Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Αφήγηση του αείμνηστου αγωνιστή Θεόφ. Αναγνώστου

 Κανακάρη 181, οικία δικηγόρου Θεόδ. Γιοβάνη και πρώην Θρ. Κωνσταντίνου, γιατρού, καπετάνιου του 12ου Συντάγματος ΕΛΑΣ. Το κτίριο της Gestapo στην Πάτρα, απαράλλαχτο και σήμερα, όπως τότε, τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, 1941-44. 


"ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ 

ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ"

"...Ξεχύθηκε και αυτός κοντά μου. Δεν πρόλαβε όμως να έρθει ο πίσω μου και ο  ’’καπετάν’’ Γιάννος γιατί εν τω μεταξύ, ο αδελφός μου ο Θωμάς ’’έγινε σκυλί’’ και βγήκε έξω από το μαγαζί. Τρέχει κι έρχεται εκεί και του λέει του ’’καπετάν’’ Γιάννου: ’’Τι θέλετε ρε, αδελφός μου είναι’’. Βγάζει το πιστόλι του, ο ’’καπετάν’’ Γιάννος, του το κολλάει στο στήθος και του απαντάει: ’’Γκεστάπο’’([1]). Έτσι καθυστέρησε τον Γιάννο ο Θωμάς.
Έβγαλε λοιπόν το πιστόλι του ο Ελπιδοφόρος και μου φώναζε ’’στάσου, στάσου, Γκεστάπο, Γκεστάπο’’. Και πυροβολώντας με απειλούσε: ’’Θα σε σκοτώσω’’. Εγώ από τη δεξιά πλευρά της Αγ. Νικολάου φθάνω στην οδό Κανακάρη και στρίβω με κατεύθυνση προς την οδό Καλαβρύτων. Περνάω τη διασταύρωση με την οδό Ερμού και σκέφτομαι, ’’τώρα που πάω;’’. Απ’ όσο θυμάμαι, μπροστά μου είναι τα γραφεία των Ες Ες, στο σπίτι του Κωνσταντίνου. Και στην επόμενη γωνία στη Γεροκωστοπούλου, στρίβω αριστερά επάνω. Του είχα ξεφύγει κάπου 40-50 μέτρα, γιατί αυτός δεν μπορούσε με τα λουστρίνια να τρέξει. Πιστεύω ότι ήταν που φορούσε και το παλτό και εξ αιτίας του δεν μπορούσε να τρέξει. Γι’ αυτό με ακολουθούσε και φώναζε: ’’Πιάστε τον, πιάστε τον, Γκεστάπο, Γκεστάπο’’.
Τρέχοντας φθάνω στη διασταύρωση Καραϊσκάκη και Γεροκωστοπούλου. Εγώ είμαι στην απάνω γωνία, στην Καραϊσκάκη και αυτός είναι στην κάτω, στην Κανακάρη. Τι σχεδίαζα στο μυαλό μου; Θα στρίψω δεξιά προς την Παντάνασσα και πίσω από την εκκλησία θα χαθώ. Αυτό είχα στο μυαλό μου. Δεν θα με πιάσουνε πίσω από την Παντάνασσα είπα, θα τους έφευγα εκατό μέτρα ακόμα.

ΣΥΛΛΗΨΗ  ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Τι συνέβη όμως στη Γεροκωστοπούλου; Όπως ανεβαίνω την αριστερή πλευρά της, μεταξύ των οδών Καραϊσκάκη και Κανακάρη, ήταν το Β΄ Αστυνομικό Τμήμα. Στη γωνία με την Καραϊσκάκη, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, φυλάει σκοπός ένας γηραλέος αστυφύλακας, τον οποίο τον ήξερα. Είναι η πλευρά του δρόμου, όπου τρέχω εγώ. Κι όπως φωνάζει ο Ελπιδοφόρος ’’πιάστε τον Γκεστάπο’’, και μπαμ  με το πιστόλι του, μπαίνει μπροστά ο αστυφύλακας και με κλείνει στην αγκαλιά του.
Του λέω: ’’Γκεστάπο, με κυνηγάνε ρε’’. Δεν είχα τη δύναμη να τον παλέψω, κουρασμένος όπως ήμουνα. Έφτασε κι ο Ελπιδοφόρος.  Με πήρανε και με πήγανε στο Β΄ Αστυνομικό Τμήμα, απέναντι. Δεν έμαθα το όνομα του αστυφύλακα ποτέ, αλλά στην όψη τον γνώριζα. Πρέπει να έχει πεθάνει τώρα. Ήταν τότε γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα.
Με πάνε επάνω, έρχεται από πίσω κι ο Ελπιδοφόρος. Μου κάνουν έρευνα οι αστυνομικοί. Είχα στοιχεία επάνω μου, ώστε αν τα βρούνε να τα συνδέσουνε και να μην έχω ζωή. Αυτά τα στοιχεία ήταν ονόματα της ΕΠΟΝ που θα έπαιρνα στο λαιμό μου κι άλλους ανθρώπους. Αυτά μου τα είχαν δώσει το πρωί γιατί επρόκειτο να κάνω μια συγκέντρωση, μια σύσκεψη και έπρεπε να ειδοποιήσω κάποιους ανθρώπους εγώ, και τους υπόλοιπους θα τους ειδοποιούσαν από άλλη πλευρά. Αλλά επειδή δρούσα πάντα με προφυλάξεις, αυτό το σημειωματάκι το είχα διπλώσει συνωμοτικά. Το είχα κάνει φυσαρμόνικα και το έβαλα στην μικρή εξωτερική τσέπη του σακακιού μου, που ήταν βαθιά. Κάνουν έρευνα δεν βρίσκουν τίποτα, να με ενοχοποιήσουν. Η τσέπη μου, όπως σου είπα, ήτανε βαθιά και στενή και το χέρι τους δεν έφθανε στο σημειωματάκι.
Ωστόσο με έχουν συλλάβει και ακολουθεί το παραπέρα. Σε λίγο με παίρνουν δύο αστυφύλακες και ένας υπαστυνόμος. Μου έχουν βάλει χειροπέδες και με πάνε ποδαρόδρομο στη Γενική Ασφάλεια στην Κανακάρη. Κι αφού οι αστυφύλακες της Ασφάλειας, μου κάνουν ξανά έρευνα και δεν βρίσκουν τίποτα, μου παίρνουν τα στοιχεία και με κατεβάζουν κάτω σε ένα υπόγειο. Την ώρα που με κατεβάζουν κάτω, βάζω το σημειωματάκι στο στόμα μου, το μασάω, το λιώνω με το σάλιο μου και το φτύνω. Δεν κάθησα μέσα δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, μου φωνάζουν ’’έλα πάνω’’. Ήτανε ο Υποδιοικητής των Ες Ες. Ένας ασυνήθιστα για την γερμανική ράτσα, κοντός άνθρωπος. Με πιάνει ο Υποδιοικητής από το χέρι, μου σφίγγει το μανίκι από το σακάκι μου επάνω του και χωρίς να μου φορέσουν χειροπέδες με πάνε στο σπίτι του Κωνσταντίνου στα Ες Ες. Η μεταφορά μου έγινε με ένα τζιπ, όπου στο πίσω κάθισμα είμαι εγώ, ανάμεσα στον κοντό Γερμανό Υποδιοικητή και τον Ελπιδοφόρο, ενώ στο μπροστινό κάθισμα κάθονται οι δυο στρατιώτες, οδηγός και συνοδηγός. Το διοικητήριο των Ες Ες ήταν επί της Κανακάρη, λίγα σπίτια πριν βγούμε στην Καλαβρύτων (σ.σ.: Γούναρη σήμερα).
Με ανεβάζουν επάνω και με πάνε σ’ ένα γραφείο. Το γραφείο του Κωνσταντίνου το είχανε κάνει δικό τους οι Γερμανοί. Μέσα – θυμάμαι – είμαι εγώ, ο Ελπιδοφόρος, ο Υποδιοικητής και σε κάποια στιγμή μπαίνει μέσα ο Διοικητής, ο οποίος είχε μια φάτσα, που έδειχνε σκούρος άνθρωπος. Ήταν ένας αδύνατος πιο ψηλός απ’ αυτόν, αλλά πιο ζωηρός, πιο Γερμανός στη φάτσα. Ο άλλος, ο Υποδιοικητής, έμοιαζε Γερμανός στην συμπεριφορά του, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντός . Την στιγμή που μπαίνει μέσα ο Διοικητής, όλοι σηκώνονται, μαζί κι ο Ελπιδοφόρος και τον χαιρετούν με σηκωμένο το δεξί χέρι: ’’Χάιλ Χίτλερ’’. 
Η είσοδος της Gestapo Πάτρας. Στο  βάθος το υπόγειο των κρατητηρίων.


--------οοοο--------

Εδώ αρχίζει το μαρτύριο του ’’μαρτύρα’’. 
Ήταν η ώρα 11.30 το μεσημέρι που φτάσαμε εκεί. Αυτό γινότανε μέχρι τις 6 η ώρα το απόγευμα. Με έπαιρνε πότε ο ένας φαντάρος και πότε ο άλλος. Τελικά έρχεται ο Υποδιοικητής και μου λέει:
- Κουραστήκανε οι φαντάροι. Τώρα θα σε πάρω εγώ.
Με παίρνει και με χτυπούσε κατά έναν τρόπο ασυνείδητο… Οι άλλοι χτυπούσαν με οργανωμένο τρόπο. Με χτυπούσαν στον πισινό χαμηλά, λίγο παρακάτω λίγο παραπάνω. Αυτός άρχισε και χτύπαγε οπουδήποτε. Κεφάλι, σώμα… Εγώ τίποτα. Με πάτησε στο πρόσωπο, μου έσπασε τα δόντια κι έβγαλα αίμα απ’ το στόμα. Και τελικά με άφησε αναίσθητο! Μου έριξαν κουβάδες νερό για να συνέλθω. Ο Ελπιδοφόρος έχει φύγει, πηγαίνοντας να κάνει κι άλλες συλλήψεις, στο μεταξύ.
Ο Υποδιοικητής βγάζει το πιστόλι του, ένα μαραμπέλ, έρχεται κοντά μου, το οπλίζει  και μου το βάζει στον κρόταφο. Τώρα, ο Διοικητής μου λέει στα ελληνικά:
- Ή μιλάς ή πιέζει την σκανδάλη. Έχεις ένα λεπτό καιρό!
Χωρίς καν να περιμένων ούτε ένα δευτερόλεπτο του απαντώ:
- Σας είπα, δεν έχω να σας πω τίποτα και το λεπτό που μου λέτε δεν χρειάζεται.
Το κατάλαβε ο Υποδιοικητής, γιατί τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιούσα. Και όπως κρατούσε το πιστόλι, το γυρίζει πλάκα και μου δίνει ένα χτύπημα στον κρόταφο, πολύ δυνατό. Κι όπως με είχανε δίπλα σε μια μεγάλη πολυθρόνα, πέφτω κάτω εγώ κι απάνω μου πέφτει η πολυθρόνα. Το πήραν απόφαση ότι δεν θα μιλήσω. Με στήσαν στον τοίχο, ταλαιπωρημένο, χωρίς νερό. Όταν ζήτησα νερό από τον στρατιώτη, που με φρουρούσε, μου είπε πως αυτό δεν γίνεται. Όμως έστειλε άλλον στρατιώτη και ρώτησε τον αξιωματικό, ο οποίος δυνατά απάντησε:
- Νιξ, νιξ» (σ.σ.: όχι, όχι).

(Προδημοσίευση από το βιβλίο
"Μαρτυρίες από την Πάτρα της Κατοχής και της Αντίστασης")


([1]) Στο κυνήγι του Θεόφ. Αναγνώστου αρχικά συμμετείχαν, ο Ελπιδοφόρος, ο ’’καπετάν’’ Γιάννος και ένας ονόματι ’’Αλέκος’’ αγνώστου επωνύμου. Ο ’’καπετάν’’ Γιάννος (Γιαννόπουλος ήταν το επώνυμό του), υπήρξε εθνικιστής, καταγόμενος από τον Μποντιά Καλαβρύτων, ο οποίος συνεργάστηκε με την  Γκεστάπο. Το προσωνύμιο ’’καπετάν’’ το έδωσε μόνος στον εαυτό του, όταν μπήκε επικεφαλής μιας ομαδούλας, που δεν εμέλλετο να διατηρηθεί για πολύ καιρό. Ο ’’Αλέκος’’ ήταν παλιός τρόφιμος των φυλακών, πενηντάχρονος στην ηλικία και γνώστης της γερμανικής γλώσσας, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του ως μεταφραστής των γερμανικών, για να  μετατραπεί στη συνέχεια  σε όργανο της Γκεστάπο. Τελικά, ως νεότερος από τους συνεργάτες του ο Ελπιδοφόρος, συνέχισε μόνος το κυνήγι και την σύλληψη του Θεόφ. Αναγνώστου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς