Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Κυκλοφορεί: Γκρέγκορι Πιερρό, «Ο αποικιοκράτης χίπστερ»

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ:Γκρέγκορι Πιερρό, Ο αποικιοκράτης χίπστερμτφρ. Δημήτρης Μ. Μόσχος
ISBN: 978-618-5267-73-5 
Σελ.: 160Σχήμα: 12x20 εκ.Τιμή: 14,40€
Αγορά
Ο χιπστερισμός του 21ου αιώνα τα χωράει όλα: κάθε πολιτική άποψη και καλλιτεχνική έκφραση γίνεται μέρος ενός μενού από το οποίο επιλέγει κανείς για να δημιουργήσει την ατομική του ταυτότητα. Ωστόσο οι σύγχρονοι χίπστερ είναι επίσης η τελευταία παραλλαγή μιας παλιάς πολιτισμικής παράδοσης. Τα θεμελιώδη στοιχεία του χιπ, τα ρούχα, η συμπεριφορά, η μουσική, η λογική του γνώστη, μας οδηγούν στην ιστορία της αποικιοκρατίας και του δουλεμπορίου. Οι χίπστερ, εμπροσθοφυλακή της αστικής και πολιτισμικής αποικιοκρατίας, είναι επίσης η αιχμή του δόρατος του εξευγενισμού, που διαγράφει τη μνήμη της διαφορετικότητας, καλύπτοντας το παρελθόν με τη μονοχρωμία της κουλ ομογενοποίησης. Ο Γκρέγκορι Πιερρό, ανατρέχοντας στην ιστορία του φαινομένου, μας οδηγεί να το ξανασκεφτούμε, να το αντιστρέψουμε, να το αποδιαρθρώσουμε, και εντέλει να το αποαποικιοποιήσουμε.

Κοιτάξτε ρε τον κωλοχιπστερά. Στενό παντελόνι, βίντατζ και πεντακάθαρα αθλητικά παπούτσια· το μπλουζάκι Poison είναι ειρωνικό (ή μήπως όχι;), τα τατουάζ που φαίνονται είναι πολύ έτζυ, ενώ ένα ωραίο καπέλο φορτηγατζή καλύπτει το ατημέλητο κούρεμά του, τα μαλλιά ξυρισμένα στο πλάι, και κάθε πιθανή εκδοχή τρίχας κρύβει ένα ωχρό πρόσωπο πλαισιωμέ­­νο από χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Ο Τζον Μπράουν ίσως να ενέκρινε τη γενειάδα του, αν είχε ζήσει αντί να καταλήξει στην κρεμάλα, παλεύοντας κατά της δουλείας πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Λουζεράς μω­­­ρέ, έτσι δεν είναι; Περπατάει χαλαρός στο πεζοδρόμιο, με τον καπουτσίνο με γάλα αμυγδάλου στο χέρι, ελίσσεται στην κίνηση με το φιξάκι του, εσύ τι ποδήλα­­το έχεις είπαμε;, καθ’ οδόν για το στέκι της γειτονιάς του, ένα πρώην φτηνιάρικο μπαράκι που αγοράστηκε από επενδυτές της Γουόλ Στρητ και μετονομάστηκε σε «Μπαράκι», όπου παίρνεις το κουτάκι μπίρα PBR από τη σα­­­μπανιέρα με τον πάγο, σου σερβίρουν βαρελίσια μπί­­­ρα από μικροζυθοποιίες, τοστ με αβοκάντο, ξέρετε πώς πάει το πράγμα. Είναι πλέον σε κάθε γωνιά κάθε πό­­­λης και εκεί ακριβώς πηγαίνει πάντα ο κωλοχιπστεράς. Εκεί θα συναντήσει τους φίλους του και μπορεί κάλ­­­λιστα να υπάρχουν και γυναίκες – τις καταλαβαίνει κανείς από τα ρούχα, τα είκοσι διαφορετικά είδη κόμμωσης με αφέλειες, τα τατουάζ με τα λουλούδια που καλύπτουν τα γυμνά μπράτσα και τους αμέτρητους συνδυασμούς παρελθοντικών και μελλοντικών κουλ τάσεων της μόδας – οτιδήποτε βίντατζ, γιατί οτιδή­ποτε είναι παρελθόν, είτε ήταν κουλ τότε είτε ήταν σκατά, είναι πλέον κουλ, όλα με μια προσεκτικά στημένη ανεμελιά. Το ξέρεις πως η νύχτα τους είναι ίσως πιο φωτεινή από τη μέρα σου, με τα ίνσταγκράμ τους και με τα χάσταγκ τους και με τα όλα τους. Εσύ ζεις μόνο μία φορά, όμως οι χίπστερ ζουν ξανά και ξανά και ξανά.Σας ακούγεται κλισέ;Φυσικά. Και όπως όλα τα κλισέ, ο χίπστερ έχει γίνει μέρος ενός διάκοσμου, μια ενόχληση από το παρελθόν που συνυφαίνεται τόσο αρμονικά στον ιστό των ημερών μας που δεν τον παρατηρούμε καν. Είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς έναν χίπστερ από έναν κάγκουρα στις μέρες μας – και οι δύο είναι παντού, αναζητώντας τη μοναδικότητα με παγκοσμίως αναγνωρίσιμους τρόπους. Δεν ήταν πάντα έτσι, φυσικά και όχι. Μια φορά κι έναν καιρό, στα ένδοξα χρόνια της δε­­­καετίας του ’90, ο φυσικός βιότοπος του χίπστερ αποτελούνταν από συγκεκριμένα, οριοθετημένα αστι­­κά οικοσυστήμα­­τα: το Λόουερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, το Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν, το Κρόυτσμπεργκ του Βερολίνου, το Σόρντιτς του Λονδίνου (ή το φανταστικό Hosegate του Nathan Barley;), το Μα­­ραί του Παρισιού (που εύστοχα, στα γαλλικά ση­­­μαίνει «βάλτος»). Από τότε, οι χίπστερ έχουν πολλαπλασιαστεί εκθετικά και έχουν επεκτείνει την περιοχή τους. Όλος ο κόσμος πλέον έχει γίνει το σούσι μπαρ τους και όλοι τρώμε σ’ αυτό.Ωστόσο, πριν κοπεί σε κομμάτια και σκορπιστεί σαν τον Όσιρη παντού μέσα στο πνεύμα της εποχής μας, ο χίπστερ έπρεπε να γεννηθεί. Αν και κανείς δεν θα διεκδικούσε την πατρότητά του, είχε πολλούς γο­­­νείς, με­­­ρικούς από τους οποίους θα εξετάσουμε στα επόμενα κεφάλαια. Προς το παρόν, ας πούμε απλώς ότι πήρε σάρκα και οστά στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέσα απ’ το ίδιο μεθυστικό χαρμάνι που μας έδω­­σε τις σημαντικότερες υποκουλτούρες του 20ού αιώνα: η τέχνη της αβανγκάρντ συναντά την ποπ κουλτούρα σε κάποιο αχαρτογράφητο σταυροδρόμι και, γύρω από τους πρωτοπόρους της τέχνης, της μόδας, της δη­­­μοσιο­γραφίας και του μάνατζμεντ, σχηματίζεται μια σκηνή από γνώστες, θαυμαστές και οπαδούς που με­­­γα­­­λώνει, καθώς η καινοτομία σιγά σιγά από κάτι κα­­­λά κρυμμένο γίνεται κοινό μυστικό. Όμως, όσα και αν οφείλει μια τάση στην ποπ τέχνη, η δημοφιλία της αναγκαστικά σκοτώνει κάθε καλλιτεχνική αξίωση. Μια πολύ δημοφιλής τάση γίνεται κάτι στερεοτυπικό, ένας κοινός τόπος: βρίσκει τη θέση της στον τοίχο δί­­­πλα στα φαλαινάκια μονόκερους και τα εξώφυλλα δίσκων των LCD Soundsystem. Μπορεί να καταφέρει να διατηρήσει κάποιο βαθμό πρωτοτυπίας, μόλις όμως γί­­νουν γνωστές οι συμβάσεις της, γίνεται μέρος του πο­­­­­­λιτισμικού ιστού. Κάπως έτσι πρέπει να γεννήθηκε ο χίπστερ του 21ου αιώνα: πρώτα έλαμψε καλογυαλι­­σμέ­­­­νος (σαν βινύλιο, που εννοείται είναι καλύτερο) έπειτα έχασε τη λάμψη του, ή ίσως διαχύθηκε παντού, κι έγινε έτσι ακόμη πιο απεχθής επειδή η ιδιορρυθμία του έγινε κανονικότητα.Και έτσι φτάνει η δεκαετία του 2020 και δεν μπορεί κανείς να δει πραγματικά τον χίπστερ. Είναι νεκρός, θάφτηκε το 2004 και ξανά τον επόμενο χρόνο, και το ίδιο γινόταν κάθε χρόνο μέχρι το 2016 περίπου, όταν ξαφνικά βρεθήκαμε να ασχολούμαστε με πολύ πιο ση­­­μαντικά θέματα, όπως το θάνατο της αλήθειας. Ο Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρος: τέτοια ειρωνεία.
 

Ο Γκρέγκορι Πιερρό είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. Έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Αφροαμερικανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Black Avenger in Atlantic Culture, έχει επιμεληθεί την ανθολογία An Anthology of Haitian Revolutionary Fictions (2022) και συμπαρουσιάζει τη σειρά διαδικτυακών εκπομπών Decolonize That! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς