Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Οδυσσέας Ελύτης. “Ανάγνωσμα Τέταρτο. Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες”

Φώτο από το βιβλίο του Βασ. Μαθιόπουλου "Εικόνες Κατοχής. Φωτογραφικές μαρτυρίες από τα γερμανικά αρχεία", εκδόσεις Ερμής. Η λεζάντα που συνοδεύει την φωτογραφία γράφει: "Ο Λιστ ποζάρει μπροστά στο φακό για να έχει ενθύμιο από τις μέρες που η 12η Στρατιά του νικούσε στη Βαλκανική εκστρατεία. Η στρατιά εκείνη διαλύθηκε λίγο αργότερα στο Ανατολικό μέτωπο. Σχεδόν κάθε Γερμανός που πατούσε στη γερμανοκρατούμενη Αθήνα ήθελε ν' ανέβει στην Ακρόπολη, γιατί κάτι είχε ακούσει για τον Παρθενώνα. Και αρκετοί ήξεραν από ποιόν πολιτισμό πήγασαν τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα. Αλλά ποτέ δε συνειδητοποίησαν, οι περισσότεροι, πως τα αθάνατα αριστουργήματα του Φειδία και του Ικτίνου δεν ακτινοβολούν μόνο τη λάμψη του ελλληνικού ήλιου που οι ακτίνες τους αντανακλούν πάνω στους κίονες με το πεντελικό μάρμαρο, αλλά και από το αθάνατο ελληνικό πνεύμα με το οποίο εκφράζονται η λευτεριά και η δημοκρατία. Και ο ναζισμός μισούσε το ελληνικό πνεύμα, που φώτιζε το δικό του πηχτό σκοτάδι".
Φώτο από το βιβλίο του Βασ. Μαθιόπουλου “Εικόνες Κατοχής. Φωτογραφικές μαρτυρίες από τα γερμανικά αρχεία”, εκδόσεις Ερμής. Η λεζάντα που συνοδεύει την φωτογραφία γράφει: “Ο Λιστ ποζάρει μπροστά στο φακό για να έχει ενθύμιο από τις μέρες που η 12η Στρατιά του νικούσε στη Βαλκανική εκστρατεία. Η στρατιά εκείνη διαλύθηκε λίγο αργότερα στο Ανατολικό μέτωπο. Σχεδόν κάθε Γερμανός που πατούσε στη γερμανοκρατούμενη Αθήνα ήθελε ν’ ανέβει στην Ακρόπολη, γιατί κάτι είχε ακούσει για τον Παρθενώνα. Και αρκετοί ήξεραν από ποιόν πολιτισμό πήγασαν τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα. Αλλά ποτέ δε συνειδητοποίησαν, οι περισσότεροι, πως τα αθάνατα αριστουργήματα του Φειδία και του Ικτίνου δεν ακτινοβολούν μόνο τη λάμψη του ελλληνικού ήλιου που οι ακτίνες τους αντανακλούν πάνω στους κίονες με το πεντελικό μάρμαρο, αλλά και από το αθάνατο ελληνικό πνεύμα με το οποίο εκφράζονται η λευτεριά και η δημοκρατία. Και ο ναζισμός μισούσε το ελληνικό πνεύμα, που φώτιζε το δικό του πηχτό σκοτάδι.

Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά άλλος τρόπος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δυο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.

Παιδιά της Αθήνας στην κατοχή. Από το φωτογραφικό αρχείο του Πολεμικού Μουσείου.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται. Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε να ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.

         Πάνω σε εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε λέει, να αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρείς φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τί πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.

         Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω από τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.

(Πηγή:  http://christostsantis.wordpress.com)




     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς