Ο ΕΑΜίτης Ανδρ. Παμπούκης, ο Σταθμάρχης της Αιγείρας, που εκτελέστηκε τον Νοέμβρη του 1943. Του βρήκαν όπλο οι Γερμανοί σε έρευνα στην οικία του. |
«Ο σταθμάρχης» Ανδρ. Παμπούκης, ο εκτελεσμένος του σιδηροδρομικού σταθμού Αιγείρας, ξαναζωντανεύει μέσα από το ομώνυμο βιβλίο της Αναστασίας Ευσταθίου
Στο ιστορικό της μυθιστόρημα ''Ο Σταθμάρχης'' η συγγραφέας Αναστασίας Ευσταθίου, εκπαιδευτικός στην Άνω Ακράτα, γράφει στην προσωπική της σελίδα στο fb για τον αγνό πατριώτη σταθμάρχη της Αιγείρας, που εκτελέστηκε μεταξύ άλλων έντεκα στο κτήμα του Γιάννη Μουρτζούχου πίσω από το ΚΕΤχ Πάτρας, κατά την πρώτη ομαδική εκτέλεση που έγινε στην πόλη, καθώς και για τα βιώματα που απαθανάτισε στο πόνημά της, την εποχή εκείνη στην κωμόπολη της Αιγιαλείας, όταν ανέλαβαν διοίκηση οι Ναζί, μετά την κατάρρευση της Φασιστικής Ιταλίας και επέβαλαν τον τρόμο σε όλη τη χώρα και ειδικά στον νομό Αχαΐας.
Και όπως πληροφορείται το Istologio G. Mosxou, αυτό το βιβλίο-κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη, πρόκειται να παρουσιαστεί και στην Πάτρα.
Γράφει λοιπόν η συγγραφέας:
«Χειμώνας του 1943... Η πείνα θέριζε τα χωριά. Ο πατέρας μας ήξερε συγχωριανούς του στην Ακράτα που έθαβαν τρόφιμα στην αυλή και στα χωράφια για να μην τα βρουν οι Γερμανοί...
Η μάνα μας είχε κρύψει έναν τενεκέ λάδι από τη σοδειά της χρονιάς, ανοίγοντας έναν βαθύ λάκκο στο κοτέτσι κάτω από την κασέλα που γεννούσαν οι κότες τα αυγά πίσω απ’ το σπιτάκι...
Η καταστροφή
πονάει γιατί έχει πρόσωπο. Τότε να μετράς το πραγματικό μέγεθός της».
Ιστορικές αναφορές για τον τόπο μας στην Κατοχή στο βιβλίο #ΟΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ, εκδ. Ηδύφωνο, αναζητήστε το: https://idifono.gr/product/o-stathmarchis/
Το ιστορικό του πατριώτη σταθμάρχη Ανδρ. Παμπούκη
Η Χριστίνα Παμπούκη, κόρη του Ανδρέα Παμπούκη, του πατριώτη σταθμάρχη του Σιδηροδρομικού Σταθμού Αιγείρας, ενταγμένου στο ΕΑΜ, που εκτελέστηκε, κατά την πρώτη ομαδική εκτέλεση από τους Γερμανούς, στο κτήμα του Μουρτζούχου αφηγείται, το 2018, 75 χρόνια μετά τις συνθήκες σύλληψης του πατέρα της από τους Ναζί και τους «έλληνες» συνεργάτες τους των Ταγμάτων Ασφαλείας, «εκείνη τη νύχτα της Δευτέρας, στην Αιγείρα…»
«Το τρένο από Αθήνα με προορισμό την Πάτρα σφύριζε πάντα πριν μπει στο σταθμό. Το θεριό, όπως το ‘λεγε η γιαγιά μου, ήρθε αναπάντεχα τα μεσάνυχτα. Νιώσαμε το τρέμουλο της γης κατά την είσοδό του στην πόλη. Στρίγκλισαν οι σιδερένιες του ρόδες σαν ακινητοποιήθηκαν στις ράγιες. Άφησε πίσω του ένα θανατερό λευκό σύννεφο καπνού σαν κακή προειδοποίηση και ακινητοποιήθηκε.
«Περίεργο. Τέτοια ώρα δρομολόγιο;» αναρωτήθηκε η γιαγιά. «Αντρέα, περιμένεις τρένο;» άκουσα τη μάνα μας να τον ρωτάει. «Όχι τέτοια ώρα» είπε με απορία ο πατέρας και σηκώθηκε.
«Πού πας, Αντρέα μου;» Καμία απάντηση. Ακούσαμε μονάχα την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και να κλείνει πάλι.
Το τρένο ήταν κάτι σαν ρολόι. Σηματοδοτούσε το πρωινό μας ξύπνημα, το διάβασμα, το παιχνίδι και τον ύπνο μας. Εκείνο, όμως, το μοιραίο τρένο ήταν γεμάτο Γερμανούς και δωσίλογους. Κλούβα δεν υπήρχε μπροστά απ’ τη μηχανή του με ασπίδες ομήρους.
Μας κόπηκαν τα πόδια σαν είδαμε απ’ τα παράθυρα του σπιτιού στρατό να γεμίζει την αποβάθρα του σταθμού. Ήταν στρατιώτες με γερμανικές στολές αλλά και πληροφοριοδότες με μαύρες καμπαρτίνες. Είχαν χαμηλά βαλμένα τα καπέλα στο μέτωπο για να μην τους αναγνωρίζουν οι συγχωριανοί τους. Οι κάνες των όπλων στραφτάλισαν στο φως του φεγγαριού. Η απειλή έδειξε ξεδιάντροπα τα δόντια της.
Ήμαστε μισοκοιμισμένες. Οι Γερμανοί μπούκαραν στο σπίτι μας σαν την καταιγίδα φωνάζοντας «ΕΑΜ, ΕΑΜ!» Έσπασαν την πόρτα. Άρχισαν να ψάχνουν σαν ζεματισμένοι. Έσπρωξαν τη μάνα μας που καθόταν έντρομη στο κρεβάτι. Το κατσαρόλι με τον τραχανά που είχε μείνει στον πάγκο της κουζίνας για τον κουρασμένο σταθμάρχη αναποδογύρισε στο πάτωμα. Κατάπιαμε ένα ουρλιαχτό που έκανε να βγει από μέσα μας σαν τους είδαμε άγριους και θυμωμένους, όμοια θηρία να γαζώνουν το σπιτικό μας με την οργή τους.
Άδειασαν τις ντουλάπες. Πέταξαν κάτω τα συρτάρια. Μας σήκωσαν απ’ τα κρεβάτια κι αναποδογύρισαν τα στρώματα. Έβριζαν στη γλώσσα τους. Πέταξαν τις κουβέρτες απ’ τον γιούκο. Τσαλαπάτησαν πάνω στα κεντητά μας. Στο πάνω ράφι της ντουλάπας βαθιά χωμένο σε μια εσοχή βρήκαν αυτό που έψαχναν. Το όπλο του πατέρα. Ένα περίστροφο σε δερμάτινη θήκη.
Αυτοί είχαν έρθει μιλημένοι. Εμείς, όμως, αγνοούσαμε την ύπαρξή του όπως αγνοούσαμε και την αντιστασιακή δράση του πατέρα. Ούτε η μάνα του ούτε η γυναίκα του γνώριζαν τον βαθμό εμπλοκής του στην αντίσταση. Στη μάνα μου αρκούσε ο αδελφός της, ο Πάνος Ράπτης, καθοδηγητής του ΚΚΕ. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι ο Ανδρέας της ήταν στην ενεργό δράση. Ήξεραν μονάχα με τη γιαγιά ότι δεν χώνευε τους Γερμαναράδες κατακτητές και ό,τι συζητούσαν όταν βρίσκονταν μαζί.
Οι Γερμανοί μας πέταξαν με την αδελφή μου στο ντιβάνι της σάλας σαν κούκλες. Μας σημάδεψαν με την κάνη των όπλων τους. Η μάνα μας έπεσε στα πόδια τους. «Σας παρακαλώ, όχι τα παιδιά μου».
Ένας ψηλός βλοσυρός Γερμανός τής κοπάνησε μια ανάστροφη με την κάνη του όπλου. Αίμα πετάχτηκε από το στόμα της. Έπεσε στο πάτωμα σαν τσουβαλάκι. «Κόρη μου!» φώναξε έντρομη η γιαγιά τρέχοντας πάνω της.
Εμείς με την αδελφή μου μπήξαμε τα κλάματα. Εκείνος γέλασε δυνατά. Κλώτσησε το σώμα της σαν να ‘ταν μια μπάλα με κουρέλια που εμπόδιζε την αποστολή του. Και οι άλλοι γέλασαν με την μάνα μας χτυπημένη στο πάτωμα.
Βρίζοντας βγήκαν απ’ το σπίτι. Εμείς τρέμαμε σαν τα σπουργίτια στο κρύο. Τα σαγόνια μας βαρούσαν σαν κρόταλα από τον τρόμο. Η μάνα μου τους πήρε στο κατόπι ξυπόλητη με τη νυχτικιά ματωμένη. Δεν φοβόταν. «Όχι, όχι τον Ανδρέα. Δεν έκανε τίποτα! Έχει φαμελιά», επέμενε να λέει με όση φωνή της είχε απομείνει.
Βούτηξαν τον πατέρα μας. Είχε πάει στο γραφείο του με τις πιτζάμες. Κρατούσε στα χέρια του το τηλεγράφημα της σιδηροδρομικής υπηρεσίας με την ένδειξη ΕΠΕΙΓΟΝ. Κατάλαβε ο έρμος το λόγο του νυχτερινού δρομολογίου της αμαξοστοιχίας.
Ατάραχος μπήκε στο σπίτι συνοδευόμενος από δύο βλοσυρούς στρατιώτες. Φόρεσε το πηλήκιό του που κρεμόταν στην κρεμάστρα. Έβαλε το παλτό του αργά σαν να λάβαινε μέρος σε μια τελετουργία. Δεν αναχάραξε ούτε μια λέξη. Κι αυτή η λέξη θα ήταν σωτήρια σαν την αστραπή μες στην καταιγίδα που δίνει κάποια ελπίδα στους απελπισμένους.
Όσα δεν είπε ο πατέρας, τα φώναξε δυνατά η σιωπή του»[1].
[1] Τα παραπάνω είναι απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα της συγγραφέας Αναστασίας Ευσταθίου, με τίτλο: «Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ» και αναφέρονται στην αληθινή ιστορία του σταθμάρχη Αιγείρας Ανδρέα Παμπούκη που εκτελέστηκε μαζί με άλλους έντεκα πατριώτες αντιστασιακούς στο κτήμα του Γιάννη Μουρτζούχου στις 19 Νοέμβρη 1943, από τους Ναζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς