό της αμερικανικής στρατηγικής προς τον Ειρηνικό
Ωκεανό και την Ασία. Βεβαίως, όλες οι επιμέρους αντιφάσεις της
στρατηγικής του δεν καθιστούν τόσο εύκολο αυτό τον στόχο. Πώς, επί
παραδείγματι, θα μπορέσει να απεγκλωβιστεί από τη Μ. Ανατολή, την ίδια
στιγμή που οι αμερικανικές επιχειρήσεις θέλουν να κάνουν κουμάντο στο
πετρέλαιο και ο ίδιος εμφανίζεται φανατικός υπέρμαχος του Ισραήλ; Όπως
προανέφερα, εξάλλου, ο Τζωρτζ Μπους, το 2000, εξελέγη έχοντας ως κύριο
στόχο του την Κίνα και, όμως, κύριος στόχος του έγινε ο… Σαντάμ
Χουσεΐν, προσφέροντας στην Κίνα τον χρόνο που χρειαζόταν.
Πολλαπλές πολιτικές πιθανότητες
Επομένως, η άνοδος Τραμπ εκφράζει μία
κρίση της παγκοσμιοποίησης, όπως τη βλέπει η Δύση – γεγονός που
επιβεβαιώνεται και στις ευρωπαϊκές χώρες (Brexit, ενίσχυση της Λεπέν
στην Γαλλία, κρίση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος). Η άνοδος του
Τραμπ είναι επίσης μία ήττα του πολυπολιτισμικού κατεστημένου που είχαν
οικοδομήσει η φιλελεύθερη Δεξιά και η πολυπολιτισμική Αριστερά μέσα στη
θερμοκοιτίδα της παγκοσμιοποίησης. Συνιστά έτσι μία αντίδραση των
εθνοτικών δυνάμεων απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Όμως, αντίδραση
απέναντι στην παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει ταυτόχρονα και ενίσχυση των
λαϊκών δυνάμεων ή των λαών του τρίτου κόσμου.
Η νίκη Τραμπ αποτελεί μία «δεξιά» αντίδραση στην κρίση της παγκοσμιοποίησης.
Κατά την κρίση της λεγόμενης «πρώτης παγκοσμιοποίησης», της οποίας
ηγούνταν η Αγγλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι συνέπειες υπήρξαν
καταιγιστικές: Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ρώσικη Επανάσταση, φασισμός στην
Ιταλία, ναζισμός στη Γερμανία, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η επικράτηση του
Μουσολίνι ή του Χίτλερ αποτελούσε ένα στοιχείο της κρίσης των
παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών. Σήμερα έχουμε μπει ήδη στην κρίση τής,
υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, δεύτερης παγκοσμιοποίησης. Οι αντιδράσεις
απέναντί της παίρνουν πολλαπλές και ποικίλες διαστάσεις: Έκρηξη του
ισλαμισμού στις μουσουλμανικές χώρες που, μετά από μια πρώτη
«αντιιμπεριαλιστική» περίοδο στην Παλαιστίνη ή στο Ιράν, κατέληξαν στον
ισλαμοφασισμό του ISIS και τον οθωμανισμό του Ερντογάν. Ανάπτυξη
αντισυστημικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική, στην περασμένη δεκαετία,
και κρίση τους σήμερα. Κρίση των πολιτικών συστημάτων στην Ευρώπη η
οποία, στις παλιές αποικιακές οικονομίες, παίρνει δεξιόστροφη έκφραση
(Λεπέν στη Γαλλία, Φάραντζ στην Αγγλία κ.λπ.) ή αριστερόστροφη στις πιο
αδύναμες χώρες (Ποδέμος στην Ισπανία, Σύριζα στην Ελλάδα) ή ιδιόμορφη
(Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία).
Πρόκειται λοιπόν για μία κρίση επιβεβαιωμένη και αναμφισβήτητη. Όμως, η πολιτική της απόληξη δεν είναι καθόλου προδιαγεγραμμένη.
Απλώς καταδεικνύει το αδιέξοδο μιας ορισμένης αντίληψης που εμμένει στη
λογική του πολυπολιτισμού, των ανοικτών συνόρων, της άρνησης των
ταυτοτήτων. Αυτό είναι βέβαιο. Εάν όμως την ηγεσία αυτού του κινήματος,
προς την επιστροφή των ταυτοτήτων, θα την αναλάβουν δυνάμεις ικανές να
επιχειρήσουν μια κοινωνική και οικολογική σύνθεση, ή αντίθετα δυνάμεις
που, όπως ο Τραμπ, θα εκμεταλλευτούν αυτό το ρεύμα, με απρόβλεπτες
συνέπειες για την ανθρωπότητα, αυτό παραμένει άγνωστο και θα κριθεί και
από την ίδια την οξυδέρκεια των λαών και των πολιτικών και ιδεολογικών
ελίτ. Και αν κρίνουμε από ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα, μάλλον δεν πρέπει
να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι.
Το φαινόμενο Τραμπ και η Ελλάδα
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, εξαιτίας της
καταστροφής που έχει προκαλέσει στη χώρα η παγκοσμιοποίηση και ακόμα
περισσότερη η κρίση της, η πλειοψηφία του πληθυσμού μισεί πλέον βαθύτατα
το κατεστημένο των Σόρος, Μέρκελ, Σημίτη και κομπανία δεν πρέπει να μας
παρασύρει σε μια άκριτη υποστήριξη του Τραμπ. Έστω και αν είναι γεγονός
πως δεν αντέχαμε καθόλου την απωθητική συστημικότητα της Κλίντον. Tο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν θα αφήσουμε να λυμαίνονται τον χώρο της αντιπαγκοσμιοποίησης Ναζί σαν την Χ.Α.
ή θα ενεργοποιηθούν, σήμερα, άλλες εθνοαπελευθερωτικές παραδόσεις όπως
εκείνη της Αντίστασης ή του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα. Και μάλλον
θα πρέπει να μας ανησυχεί το γεγονός ότι ο Πάνος Καμμένος, ως ο άνθρωπος
όλων των καταστάσεων, εμφανίζεται ως ο μεγάλος οπαδός του Τραμπ στην
Ελλάδα, προετοιμάζοντας ήδη την «μετασύριζα» περίοδο, όπως το έκανε
«υπερασπιζόμενος την ορθοδοξία» απέναντι στους «άθεους» κυβερνητικούς
συν-εταίρους του.
Πριν απ’ όλα, λοιπόν, θα πρέπει να δούμε ποια θα είναι η πολιτική του Τραμπ απέναντι στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πιθανές συνέπειες μιας προσέγγισής του
με τη Ρωσία και μια ταυτόχρονη αποστασιοποίησή του από τα ευρωπαϊκά
ζητήματα; Θα ήταν πιθανή μια ειρήνευση στη Συρία και το Ιράκ, ως
συνέπεια της συνεργασίας με τον Πούτιν – ειρήνευση που θα μείωνε τις
προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα; Και μήπως μια πιθανή προσέγγιση με την
Ρωσία θα έδινε ίσως μεγαλύτερες ευκαιρίες και σε μια ρωσο-ευρωπαϊκή
προσέγγιση, οπωσδήποτε θετική για μας; Μένει να αποδειχτεί, δεδομένων
των πολλών αντιφατικών τοποθετήσεων του – όπως επί παραδείγματι η
εχθρότητα προς το Ιράν, που είναι σημαντικός σύμμαχος της Ρωσίας!
Ποια στάση θα ακολουθήσει απέναντι στην Τουρκία; Αληθεύουν
οι πληροφορίες για τον φιλοτουρκισμό του; Θα ενισχύσει εκ νέου τον
ισραηλοτουρκικό άξονα, με ό,τι αυτό σημαίνει για Ελλάδα και Κύπρο; Κάτι
τέτοιο, παράλληλα με την ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας, δεν θα μας
προσέδενε ακόμα περισσότερο στο γερμανικό άρμα; Το βέβαιο είναι πως
«όπου φτωχός και η μοίρα του». Η αποδυνάμωση του ελληνισμού δεν
προαναγγέλλει κάποια θετική εξέλιξη και, όσο μεγαλύτερη γίνεται η
ανισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τόσο περισσότερο οι όποιες
«διευθετήσεις» των ελληνοτουρκικών θα πραγματοποιούνται σε βάρος μας.
Εξάλλου, ο αντι-ισλαμισμός του Τραμπ δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα
μεταφραστεί και σε αντιτουρκισμό. Διότι η Τουρκία μπορεί πάντοτε να
παίζει στα δύο ταμπλό. Και του ισλάμ και της τουρκικής ταυτότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου