Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Giulia Binando Melis: «Το κορίτσι που έφτυνε φωτιά»


 Βασισμένο στην προσωπική εμπειρία της μακράς νοσηλείας της ως παιδί, η Μέλις καταπιάνεται με ένα θέμα βαρύ, με χιούμορ και ρεαλισμό!

Η Τζούλια Μπινάντο Μέλις αφηγείται στο Κορίτσι που έφτυνε φωτιά μια ιστορία επιβίωσης, θάρρους και φιλίας. Η Μίνα αρρωσταίνει ξαφνικά και από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στην παιδιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου του Τορίνο, όπου υποβάλλεται σε πολλαπλούς κύκλους χημειοθεραπείας. Εκεί θα γνωρίσει τον Λορέντσο, τον ασθενή του διπλανού δωματίου, και μαζί θα μοιραστούν τους φόβους, τον θυμό, τον πόνο αλλά και έναν καινούργιο κόσμο απόδρασης και παρηγοριάς, αυτόν της φαντασίας.

Βασισμένο στην προσωπική εμπειρία της μακράς νοσηλείας της ως παιδί, η Μέλις καταπιάνεται με ένα θέμα βαρύ. Με χιούμορ και ρεαλισμό, όμως, μετατρέπει την ιστορία της μικρής Μίνας σε μια ιστορία για την παιδικότητα και τη φαντασία. Γιατί, όπως γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου: «Η τέχνη έχει μια ευτυχία μέσα της, ακόμα και όταν μιλά για κάτι τραυματικό. Το ίδιο συμβαίνει και στο παιδί. Ζει την ευτυχία ενός παραδείσου, ακόμα κι αν η ζωή του είναι τραυματική. Γιατί έχει τη δύναμη να υπερβαίνει το τραυματικό, να πλάθει με τη φαντασία του έναν κόσμο στα μέτρα του, έναν κόσμο αντιμέτωπο με εκείνον τον άλλο, τον πραγματικό».

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που επιλέγεται μεταφέρει την ένταση του συναισθήματος του προσωπικού βιώματος. «Η γιατρός πήρε την καρέκλα από το γραφείο και την έφερε κοντά στο κρεβάτι, μετά κάθισε και με ρώτησε αν ήμουν καλά. Μου εξήγησε ότι η ασθένειά μου ονομάζεται Λέμφωμα Μπέρκετ […] τυχαία νοσείς, όχι, θέλει λίγο χρόνο, πρέπει να γίνουν δυνατές θεραπείες, ναι, αλλά ύστερα από καιρό θα μπορείς ανάμεσα στη μια θεραπεία και την άλλη να επιστρέφεις στο σπίτι σου […] Έπρεπε να καταλάβω κάτι πριν φύγει. Τη ρώτησα: Θα πεθάνω;…»

Διάλογοι και εσωτερική φωνή. Αφήγηση γραμμική. Η πρώτη διάγνωση και μετά: «Ο μπαμπάς μου χαϊδεύει τον ώμο μου. Η γιατρός Μπόσκο λέει ότι πρέπει να αρχίσουμε τον τρίτο κύκλο χημειοθεραπείας. Τότε αρχίζω να φαντάζομαι τη γιατρό Μπόσκο άρρωστη, χωρίς τα δαμασκηνί μαλλιά, να ξυπνά και να τα βρίσκει όλα στο μαξιλάρι και να προσπαθεί να τα κολλήσει στο κεφάλι της, αλλά να μην τα καταφέρνει».

Η συγγραφέας γύρω από τη Μίνα και τον Λορέντσο στήνει μια πλειάδα προσώπων. Γονείς, γιατρούς, νοσηλευτές, φροντιστές, εθελοντές, συμμαθητές. Και μολονότι ο καθένας από αυτούς στέκεται δίπλα τους, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, η συγγραφέας επιλέγει να κρατήσει όλα αυτά τα πρόσωπα στο περιθώριο της ιστορίας. Έτσι καταφέρνει να αποδραματοποιήσει την αφήγηση. Στο κέντρο της ιστορίας παραμένουν τα δύο παιδιά. Που, παρά τα όσα βιώνουν, παραμένουν παιδιά. Γίνονται δράκος, λυκάνθρωπος, κι έτσι ξορκίζουν τον φόβο και τον πόνο. «Οι δράκοι ζουν βαθιά μέσα στα πράγματα. Νιώθουν ένα κάψιμο μέσα στο στομάχι, που τους βοηθά να βγάζουν φωτιά. Κανείς δε σκοτώνει τους δράκους, είναι πολύ δυνατοί. Εμένα θέλουν να με σκοτώσουν. Αλλά με τις φλόγες που βγάζω, τους καίω όλους».

Όσοι έχουν την εμπειρία της μακροχρόνιας νοσηλείας, είτε ως ασθενείς είτε ως φροντιστές, θα αναγνωρίσουν στοιχεία αληθοφάνειας στις περιγραφές της καθημερινότητας. Αλλά η συγγραφέας επιλέγει να στρέψει το βλέμμα του αναγνώστη, μικρού και μεγάλου, αλλού. Χωρίς μελοδραματισμούς, τον πιάνει από το χέρι και τον οδηγεί στον παρήγορο κόσμο της παιδικής φαντασίας. Εκεί που καταφεύγουν και οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές. Με τις εικόνες να κατακλύζουν το κείμενο, εικόνες ρεαλιστικές, φουτουριστικές, εξωλογικές, παιδιάστικες, η Μέλις αναδεικνύει την ομορφιά της κάθε στιγμής: «Τα αστέρια είναι ψίχουλα από το ψωμί που έφαγε ο Θεός […] Χαμογελώ. Η δροσιά της νύχτας μπαίνει από το στόμα μου και νιώθω τα δόντια μου να κρυώνουν. Μια πυγολαμπίδα πετά, χώνεται σε μια κίτρινη πικραλίδα, που ανάβει καισβήνει, ανάβει και σβήνει». Αλλά και τα ανείπωτα συναισθήματα. Συναισθήματα που δεν κραυγάζουν το τεράστιο «γιατί;» αλλά το λένε με άλλο τρόπο: «Μετά τη λειτουργία ο Θεός ετοιμάζει το κολατσιό Του. Τρώει λουλούδια, ρολόγια και φρυγανιές, παιδιά… Μερικές φορές ο Θεός πεινά τόσο πολύ, που δε βλέπει μπροστά του».

Το κείμενο κινείται σε ένα διαρκές εκκρεμές χαρμολύπης. Μια παιδικότητα ακυρωμένη, αλλά παρούσα. Μια ζωή σε αναμονή. Κερδισμένη σταγόνα-σταγόνα. «Δείχνω στους συμμαθητές τα σημάδια μου. Έχω πολλά. Σε όλο το σώμα. Η ζωή δεν είναι εύκολη… Αλλά τώρα είμαι αθάνατη».

Αφιερώνοντας το βιβλίο σε όσους κάποτε ζούσαν και σε αυτούς που με θάρρος συνεχίζουν να ζουν, η συγγραφέας αποτίνει φόρο τιμής στην ίδια τη ζωή. Γιατί «το αντίο δεν είναι μόνο αποχαιρετισμός… είναι κι ένας τρόπος να πεις ευχαριστώ».

 

Το κορίτσι που έφτυνε φωτιά
Τζούλια Μπινάντο Μέλις
μετάφραση: Φωτεινή Ζερβού
Εκδόσεις Πατάκη
416 σελ.
ISBN 978-960-16-7263-2
Τιμή €18,80

001 patakis eshop

 

 

Diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς