Ο κ. Μητσοτάκης «επέλεξε να συνομιλήσει για τη συλλογική περιουσία του ελληνικού λαού, με τον εκπρόσωπο της βρετανικής μοναρχίας. Και αυτό από μόνο του είναι τα λέει όλα»!
Η επιλογή του πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, να επισκεφτεί τον Πρίγκιπα της Ουαλίας Κάρολο συμπυκνώνει τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της «επιτελικής» κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας: ταξική υπεροψία, αντιδραστική νοσταλγία και νεοφιλελεύθερη διαχείριση.
Αν προσθέσουμε σε αυτό και την εν κρυπτώ μεθόδευση της επίσκεψης, η εικόνα πλαισιώνεται από την συστηματική και όχι συμπτωματική επιλογή της κυβέρνησης να πορεύεται σε καθεστώς αδιαφάνειας με στόχο να αποφεύγει τη λογοδοσία και τον διάλογο με τους πολίτες.
Η ταξική υπεροψία σχετίζεται με τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή η χώρα μας βρίσκεται στη δίνη μίας καταστροφικής επιδημίας ακρίβειας που εξαϋλώνει τα εισοδήματα των πολιτών και την ίδια στιγμή ναρκοθετεί τα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας. Δεν πρόκειται για μία προσωρινή αναστάτωση.Πρόκειται για μία μεγάλη δοκιμασία με απροσδιόριστο ορίζοντα. Ξέρουμε ότι ήταν οι επιλογές της Νέας Δημοκρατίας αυτές που οδήγησαν σήμερα στο να πληρώνουμε αυτόν τον βαρύ λογαριασμό.
Η επιλογή της προκλητικής αδιαφορίας -όπως τότε που ο υπουργός Ανάπτυξης λοιδορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ απαντώντας στα περί ακρίβειας με το πόσες σέλφι έβγαλε σε ένα σουπερ-μάρκετ-, η επιλογή των εσφαλμένων εκτιμήσεων, η επιλογή των καταστροφικών πολιτικών στην ενέργεια μας οδήγησαν στο σημείο που βρισκόμαστε. Εκεί, εγγράφεται η επίσκεψη του πρωθυπουργού. Θα ανέμενε κανείς ότι σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, θα προγραμμάτιζε διεθνείς συναντήσεις με στόχο την καταπολέμηση της ακρίβειας. Αλλά όχι. Ο πρωθυπουργός που μας διαβεβαίωνε για το «τελευταίο μίλι» της πανδημίας επέλεξε να συναντηθεί με τον πρίγκηπα Κάρολο. Είναι μια επιλογή που μαρτυρεί την απόσταση της κυβέρνησης από τα προβλήματα της καθημερινότητας- τόσο σε συμβολικό, όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, πρόκειται για μία κίνηση που κλείνει το μάτι στις πιο αρχαϊκές και συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Η αντιδραστική νοσταλγία που αποπνέει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι το σημείο συνάντησης εκείνων που προέρχονται ιδεολογικά από την άκρα δεξιά -με πιο επιφανείς τους υπουργούς Ανάπτυξης, Υγείας και Εσωτερικών- με εκείνους που ιστορικά αναφέρονται στον πυρήνα της ελληνικής αστικής τάξης.
Αυτό που τους ενώνει είναι η νοσταλγία για μια όχι και τόσο μακρινή εποχή που τα πράγματα ήταν απλά: η Δεξιά ήταν η κυρίαρχη παράταξη του τόπου, η πολιτική ήταν υπόθεση ισχυρών ανδρών, η εξουσία ανήκε σε εκείνους που ζούσαν εντός ή στην περίμετρο θεσμών όπως η βασιλεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης νιώθει πλέον εξαιρετικά ασταθής. Η φούσκα της εικονικής πραγματικότητας που τον προστάτευε -και την οποία χρηματοδότησε με τη λίστα Πέτσα και άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες- έχει σκάσει υπό την πίεση της πραγματικότητας.
Στο σημείο αυτό επιλέγει να κινηθεί προς το ακροατήριο εκείνο με το οποίο νιώθει πιο άνετα: από τη μία τα υπολείμματα της αντιδραστικής Δεξιάς και από την άλλη εκείνους που θεωρούν ότι εν τέλει η Μεταπολίτευση έβλαψε -με τις «υπερβολές» της- τη χώρα. Όλοι ξέρουν ότι το πολιτειακό ζήτημα έχει κλείσει. Αυτό που μένει ανοιχτό -και σε αυτό προσβλέπει ο πρωθυπουργός- είναι η αίσθηση της «αδικίας» έναντι του παλιού-καλού παρελθόντος που εξέφραζε το μπλοκ εξουσίας μεταξύ του Παλατιού και της Δεξιάς.
Όταν έγινε γνωστή η συνάντηση, η κυβέρνηση επιχείρησε να στρέψει αλλού την προσοχή κάνοντας λόγο για την «αξιοποίηση» της έκτασης στο Τατόι. Εδώ είναι ο τρίτος πόλος της κυβερνητικής πολιτικής: η «αξιοποίηση» είναι η λέξη κλειδί για την νεοφιλελεύθερη αντίληψη του πολιτισμού. Στα τρία αυτά χρόνια είχαμε δυστυχώς πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αυτήν την εξίσωση ειδικά στα πεπραγμένα της υπουργού Πολιτισμού, αλλά και σε κρίσιμα ζητήματα όπου το μόνο κυβερνητικό κριτήριο είναι αυτό της κερδοφορίας συγκεκριμένων κύκλων.
Εδώ όμως υπάρχει και κάτι επιπλέον. Η επιλογή του πρωθυπουργού να συναντήσει τον πρίγκηπα Κάρολο για να μάθει από αυτόν τρόπους «αξιοποίησης», συνιστά μια ευθεία προσβολή της επιστημονικής κοινότητας και της δημόσιας διοίκησης της χώρας μας. Η κυβέρνηση πάσχει από ένα διπλό σύμπλεγμα: επαρχιώτικης καχεξίας και απαξίωσης των εθνικών δυνατοτήτων. Στο πνεύμα αυτό, θεωρεί πάντα ότι οι «έξω» ξέρουν καλύτερα. Με έναν αστερίσκο: οι «έξω» να λένε αυτά που θέλει η ίδια η κυβέρνηση.
Όταν η διεθνής επιστημονική κοινότητα ξεσηκώθηκε κατά των έργων στο μετρό Θεσσαλονίκης ή στην Ακρόπολη, η υπουργός Πολιτισμού αδιαφόρησε. Με τον ίδιο τρόπο, ο πρωθυπουργός αδιαφόρησε για το έργο και τις προτάσεις φορέων και οργανισμών για την πρώην βασιλική περιουσία. Επέλεξε να συνομιλήσει για τη συλλογική περιουσία του ελληνικού λαού, με τον εκπρόσωπο της βρετανικής μοναρχίας. Και αυτό από μόνο του είναι τα λέει όλα.
____________
Δημοσιεύτηκε στο Docville της εφημερίδας Documento 30/4-1/5.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς