Ανάμεσα στα αναρίθμητα ακρωνύμια που επινόησε το φασιστικό καθεστώς υπάρχει ένα άγνωστο στους περισσότερους, που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανείς να το υποτιμήσει και να το θεωρήσει την πολλοστή προπαγανδιστική επινόηση του Μουσολίνι, ένα κενό και περιττό δοχείο, σε θέση μόνο να ικανοποιήσει τις pruderies κάποιου φασίστα υψηλού αξιωματούχου. Το εν λόγω ακρωνύμιο είναι το CAUR που σημαίνει «Επιτροπές Δράσης για την Καθολικότητα της Ρώμης».
Στην πραγματικότητα αυτή η οργάνωση εκπροσώπησε την πιο σοβαρή, παρ’ ότι χρεοκοπημένη, προσπάθεια να συγκεκριμενοποιηθούν οι διάφορες καθολικές και διεθνιστικές τάσεις που αναδείχτηκαν στους κόλπους του καθεστώτος (αρχής γενομένης από εκείνες του φιλόδοξου μελλοντικού υπουργού Εξωτερικών και γαμπρού του Μουσολίνι, Γκαλεάτσο Τσιάνο) και, στο περιθώριο του (κυρίως στα πανεπιστημιακά και νεανικά περιβάλλοντα, που επιθυμούσαν μια «δεύτερη επανάσταση»). Αυτές οι τάσεις ανακαλούσαν κάτι σαν έναν «καθολικό» φασισμό, το δόγμα του οποίου έπρεπε να εφαρμοστεί in toto ή εν μέρει στο εξωτερικό, αρχής γενομένης από τις κορπορατιβιστικές θεωρίες. Αυτό το «φασιστικό καθολικό πνεύμα» φέρεται να επιβλήθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’20 και, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ρέντσο Ντε Φελίτσε, έπρεπε να εκπροσωπήσει «το μοναδικό ιδεολογικό-πολιτιστικό λόγο που για κάποιο χρονικό διάστημα κατάφερε να ενεργοποιήσει μεγάλο μέρος της φασιστικής νεολαίας και να της προσφέρει την ελπίδα ότι η «φασιστική επανάσταση» θα μπορούσε να συνεχίσει την πορεία της και να προβληθεί, σαν ένα είδος «διαρκούς επανάστασης», προς στόχους όλο και πιο προωθημένους και καθολικούς».[1]
Το καθολικό και ουνιβερσαλιστικό πιστεύω διαδόθηκε αρχικά μέσω των Ιταλικών Fasci στο Εξωτερικό (FIE), που γεννήθηκαν αυθόρμητα στα έτη 1920 -21, αρχικά χάρη σε μετανάστες πρώην πολεμιστές που είχαν στόχο τον εκφασισμό των απόδημων Ιταλών και την «μετατροπή τους σε φορείς διάδοσης» της ιδεολογίας.[2] Αργότερα, μέσω του Διεθνούς Κέντρου Μελετών για το Φασισμό στη Λωζάννη, χρηματοδοτούμενο με τρόπο μάλλον αντικανονικό από την ιταλική κυβέρνηση και υπό την προεδρία ενός κορυφαίου εκπροσώπου του αντισημιτισμού, του Ελβετο-Ολλανδού καθηγητή πανεπιστημίου J. Hermann de Vries de Heekelingen. Τέλος, μέσω των αυτοσχέδιων πρωτοβουλιών παθιασμένων κι ενθουσιωδών οπαδών, όπως ο Asvero Gravelli, από την πόλη Μπρέσια, ασυγκράτητος πρώην γραμματέας του φασιστικού νεανικού κινήματος των απαρχών, πεπεισμένος οπαδός της διαρκούς επανάστασης και γι’ αυτό πλήρως απομονωμένος από το καθεστώς. Ο Gravelli (και μαζί του πολυάριθμοι ανήσυχοι νέοι, που αμφισβητούσαν τη φάση κυβερνητικής αποκρυστάλλωσης που διαπερνούσε η φασιστική επανάσταση) διέβλεπε στον ουνιβερσαλισμό το πηδάλιο που θα έδινε νέα ώθηση στην ιδεολογία εκτός συνόρων. Σύμφωνα με τον Gravelli, όχι μόνον οι δογματικές αρχές του φασισμού έπρεπε να εφαρμοστούν, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, από τις άλλες κυβερνήσεις, συντηρητικές ή αυταρχικές. Επιπλέον, έπρεπε να μετατραπεί το φασιστικό κόμμα σε άξονα του αστερισμού φασιστικών ή τουλάχιστον μιμητικών του φασισμού κομμάτων που από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 είχαν δημιουργηθεί σε όλη την Ευρώπη.
Μετά την κρίση του 1929, αυτά τα κινήματα φαινόταν να απολαμβάνουν μια περίοδο νιότης, που ενισχυόταν από την έλευση νέων δυνάμεων ακόμη πιο αποφασισμένων, οι οποίες συχνά γεννήθηκαν χάρη στη διάσπαση των παλαιών μαρξιστικών κομμάτων, φαινομενικά ανίκανων να διαχειριστούν την ύφεση (επί παραδείγματι, οι néosocialistes του Déat και οι μετακομμουνιστές του Doriot στη Γαλλία, το New Ρarty του Mosley στη Βρετανία, η εργατική και συνδικαλιστική υπερχείλιση προς τους Φαιοχίτωνες στη Γερμανία). Είχε έρθει η στιγμή να συντονιστούν, να ενωθούν γύρω από τη νέα μουσολινική Ιταλία. Το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα λοιπόν, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρώμη όπως η Μόσχα. Κάτι σαν “Fascintern” ενάντια στο Κομιντέρν και σε όλες τις άλλες διεθνείς οργανώσεις, τη σοσιαλδημοκρατική αλλά και την «ιουδαίο-μασονική» που καθοδηγούσε η μισητή Γαλλία. Με την ουσιαστική ανοχή του καθεστώτος, αυτές οι τάσεις βρήκαν ακρόαση στον Ντούτσε στις αρχές της δεκαετίας του ’30, μέχρι να πετύχουν το 1933 να γίνουν πραγματικότητα με την ίδρυση των CAUR.
Εντούτοις, η πορεία του ιταλικού φασισμού προς το διεθνισμό δεν ήταν καθόλου αυτόματη. Η ιστορία της μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις ξεχωριστές φάσεις. Αρχικά, μεταξύ του 1919 και του 1921, είχαμε ένα φασιστικό κίνημα χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα, που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τους οπαδούς του στο εξωτερικό. Έτσι, κατά την περίοδο που λειτούργησε ως «κόμμα αντιπολίτευσης», στα έτη 1921 και 1922, είχαμε μόνον την ανταλλαγή ορισμένων μηνυμάτων, με πρωτοβουλία της ηγεσίας των Fasci στο εξωτερικό (κυρίως στο Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο). Τα μηνύματα αυτά αγνοήθηκαν από έναν Μουσολίνι επικεντρωμένο σε εσωτερικούς στόχους και ούτως ή άλλως πεπεισμένο για την απόλυτη μοναδικότητα του δημιουργήματός του. Κατά την περίοδο της φασιστικής κυβέρνησης συνασπισμού (1922-1925) είχαμε έναν Μουσολίνι ταυτόχρονα Ντούτσε του φασισμού, πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών: αυτός ο τριπλός ρόλος τον ανάγκασε να εναλλάσσει με τρόπο σχεδόν σχιζοφρενικό τις ιδεολογικές προτιμήσεις του προς οπαδούς μάλλον ή ήττον επίπλαστους του φασισμού (ή πιο απλά, των αυταρχικών τάσεών του) με επιπλήξεις προς τις ενθουσιώδεις αδελφοποιήσεις στις οποίες προέβαιναν τα απείθαρχα Fasci στο εξωτερικό. Η επόμενη φάση (1925-1929) βρήκε αφενός τον Μουσολίνι επικεντρωμένο στην οικοδόμηση του φασιστικού κράτους στην Ιταλία, αφετέρου τη διπλωματική δράση στα χέρια του νέου υπουργού Εξωτερικών, του Ντίνο Γκράντι. Ο τελευταίος αντιτάχτηκε δραστικά σε κάθε είδους «παράλληλη» εξωτερική πολιτική του κόμματος (όπως, επί παραδείγματι, έκαναν τα Fasci στο εξωτερικό) αλλά ταυτόχρονα είχε στρατηγικές σχέσεις με ορισμένα ξένα υπερεθνικιστικά κινήματα, συχνά παράνομα κι ενίοτε τρομοκρατικά, με ρεβιζιονιστικούς στρατηγικούς στόχους (στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας) ή αντιρεβιζιονιστικούς (όπως στην περίπτωση της Αυστρίας). Σε αυτή την περίπτωση όμως η ιδεολογική αδελφοποίηση ήταν ανύπαρκτη και οι σχέσεις αυτές περιορίζονταν στη σφαίρα των συμμαχιών βασιζομένων στο αμοιβαίο συμφέρον και σε κοινές στρατηγικές.
Το 1929 επήλθε ρήξη με όλη την προηγούμενη προκαταρκτική φάση: κατάρρευση της Wall Street κι επακόλουθη παγκόσμια οικονομική κρίση, η νέα σαιζόν στη διεθνή πολιτική (η «εποχή των αυταπατών», του αφοπλισμού και του πανευρωπαϊσμού, με παράλληλο δυναμισμό της γαλλικής διπλωματίας), σταθεροποίηση του καθεστώτος, επιστροφή του Μουσολίνι στο Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά, προπαντός, επικράτηση στη Γερμανία του εθνικοσοσιαλισμού, θεωρούμενου ως γοητευτικό αλλά τρομερό ανταγωνιστή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες βοήθησαν στην επικράτηση της νέας ιδέας, υπερεθνικής και ουνιβερσαλιστικής, του φασισμού, θεωρούμενη λύση σε κάθε οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα, μετά την υποτιθέμενη διπλή χρεοκοπία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του μαρξισμού, αλλά και ως «λατινικό» προπύργιο προς μια μελλοντική χιτλερική Γερμανία, ρεβιζιονιστική κι επιθετική: κάτι σαν ένα ιδεολογικό πέρασμα του Μπρένερο στις Άλπεις, όπου οι φασίστες διεθνιστές ερμήνευαν με πολιτικούς όρους το ρόλο στρατιωτικών μέσων αποτροπής που διαδραμάτιζαν οι πασίγνωστες τέσσερεις μεραρχίες Αλπινιστών τις οποίες ο Μουσολίνι είχε παρατάξει στα σύνορα με την Αυστρία το 1934, την επαύριον της δολοφονίας του καγκελάριου Ντόλφους. Και στις δυο περιπτώσεις, οι επεκτατικές φιλοδοξίες της ναζιστικής Γερμανίας, που στόχευαν στην εξάπλωση μιας κατά καιρούς ιδεολογικής ή πολιτικό-στρατιωτικής ηγεμονίας στη γηραιά ήπειρο, θα συναντούσαν σθεναρό εμπόδιο στην φασιστική Ιταλία. Last but not least, αυτή η οριστική επιλογή να περάσει ο φασισμός τα σύνορα και να συγκεντρωθούν γύρω από τη Ρώμη όλα τα φασιστικά ή φασιστοειδή κόμματα, θα έθετε πλαίσια και θα κατεύθυνε εκείνη τη νεανική ανταρσία που από πολύ καιρό ενοχλούσε τον οδηγό με το επίμαχο αίτημά της για μια «νέα επανάσταση». Η επανάσταση ερχόταν αλλά – μέσω ενός πραγματικού αστερισμού ξένων οργανώσεων συντονισμένων και χρηματοδοτούμενων από τη Ρώμη θα γινόταν στο εξωτερικό. Ή τουλάχιστον, αυτό ήταν εκείνο που οι ενθουσιώδεις και συχνά φανατικοί νέοι έπρεπε να πιστεύουν.
Σε αυτή την οπτική, στις 15 Ιουλίου 1933, στην αίθουσα του Καπιτωλίου της Ρώμης, γεννήθηκαν οι Επιτροπές Δράσης για την Καθολικότητα της Ρώμης. Επικεφαλής των CAUR τοποθετήθηκε ο δικηγόρος Εουτζένιο Κοζέλσκι, ένας πρώην εθνικιστής που υπήρξε γραμματέας του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο στην πόλη Φιούμε [τώρα Ριέκα της Κροατίας] για να ανακυκλωθεί κατά τη δεκαετία του ’20 ως μυστηριώδης «περιοδεύων πράκτορας» του Μουσολίνι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και πέραν του Ατλαντικού. Μια παράξενη μορφή, αμφιλεγόμενη και στο επίκεντρο πολλών κουτσομπολιών. Ένας άνθρωπος που είχε μετατρέψει τη συνωμοτική δράση, πραγματική ή υποτιθέμενη, σε μάλλον κερδοφόρο επάγγελμα. Από εκείνη την ημέρα έως το Σεπτέμβριο του 1939, οι Επιτροπές θα υφάνουν ένα πολύπλοκο δίκτυο διασυνδέσεων με πολυάριθμα κινήματα της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς, στηρίζοντας την επιμελητεία και την οργάνωσή τους και χρησιμοποιώντας τα σαν προπαγανδιστικό εργαλείο (επί παραδείγματι, υπέρ του πολέμου στην Αβησσυνία κι ενάντια στις κυρώσεις της Κοινωνίας των Εθνών), ενίοτε χρησιμοποιώντας τα μέλη τους σαν πληροφοριοδότες της ιταλικής κυβέρνησης (ή των φασιστικών οργάνων), ή ακόμη και σαν δολιοφθορείς. Μια δραστηριότητα μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, που σε μερικές περιπτώσεις έφτασε μέχρι την ανατρεπτική δράση, η οποία, όπως θα διαπιστώσουμε, θα ενοχλήσει ουκ ολίγον το διπλωματικό σώμα και ενίοτε θα πλαισιώσει τις καλυμμένες δράσεις της ιταλικής στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας.[3] Όλα αυτά με άφθονη μυστική χρηματοδότηση: γι’ αυτού του τύπου τις δραστηριότητες, ο Κοζέλσκι είχε εισπράξει από τον Μουσολίνι ετήσιο κονδύλι 300.000 λιρετών της εποχής, που αντιστοιχεί περίπου σε τωρινά 330 χιλιάδες ευρώ, χωρίς να υπολογίζουμε τις χρηματοδοτήσεις προς το κάθε ξένο κίνημα ξεχωριστά.[4]
Αφήνοντας κατά μέρος την πληρέστερη μελέτη της διαδρομής των CAUR και της μορφής του Κοζέλσκι, που ο γράφων έκανε αλλού,[5] εδώ θα επικεντρωθούμε στις κυριότερες δραστηριότητες της οργάνωσης στην Ελλάδα.
Μέχρι το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’20, σε αναλογία με τις άλλες χώρες (όπως τη Γερμανία, τη Βρετανία ή τη Γαλλία) οι σχέσεις ανάμεσα στον ιταλικό φασισμό και τους Έλληνες οπαδούς του, όπως επί παραδείγματι το αθηναϊκό Κόμμα Ελευθεροφρόνων (ιδρυθέν ήδη το 1922, λίγες μέρες πριν ο Μουσολίνι καταλάβει την εξουσία στη Ρώμη, από τον πρώην αρχηγό του γενικού Επιτελείου Στρατού Ιωάννη Μεταξά) ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες. Το ιταλικό καθεστώς άρχισε να δείχνει μεγαλύτερη προσοχή προς τα ελληνικά συμβάντα μόνο μετά το 1926, με την οριστική μετατροπή σε δικτατορία του καθεστώτος του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Ο Πάγκαλος ήταν γνωστός στη Ρώμη ήδη από το 1923, όταν σε συνέντευξή του στον εθνικιστή δημοσιογράφο Κορνέλιο Ντι Μάρτσιο (μέγα υφαντή υπόγειων διεθνών σχέσεων και από το 1926 υπεύθυνο των ιταλικών Fasci στο εξωτερικό), ο Έλληνας στρατηγός αυτοχαρακτηρίστηκε «ρεπουμπλικάνος και σοσιαλιστής» αλλά έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον προς τον ιταλικό φασισμό.[6] Την επαύριον της σταθεροποίησης της εξουσίας του, ο νέος δικτάτορας διευκόλυνε την προσέγγιση με τη φασιστική Ιταλία σε μια οπτική «μεσογειακής αδελφότητας», αμοιβαίας συμπάθειας και αποστασιοποίησης από τον παραδοσιακό σερβο-γιουγκοσλαβικό σύμμαχο.[7]
Η Ρώμη ανταποκρίθηκε στα ανοίγματα του Πάγκαλου και η φαινομενική σύμπνοια έφτασε μάλιστα στο σημείο να προκαλέσει την ενθουσιώδη έκρηξη ενός άλλου δικτάτορα, του Ισπανού στρατηγού Μιγκέλ Πρίμο Ντε Ριβέρα, ο οποίος, διεγερθείς από το παγκαλικό πραξικόπημα – που ήρθε μετά από εκείνο στη Λισαβόνα των στρατηγών Ντα Κόστα και Καρμόνα – υπέθεσε την σύσφιξη συμμαχίας μεταξύ των αυταρχικών κρατών της Μεσογείου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα): μια υπόθεση που υποστήριξε με πάθος ο προϊστάμενός του, ο βασιλιάς Αλφόνσος 13ος, ο οποίος διέκρινε πώς θα λειτουργούσε εναντίον της Γαλλίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «φρούδες ελπίδες, όνειρα, ή ακόμη και λόγια που ειπώθηκαν μάλλον απερίσκεπτα»[8] και γι’ αυτό τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Συν τοις άλλοις, οι ιταλό-ισπανικές σχέσεις – πέρα από τις ιδεολογικές συμπάθειες – ήταν μάλλον ψυχρές μετά τον αποκλεισμό της Ιταλίας από τη διάσκεψη για το διεθνές καθεστώς της Ταγγέρης, πριν από τρία χρόνια. Τελικά, η ενδεχόμενη μεσογειακή συμμαχία των δικτατοριών εξαϋλώθηκε οριστικά με την ταχύτατη ανατροπή του Πάγκαλου από μέρους των βενιζελικών, γνωστών φιλο-γιουγκοσλάβων, τον Αύγουστο 1926.
Και εξαιτίας της αστάθειας στην ελληνική χερσόνησο μεταξύ του 1926 και του 1928 το ιταλικό καθεστώς, συνεχίζοντας βεβαίως να παρακολουθεί με προσοχή τα συμβάντα στην Αθήνα, παρεμπόδισε οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε ιταλικές οργανώσεις (τα Fasci στο εξωτερικό πρωτίστως) και τις ελληνικές: ο Βενιζέλος, παρ’ όλο που ευνόησε μια συμμαχία με τους Βαλκάνιους γείτονες, ποτέ δεν έκρυψε την προθυμία του να φτάσει σε κάποιο διακανονισμό με τη Ρώμη, οι σχέσεις με την οποία υπήρξαν πολύ άσχημες κατά τα έτη που ακολούθησαν τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και την υπογραφή ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Μουσολίνι, που εμπνεόταν από κυνικά πρακτικό πνεύμα, θα αποδείξει στο ελληνικό προσκήνιο ότι ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει το διεθνιστικό χαρτί ανάλογα με το συμφέρον και την συγκυρία: εκείνη τη στιγμή δεν έπρεπε κατά κανένα τρόπο να εκνευρίσει τον ευνοϊκά διατεθειμένο προς τη Ρώμη Έλληνα πρωθυπουργό, άρα στην Αθήνα οι διεθνιστικές φιλοδοξίες των ενθουσιωδών Fasci στο εξωτερικό αποσιωπήθηκαν. Τον Οκτώβριο του 1927, επί παραδείγματι, ορισμένοι παράγοντες της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος, φασιστική ομάδα αντισυνδικαλιστική και αντισημιτική άρτι σχηματισθείσα στη Θεσσαλονίκη, αποπειράθηκαν να έρθουν σε επαφή με το Fascio της Αθήνας. Αμέσως ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Ντίνο Γκράντι επενέβη στη γραμματεία των FIE ώστε να εμποδίσει οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή. Αργότερα απαγορεύτηκε κάθε συνάντηση και με το Κίνημα Σιδηρά Ειρήνη, άλλη αντισημιτική κι εθνικιστική ομάδα επίσης της Θεσσαλονίκης, υπεύθυνη για έναν ορισμένο αριθμό αντιεβραϊκών πογκρόμ στις φτωχές συνοικίες του λιμανιού. Η Ελλάδα λοιπόν δεν περιλαμβανόταν προς στιγμήν στην πολιτική βαλκανικής αποσταθεροποίησης που προωθούσε η κυβέρνηση της Ρώμης, άρα δεν υπήρχε ενδιαφέρον στη σύσφιξη σχέσεων με τους εκεί φασίστες, που δρούσαν στα όρια της νομιμότητας και συχνά ήταν σε αντίθεση με την κυβέρνηση της Αθήνας.[9]
Τον επόμενο Μάρτιο σημειώθηκε μια πιο οργανική προσπάθεια προσέγγισης της Ιταλίας από μέρους του Αλέξανδρου Υψηλάντη, απόγονου του ομώνυμου πατέρα της πατρίδας κι εκπρόσωπου ενός ριζοσπαστικού μοναρχικού κι εθνικιστικού κινήματος που είχε εξασφαλίσει τις συμπάθειες του πρίγκιπα Ανδρέα, αδελφού του αποθανόντος βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Ο Ανδρέας ήθελε να συναντήσει τον Μουσολίνι προκειμένου να τον πείσει να στηρίξει τους εθνικιστές του Υψηλάντη, που ήταν κοντά στις φασιστικές ιδέες. Ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα όμως συμβούλευσε σύνεση: να θεωρηθούν οι ενδεχόμενες εξελίξεις με «συμπαθητική προσοχή» αλλά αποχή από κάθε συγκεκριμένη χειρονομία. Ο Γκράντι συμφώνησε με την εισήγησή του, διότι δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να ταρακουνήσει την κατάσταση στην Ελλάδα.[10] Βεβαίως, ο Μουσολίνι προτίθετο να επεκτείνει την επιρροή του στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επέκταση αυτή όμως έπρεπε να εμφανιστεί ως προσπάθεια διαμεσολάβησης μεταξύ Τουρκίας κι Ελλάδας, ακόμη σε αντιπαράθεση μετά τον τρομερό πόλεμο του 1919-22. Ο αρχηγός της ιταλικής κυβέρνησης ήλπιζε να ενώσει τις δυο χώρες όχι μόνον γύρω από το τραπέζι της ειρήνης, αλλά και μέσω τριμερούς συνθήκης με την Ιταλία.[11] Κάθε ανατρεπτική ενέργεια στο εσωτερικό των χωρών αυτών δεν θα ευνοούσε το σχέδιό του και μάλλον δεν είναι τυχαίο που μερικούς μήνες μετά τις προσπάθειες προσέγγισης των Ελλήνων φασιστών ο Μουσολίνι υπέγραψε συνθήκη φιλίας με την ελληνική κυβέρνηση (στις 23 Σεπτεμβρίου 1928).
Με τη νέα δεκαετία τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι πολύπλοκες ιταλο-γαλλικές σχέσεις ήταν το στοιχείο που προκάλεσε μια πιο επιθετική διεθνή πολιτική του Μουσολίνι, που επικυρώθηκε με την πολλοστή εναλλαγή των ρόλων μεταξύ του Ντούτσε και του Γκράντι στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1932. Η ουσιαστική αποτυχία της ιταλικής διεκδίκησης να εξασφαλιστεί ναυτική ισοτιμία με το Παρίσι στη Μεσόγειο, οι αυξανόμενες βλέψεις της Ιταλίας επί της Τυνησίας και η ανάδειξη των ευρωπαϊκών φεντεραλιστικών διεκδικήσεων του Αριστείδη Μπριάν, θεωρούμενες στη Ρώμη επιδέξια ηγεμονικά εργαλεία γαλλικής κοπής, εξώθησαν τον Ντούτσε να δώσει νέα δυναμική στις διεθνιστικές ενέργειες, προσθέτοντας στα ήδη αναφερόμενα αίτια και θέματα διπλωματικής φύσης. Επικεφαλής της νέας διεθνιστικής προσπάθειας ήταν γι’ ακόμη μια φορά ο Γκραβέλλι, ο οποίος εντόπισε ένα «ιταλικό μπλοκ», αποτελούμενο από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Τουρκία, την Ισπανία και επίσης και την Ελλάδα, ως μέτωπο που ευνοούσε την αναθεώρηση των συνθηκών ειρήνης, ενάντια στο «γαλλικό μπλοκ», όπου με το μέρος της Γαλλίας τοποθετούνταν το Βέλγιο, η Πολωνία και οι τρεις χώρες της Μικρής Αντάντ (η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία), με στόχο τη διατήρηση του status quo στην Ευρώπη.[12] Παρ’ όλα τα λάθη του (και τις ουκ ολίγες αφελείς κινήσεις του) ο δραστήριος νέος διεθνιστής είχε κάνει διάνα, εντοπίζοντας στην ιταλο-γαλλική αντιπαράθεση το κλειδί για να ερμηνεύσει τις μελλοντικές διπλωματικές επιλογές της φασιστικής Ιταλίας. Και πεδίο σύγκρουσης μεταξύ Ρώμης και Παρισιού, αφού αρχειοθετήθηκε το χρεοκοπημένο αίτημα της ναυτικής ισορροπίας, θα ήταν όλο και περισσότερο ο χώρος των Βαλκανίων και του Δούναβη.
Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει το 1934 ήταν η επικείμενη υπογραφή μιας Συμφωνίας Βαλκανικής Ασφάλειας (ή «Βαλκανική Συνεννόηση»), την οποία ευνόησαν το Λονδίνο και το Παρίσι και που θα έπρεπε να συμπεριλάβει τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία, την Τουρκία και την Ελλάδα. Στην ουσία επρόκειτο για μια συμμαχία που λειτουργούσε ως αντιγερμανική ζώνη ασφαλείας, αλλά την οποία η Ρώμη ερμήνευσε ως φράγμα προς τα ιταλικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Εναντίον του Βελιγραδίου ήταν έτοιμη να ξεσπάσει η τρομοκρατική συμμαχία των Κροατών Ουστάσι με τα χωριστικά κινήματα των Σλαβομακεδόνων, των Μαυροβούνιων και των Κοσοβάρων. Την Άγκυρα έπρεπε να καλοπιάσουν οι εκεί Ιταλοί διπλωμάτες. Αναφορικά με το Βουκουρέστι και την Αθήνα, η πρωτοβουλία έπρεπε να περάσει στις διεθνιστικές δραστηριότητες και στους «περιοδεύοντες επιθεωρητές» των CAUR, ο πρόεδρος των οποίων από τον Οκτώβριο του 1933 είχε καυχηθεί με τον Ντούτσε ότι εγκαινίασε στις δυο βαλκανικές πρωτεύουσες γραφεία της οργάνωσής του.[13]
Το Φεβρουάριο του 1934 ο στρατηγός εν αποστρατεία Μάριο Σάνι, μέλος του Γενικού Συμβουλίου των Επιτροπών, ανέλαβε αποστολή στην Ελλάδα. Σκοπός της αποστολής ήταν να διορίσει έναν υπεύθυνο των CAUR, να συσφίξει σχέσεις με τις ενδιαφερόμενες πολιτικές δυνάμεις και να αναλύσει την κατάσταση της χώρας υπό το φως της πρόσφατης υπογραφής της Βαλκανικής Συνεννόησης και από την Ελλάδα στις 9 Φεβρουαρίου 1934.
Ο Σάνι περιέγραψε με άφθονες λεπτομέρειες την κατάσταση στην Ελλάδα σε μακροσκελή αναφορά προς τον Κοζέλσκι, ο οποίος τη μετέφερε στον Τσιάνο, σημείο αναφοράς των CAUR με την ιδιότητα του υφυπουργού Τύπου και Προπαγάνδας του Μουσολίνι: η αντιπαράθεση μεταξύ της αντιμοναρχικής-βενιζελικής παράταξης και των μοναρχικών, την οποία περιγράφει ως κλασικό παράδειγμα εκείνων των «λεβαντίνικων καβγάδων» που από δεκαετίες ταλαιπωρούν τη χώρα, δεν άφηνε περιθώρια στα CAUR για ιδιαίτερα αξιόλογη δράση. Ο Σάνι συναντήθηκε με εκπροσώπους και των δυο παρατάξεων, όπως τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Λουκά Καφαντάρη- Ρούφο, θαυμαστή του Μουσολίνι και του φασισμού και πρόεδρο της Ένωσης Αθήνα-Ρώμη, τον Αχιλλέα Κύρου, εκδότη της Εστίας, που επίσης έδειχνε συμπάθεια προς το φασισμό, τον προαναφερθέντα στρατηγό Μεταξά, ηγέτη του Κόμματος Ελευθεροφρόνων, εκπρόσωπο της πλέον φιλοβασιλικής πτέρυγας. Τον τελευταίο ο Σάνι τον περιγράφει ως ύπουλο και ανεπαρκή που δεν δήλωνε οπαδός του φασισμού αλλά θαυμαστής του Μουσολίνι. «Ουσιαστικά [ο Μεταξάς] θέλησε να υπογραμμίσει ότι, παρ’ όλο που θρέφει βαθύ θαυμασμό για τον Μουσολίνι (του οποίου μου έδειξε στη βιβλιοθήκη του όλα τα γραπτά και τις ομιλίες) δεν ήταν ακριβώς οπαδός του. Ζήτησα πληροφορίες γύρω από αυτόν τον πολιτικό και κάποιος τον χαρακτήρισε “παλιάτσο”, ένας άλλος μου είπε ότι είναι ασυμβίβαστος ρεαλιστής και θιασώτης της στρατιωτικής δικτατορίας και ότι τελικά δεν είναι το σωστό άτομο για να προχωρήσει σε κάποιας μορφής φασισμό στην Ελλάδα».[14]
Ο μόνος πολιτικός που συνάντησε τη συγκρατημένη συμπάθεια του απεσταλμένου του Κοζέλσκι ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος, μαζί με τον διανοούμενο Μιλτιάδη Ιωσήφ, ήταν επικεφαλής του μικρού αλλά μαχητικού Ελληνικού Εθνικο-Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Μερκούρης ήταν γιος του πρώην δημάρχου Αθηναίων και στο παρελθόν είχε χρηματίσει υπουργός Ανεφοδιασμού και αργότερα Εθνικής Οικονομίας. Το 1927 ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη. Είχε εγκαταλείψει το Λαϊκό Κόμμα στα τέλη του 1932 και το Φεβρουάριο του 1933 είχε ιδρύσει το φασιστικό του κόμμα, κερδίζοντας κάποιους συμπαθούντες στην Ένωση αποστράτων Αξιωματικών και στην Ένωση παλαιών Πολεμιστών. Επίσης, σημαντικό ήταν ότι ο Μερκούρης ήταν πρόεδρος της Ένωσης Ελληνο-Τουρκικής Φιλίας και μπορούσε να προσφέρει στην Ιταλία έναν πρώτης τάξεως δίαυλο εισόδου στα πολιτικά περιβάλλοντα της Άγκυρας, πάντα στη λογική της αποσύνθεσης της Βαλκανικής Συμμαχίας. Συν τοις άλλοις, ο Μερκούρης διατηρούσε καλές σχέσεις με τον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη, έναν από τους «ισχυρούς άνδρες» της Αθήνας (τον αποκαλούσαν «Κεραυνό»), ο οποίος το 1926 ήταν επικεφαλής του πραξικοπήματος εναντίον του Πάγκαλου. Ο Κονδύλης είχε περάσει από την αρχική βενιζελική στράτευση σε θέσεις όλο και πιο συντηρητικές, έως ότου μετατράπηκε σε παράγοντα της βασιλικής παράταξης: η δημοτικότητα του Κεραυνού μπορούσε να γίνει ένα γερό όπλο στα χέρια των CAUR.
Ο Μερκούρης δήλωνε οπαδός του Μουσολίνι και θαυμαστής του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος. Ζήτησε λοιπόν από τον επιθεωρητή των CAUR να διαμεσολαβήσει ώστε να εισπράξει χρηματοδότηση από την Ιταλία προκειμένου το κίνημά του να μπορέσει να εκδώσει μια «μαχητική» ημερήσια εφημερίδα.[15] Το αίτημα του Έλληνα πολιτικού έγινε δεκτό. Ως επισφράγισμα της όλης επιχείρησης, το Μάιο ο Μερκούρης θα συναντούσε τον Μουσολίνι στο Palazzo Venezia. Όταν πληροφορήθηκε το σχεδιαζόμενο ταξίδι στη Ρώμη, ο δήμαρχος Αθηναίων Κωνσταντίνος Κοτζιάς προσπάθησε να διαπιστευτεί ως μοναδικός συνομιλητής του ιταλικού φασισμού εν Ελλάδι, ισχυριζόμενος ότι ο εθνικοσοσιαλιστής ηγέτης ήταν αναξιόπιστος. Ο Σάνι και ο Κοζέλσκι επενέβησαν στον Τσιάνο για να αποκλείσουν τον ανταγωνιστή, υποστηρίζοντας ότι «υπάρχει κίνδυνος να εκμηδενιστούν τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν μέχρι τώρα στην Ελλάδα με τον Μερκούρη».[16] Όταν έφτασε στη Ρώμη ο αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών συμφώνησε τις λεπτομέρειες με το Κοζέλσκι χωρίς χρονοτριβή. Τον Αύγουστο έπρεπε να κάνει την εμφάνισή του στην Αθήνα το πρώτο φύλλο της εθνικοσοσιαλιστικής ημερήσιας εφημερίδας Εθνική Σημαία, χρηματοδοτούμενη από τη Ρώμη με το αρχικό ποσό των 40 χιλιάδων λιρετών (περίπου 46.000 ευρώ),[17] επικυρώνοντας έτσι τη συμμαχία ανάμεσα στον ιταλικό και τον ελληνικό φασισμό: «Μπορώ να πω», έγραψε ένας ικανοποιημένος Ιωσήφ στον Σιάνι, «ότι το φασιστικό μέτωπο γεννήθηκε».[18]
Η αποστολή του Σιάνι ολοκληρώθηκε με το διορισμό ενός υπεύθυνου των Επιτροπών στο πρόσωπο του Ενρίκο Τσερεζόλε, γραμματέα του FIE Αθήνας. Ανάμεσα στα καθήκοντα του Τσερεζόλε ήταν και η ενίσχυση των σχέσεων με τους εκπροσώπους της πολύπλοκης ελληνικής πολιτικής, ιδιαίτερα με τον Μερκούρη και τον πρώην υπουργό Ρούφο, ο οποίος παρέμεινε πάντα με την επιθυμία να συσφίξει μόνιμες πολιτικές σχέσεις με τη φασιστική Ιταλία,[19] ώστε να περιορίσει την επιρροή του Χίτλερ και να αντιταχθεί ενεργητικά στην αγγλο-γαλλική πολιτική και πολιτιστική υπεροχή στη χερσόνησο.[20] Τον Ιούνιο ο ίδιος ο Κοζέλσκι μετέβη στην Αθήνα όπου συναντήθηκε με τον Μερκούρη για να καθορίσει τις λεπτομέρειες της συνεργασίας των εθνικοσοσιαλιστών με τις Επιτροπές.[21]
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος των CAUR είχε ήδη ενεργοποιήσει το μηχανισμό προκειμένου να συγκεντρώσει στο Μοντρέ της Ελβετίας τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών φασιστικών κομμάτων με τους οποίους ήταν μέχρι τότε σε επαφή. Η σύσκεψη, υπό την προεδρία του Κοζέλσκι, πραγματοποιήθηκε στις 16-17 Δεκεμβρίου 1934 και είδε τη συμμετοχή 12 ξένων αντιπροσωπιών σε εκπροσώπηση κομμάτων και κινημάτων συνδεδεμένων με τις Επιτροπές και που δήλωναν μάλλον ή ήττον φασιστικά. Οι αντιπροσωπίες προέρχονταν από την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Ρουμανία και βεβαίως από την Ελλάδα, στο πρόσωπο του ιδίου του Μερκούρη. Στη σύσκεψη συμμετείχε ως παρατηρητής κι ένας απεσταλμένος του πορτογαλικού καθεστώτος του Σαλαζάρ. Οι Ισπανοί φαλαγγίτες έστειλαν επίσης μήνυμα συμπάθειας και υποστήριξης. Εκτός από τα δυο κινήματα προερχόμενα από καθεστώτα φασιστικής-κορπορατιβιστικής επινεύσεως στην εξουσία (το πορτογαλικό και το λιθουανικό), καθώς και την αντιπροσωπία της ισχυρής Λεγεώνας του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Ρουμάνου Κοντρεάνου, οι υπόλοιπες οργανώσεις του συνεδρίου εκπροσωπούσαν δυνάμεις εντελώς μειοψηφικές και σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν ανύπαρκτες. Δεν αποτελούσε εξαίρεση το ελληνικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, οι οπαδοί του οποίου εξακολουθούσαν να παραμένουν ελάχιστοι.
Πέρα από την πολύπλοκη συζήτηση, πρέπει να τονιστεί ότι ο Μερκούρης ξεχώρισε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου για την ουσιαστική ταύτισή του με τις ιταλικές θέσεις, διαχωρίζοντας τον μεσογειακό φασισμό, συνδεδεμένο με τη Ρώμη, από τον «βόρειο» φασισμό συνδεδεμένο με το ναζιστικό Βερολίνο. Ο Έλληνας πολιτικός, πλαισιωμένος από τους Γάλλους και τους Βέλγους, συγκρούστηκε με τον επικεφαλής του αντίθετου ρεύματος, τον μελλοντικό συνεργάτη των Γερμανών, τον Νορβηγό Κουίσλινγκ, καθώς και με όσους, όπως οι Ρουμάνοι, προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν τους δυο ευρωπαϊκούς πόλους του φασισμού. Ο Μερκούρης απέκρουσε το κεντρικό σημείο των «βόρειων» θέσεων, δηλαδή το θέμα του αντισημιτισμού, δηλώνοντας ότι το θέμα αυτό πρέπει να αποκλειστεί από τη συζήτηση διότι το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν: «Το εβραϊκό πρόβλημα», δήλωσε ο Έλληνας πολιτικός, «εκπροσωπεί τη διεθνή του χρυσού που ο Φασισμός καταπολεμά, η καταδίκη του εμπεριέχεται στα πρώτα ψηφίσματα του συνεδρίου εναντίον της καπιταλιστικής και υλιστικής διεθνούς. Πέρα από αυτό, τα διάφορα περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα των διάφορων χωρών δεν μπορούν να απασχολήσουν τις εργασίες του συνεδρίου, διότι πρόκειται για προβλήματα εσωτερικά της κάθε χώρας».[22] Με αυτό το assist στις ιταλικές θέσεις, εκείνη την περίοδο καθόλου ευνοϊκές προς την αντισημιτική εκστρατεία που είχε εξαπολύσει το χιτλερικό καθεστώς, ο Μερκούρης είχε εμπράκτως αποδείξει την απόλυτη προσήλωση του στον Μουσολίνι.
Ως επιβράβευση, ο Κοζέλσκι τον ενέταξε στην Επιτροπή Συντονισμού του Καθολικού Φασισμού, ένα είδος «πολιτμπιουρό» που έπρεπε να μετατρέψει σε πράξεις τις αποφάσεις του συνεδρίου του Μοντρέ. Ο Μερκούρης συμμετείχε στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 30 Ιανουαρίου 1935, αλλά ήταν παταγωδώς απών στην επόμενη συνεδρίαση στο Άμστερνταμ στις 29 Μαρτίου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Κοζέλσκι υπενθύμισε στους παρευρισκόμενους ότι ο Μερκούρης είχε προτείνει η επόμενη σύσκεψη να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα. Όμως, πρόσθεσε ο πρόεδρος των CAUR, «δεν βλέπω αντιπροσώπους της Αθήνας άρα ζητώ από την Επιτροπή να επιτρέψει στην προεδρία να αναζητήσει ένα πιο άνετο μέρος».[23] Η φράση του Κοζέλσκι αφήνει να εννοηθεί ότι η απουσία του Έλληνα φασίστα ηγέτη ήταν αδικαιολόγητη.
Παρ’ όλα αυτά, μετά από τις συνεδριάσεις αυτές στην Ελλάδα σημειώθηκε μια ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα των εκεί μελών των CAUR. Παράλληλα όμως ανέκυψαν ουκ ολίγα προβλήματα, που τελικά υπονόμευσαν την ευάλωτη αξιοπιστία της οργάνωσης του Κοζέλσκι. Η εφημερίδα του Μερκούρη, χρηματοδοτούμενη από τη φασιστική Ιταλία, έπρεπε να κυκλοφορήσει γρήγορα: η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας είχε ριζικά αλλάξει και μετά από 11 χρόνια δημοκρατικής κυβέρνησης, το Μάρτιο του 1935 μια συμμαχία φιλοβασιλικών δυνάμεων, εντός της οποίας ξεχώριζαν οι μορφές του Μεταξά και του Κονδύλη, είχε κατακτήσει ορμητικά την εξουσία και είχε εναποθέσει την κυβέρνηση σε μια ομάδα πολιτικών και στρατιωτικών με έντονα συντηρητικές πεποιθήσεις. Αναμένοντας να εντοπιστεί ο νέος συνομιλητής της Ρώμης, ήταν απαραίτητο να ξεκινήσει διαφημιστικός βομβαρδισμός υπέρ των ιταλικών συμφερόντων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εναντίον της Βαλκανικής Αντάντ και υπέρ της προσέγγισης μεταξύ των δυο χωρών. Ως προς αυτό, η εθνικοσοσιαλιστική εφημερίδα θα ήταν ένα χρήσιμο κι αποτελεσματικό εργαλείο.
Αυτή είναι η αναγκαιότητα που έκανε τον Μουσολίνι, πέρα από την αρχική χρηματοδότηση που ήδη αναφέραμε, να διατάξει το Μάιο του 1935 στον αρχηγό ης ιταλικής Αστυνομίας Μποκίνι να αντλήσει από τα δικά του μυστικά κονδύλια 50 χιλιάδες λιρέτες (57.000 ευρώ) και να τα καταθέσει στον προσωπικό λογαριασμό του Κοζέλσκι στην Τράπεζα Ιταλίας με τελικό αποδέκτη τον Μερκούρη. Επίσης, τον Ιούνιο θεσπίστηκε να καταβάλλεται στον Μερκούρη ένας πραγματικός μισθός 10.000 λιρετών (σχεδόν 12.000 ευρώ) το μήνα. Κατά το έτος 1935 όμως μόνον το ένα τρίτο του ποσού έφτασε τελικά στον εθνικοσοσιαλιστή ηγέτη και το Φεβρουάριο του 1936 οι επιταγές που δεν εξαργυρώθηκαν παραδόθηκαν από τον Κοζέλσκι στον Τσιάνο και από αυτόν στον Μποκίνι, διακόπτοντας έτσι τη χρηματοδότηση.[24]
Τα αίτια αυτής της αλλαγής στάσης απέναντι στον Έλληνα φασίστα ηγέτη βρίσκονται στις επιφυλάξεις που εξέφρασε ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα Πιέρ Φιλίππο Ντε Ρόσσι Ντελ Λιόν Νέρο αναφορικά με την αξιοπιστία και τις πολιτικές ικανότητες του Μερκούρη. Κατά την προεκλογική περίοδο του Ιουνίου 1935 ο φασίστας αρχηγός είχε αποπειραθεί μάταια να παίξει διπλό παιχνίδι ανάμεσα στον μέντορά του, τον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη και τον απερχόμενο πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη και το αποτέλεσμα ήταν να παραμείνουν ο ίδιος και το κόμμα του εκτός κοινοβουλίου. Ο Ιταλός διπλωμάτης εκφράστηκε με περιφρόνηση για τον Μερκούρη: «Πριν γίνει οποιαδήποτε κατάθεση, επιθυμώ να ξεκαθαριστεί ποια ακριβώς πολιτική δράση είναι σε θέση να διεξαγάγει στο εξής, πόσο χρήσιμος μπορεί να μας είναι σε αυτή τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται, στο περιθώριο της ελληνικής πολιτικής και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον του μικροσκοπικού «φασιστικού» κόμματος του οποίου ηγείται».[25]
Πέρα από τα εισαγωγικά στο επίθετο «φασιστικό», που υποδηλώνει την παραδοσιακή δυσπιστία μεγάλου μέρους της ιταλικής διπλωματίας απέναντι στην πραγματική τοποθέτηση των ξένων κινημάτων εντός της συγκεκριμένης πολιτικής κατηγορίας, ο πρεσβευτής φανέρωσε όλη τη δυσφορία του για μια επιχείρηση που εκ των πραγμάτων θεωρεί αποτυχημένη και σε ό,τι αφορούσε τη δέσμευση του Μερκούρη προς τη Ρώμη και τα CAUR αναφορικά με την κυκλοφορία της εφημερίδας, δέσμευση που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε τηρήσει. Στην εκφρασμένη περιφρόνηση του Ντε Ρόσσι Ντελ Λιόν Νέρο προστέθηκε κι εκείνη ενός Ιταλού δημοσιογράφου, του Κάρλο Λότσι – πληροφοριοδότη του Τσιάνο – ο οποίος, σε μακροσκελή επιστολή του, κατηγορεί τα CAUR για αναποτελεσματικότητα και υπενθύμισε στον Ιταλό υπουργό ότι «ο Μερκούρης, αρχηγός του Εθνικοκοινωνικού ελληνικού κόμματος, πάντα δήλωσε, και για να δικαιολογήσει τις χρηματοδοτήσεις από τη Ρώμη, ότι έχει με το μέρος του τον ισχυρό υπουργό Πολέμου της Ελλάδας, τον στρατηγό Κονδύλη, αλλά ο τελευταίος, σαν να το έκανε επίτηδες, πριν από μερικές ημέρες έκανε ναζιστικότατες δηλώσεις, λέγοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να έχει ως πρότυπο την Γερμανία».[26]
Η αναστολή των πληρωμών που ενέκρινε ο Τσιάνο είχε αρνητικά επακόλουθα στο δίκτυο που οι Επιτροπές είχαν υφάνει κατά το προηγούμενο έτος. Ο Μερκούρης συνάντησε τον επικεφαλής των CAUR Τσερεζόλε, τον ρώτησε για τους λόγους της απόφασης της ιταλικής κυβέρνησης και τόνισε την αναγκαιότητα να εισπράξει χρηματοδότηση για τουλάχιστον 15 χιλιάδες λιρέτες (17.000 ευρώ) για τα πιο επείγοντα έξοδα. Αργότερα, ο Τσερεζόλε έγραψε μία συγκεχυμένη και ασύντακτη επιστολή, γεμάτη σκοτεινές αναφορές και ψευδώνυμα, για να πληροφορήσει τον γραμματέα των Επιτροπών Γκουίντο Πεσκοσόλιντο για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν.[27]
Οι Έλληνες φασίστες εξακολουθούσαν να ζητούν οικονομική βοήθεια και ο άλλος ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ο Μιλτιάδης Ιωσήφ, έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι αν η Ρώμη διέκοπτε τη βοήθεια ο ίδιος και ο Μερκούρης θα διέκοπταν «κάθε είδους συνεργασία» με την Ιταλία και «θα θεωρούσαν εαυτούς αποδεσμευμένους από κάθε υποχρέωση». Ο Τσερεζόλε ανέφερε λοιπόν ότι βρισκόταν σε μια κατάσταση «πολύ δύσκολη και δυσάρεστη», ακόμη κι «επικίνδυνη». Περισσότερο όμως από το θέμα με τον Μερκούρη, εκείνο που εκνεύριζε (κι αποθάρρυνε) τον υπεύθυνο των CAUR ήταν η περίπου παντελής έλλειψη επικοινωνίας από μέρους του άμεσου προϊσταμένου του, του στρατηγού Σάνι, καθώς και του ίδιου του Κοζέλσκι: «Είναι επίσης εμφανές – έγραψε ο υπεύθυνος των CAUR στην Αθήνα – ότι δεν έχει νόημα να συνεχίσω μια δουλειά επικίνδυνη και μη παραγωγική». Αν ο Σάνι δεν επενέβαινε άμεσα in loco, κατέληξε, θα θεωρούσε ότι η αποστολή του είχε οριστικά κι αμετάκλητα τελειώσει[28]. Η κρίση με τον ηγέτη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ξεπεράστηκε αφού διαμεσολάβησε μια άλλη «επαφή» των Επιτροπών, ο ισχυρός πρόεδρος της Ένωσης Αθήνας-Ρώμης Ρούφος. Το χαρτί Μερκούρης όμως είχε υποστεί σημαντική ζημιά και ο ίδιος ο Τσερεζόλε γρήγορα απομακρύνθηκε από τις Επιτροπές.
Εντούτοις, στον απολογισμό του για το παρελθόν έτος ο Κοζέλσκι προσπάθησε να δικαιολογήσει τη στάση του Μερκούρη, περισσότερο για να προστατεύσει τον εαυτό του και να επιτεθεί στην πρεσβεία στην Αθήνα παρά λόγω ειλικρινούς πνεύματος αλληλεγγύης, τονίζοντας ότι η ματαίωση της έκδοσης της φαντασιακής εθνικοσοσιαλιστικής εφημερίδας οφειλόταν στη διακοπή των συμφωνηθέντων πληρωμών: «Το ναυάγιο της Εθνικής Σημαίας δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί χωρίς να αξιολογήσουμε ακριβοδίκαια τα ποσά που δόθηκαν για την έκδοσή της κι εκείνα που πραγματικά χρειάζεται μια ημερήσια εφημερίδα για να επιβιώσει ακόμη και σε φυσιολογικές συνθήκες».[29] Αλλά αυτή η υπερασπιστική του γραμμή δεν είχε αντίκτυπο και ο εθνικοσοσιαλιστής ηγέτης αρνήθηκε να συμμετάσχει στη νέα συνεδρίαση της Επιτροπής Συντονισμού για τον καθολικό φασισμό που θα πραγματοποιηθεί ξανά στο Μοντρέ στις 12 Σεπτεμβρίου 1935, διακόπτοντας οριστικά τη συνεργασία του με τη φασιστική διεθνή.[30]
Στην πραγματικότητα, ο Κοζέλσκι προσπαθούσε να προσεγγίσει στην Ελλάδα πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες όχι μόνον πιο ευπαρουσίαστες αλλά και του παραδοσιακού δεξιού χώρου, αυταρχικού και συντηρητικού. Ενώ οδηγείτο προς το τέλος η αξιοθρήνητη υπόθεση του Μερκούρη και του Τσερεζόλε, ο Κοζέλσκι είχε έρθει σε επαφή με τον στρατηγό Κονδύλη, που είχε επανέλθει στην κυβέρνηση ως αντιπρόεδρος και υπουργός Πολέμου και όλο και πιο βαθιά πεπεισμένος, μαζί με τον ανατέλλοντα αστέρα Μεταξά, ότι έπρεπε να επιβληθεί στην Ελλάδα μια στρατιωτική δικτατορία φασιστικού τύπου με την ευλογία του παλινορθούντος Στέμματος των Όλντενμπουργκ-Γκλύξμπουργκ.
Με μεγάλη ευστροφία ο Κοζέλσκι έβαλε κατά μέρος την ιδιότητα του προέδρου των CAUR, εμφανώς υποβαθμισμένη εξαιτίας των πρόσφατων συμβάντων και κάλεσε τον Κονδύλη στην Ιταλία, όχι όμως με την κυβερνητική του ιδιότητα, αλλά ως πρόεδρο της Ένωσης Εθελοντών Πολέμου. Εν ονόματι της αλληλεγγύης μεταξύ βετεράνων ο υπουργός αποδέχτηκε με ευχαρίστηση κι έφτασε στη Ρώμη στις 8 Ιουλίου σε επίσημη επίσκεψη.[31] Ο Κοζέλσκι συνόδευσε τον Έλληνα στρατηγό στο Palazzo Venezia, όπου συνάντησε τον Μουσολίνι και είχε μαζί του παρατεταμένη συνομιλία. Αντιμετωπίστηκαν ορισμένες όψεις της περίπλοκης κατάστασης των συνόρων στο Αιγαίο και το πρόβλημα των Δωδεκανήσων, υπό ιταλικό έλεγχο και από καιρό διεκδικούμενα από την Ελλάδα. Ο Κονδύλης, που εξύφανε την ανάδειξή του ως επικεφαλής της κυβέρνησης, διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι, όταν θα αναλάμβανε ο ίδιος, θα πρόβαινε σε «γενναιόδωρη χειρονομία» αναφορικά με τη διένεξη αυτή. Ακόμη πιο πολύ δεσμεύτηκε ο Έλληνας υπουργός με τον αρχηγό της ιταλικής κυβέρνησης ώστε να μεσολαβήσει στο Βελιγράδι προκειμένου να ξεκινήσει διάλογο με τη Ρώμη, αφού οι σχέσεις είχαν διακοπεί εξαιτίας της εμφανούς ιταλικής υποστήριξης σε χωριστικά κινήματα και κυρίως μετά τη δολοφονία του βασιλιά στη Μασσαλία. Στην ενθουσιώδη αναφορά του προέδρου των CAUR προς τον Τσιάνο (που στο μεταξύ προήχθη από υφυπουργός σε υπουργός Τύπου και Προπαγάνδας), ο Κοζέλσκι, συνήθως φειδωλός στην αναφορά λεπτομερειών, ήταν ασυνήθιστα σαφής: «Ο στρατ. Κονδύλης, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, δήλωσε ότι έμεινε πολύ ευχαριστημένος από το ταξίδι και συγκινημένος από την υποδοχή. Ο ίδιος εκτέλεσε στο Βελιγράδι την αποστολή που ο Ντούτσε του είχε εναποθέσει, με την έννοια ότι, μετά από παρατεταμένες συνομιλίες με τους εκεί πολιτικούς, συντάχτηκε τηλεγράφημα που εστάλη στη Ρώμη, στις πρεσβείες της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, προκειμένου να το κοινοποιήσουν στον Ντούτσε. Εκεί έγραφε ότι οι ίδιοι ήταν στην καλύτερη διάθεση προκειμένου να συζητήσουν μια φιλική κι εγκάρδια διευθέτηση. Με αυτόν τον τρόπο, κατέληξε ο Κονδύλης, το όλο θέμα πέρασε στο διπλωματικό πεδίο κι έκανα ότι αναμενόταν να κάνω».[32]
Ο πόλεμος στην Αβησσυνία και οι κυρώσεις που η Κοινωνία των Εθνών επέβαλε στην Ιταλία οδήγησαν σε νέα δραστηριοποίηση των ιταλικών επαφών στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1935 έφτασε στην Αθήνα ο Φερρούτσο Γκουίντο Καμπάλτζαρ, πράκτορας των CAUR και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Κοζέλσκι. Η αποστολή του ήταν να συναντήσει τον Κονδύλη, ο οποίος, μετά από αυλική συνωμοσία, ανακηρύχτηκε αντιβασιλέας, εν αναμονή της οριστικής παλινόρθωσης της μοναρχίας. Ο Καμπάλτζαρ μετέφερε στον Κονδύλη τα προσωπικά συγχαρητήρια του Κοζέλσκι κι εμμέσως και της ιταλικής κυβέρνησης.[33] Ο στρατηγός απάντησε εγγράφως – συμβολικά στις 28 Οκτωβρίου, επέτειο της φασιστικής Πορείας προς τη Ρώμη – με επιστολή που εξέφραζε τις ευχαριστίες και τις ευχές στην «ευγενή χώρα» που τον είχε υποδεχτεί κατά την επίσκεψή του τον Ιούλιο.[34]
Με τη συνάντηση αυτή ο πρόεδρος των Επιτροπών ήλπιζε να πετύχει διπλό στόχο: την προσέγγιση της Ελλάδας στο «ιταλικό μπλοκ» (σύμφωνα με την ορολογία του Γκραβέλλι) και τη δυνατότητα να επηρεάσει την Αθήνα αναφορικά με τις αποφάσεις που θα λάμβανε σε σχέση με τις κυρώσεις της Κοινωνίας των Εθνών εναντίον της Ιταλίας. Πρέπει να αναφερθεί ότι η πρωτοβουλία των CAUR κινείτο παράλληλα με τις επίσημες επαφές που ο νέος πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα Ραφφαέλε Μποσκαρέλλι είχε συσφίξει με τον Κονδύλη.[35] Ένας διπλός δίαυλος στα όρια του ανταγωνισμού ανάμεσα στην παραδοσιακή κυβερνητική διπλωματία κι εκείνη τη λιγότερο τυπική και συχνά συγκεχυμένη, των φασιστικών οργανισμών: πίσω από τις κινήσεις των Επιτροπών του Κοζέλσκι, πέρα από έναν Μουσολίνι ιδιαίτερα εκνευρισμένο με τους δεσμούς που του επέβαλλε η διπλωματική πρακτική, διαφαινόταν ο υπουργός Τύπου και Προπαγάνδας Τσιάνο, που αισθανόταν πλέον έτοιμος να μεταπηδήσει στο πολυπόθητο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο ίδιος θεωρούσε τα CAUR δοκιμαστικό πεδίο, εργαλείο παράλληλης διπλωματίας, φασιστικής και pro domo sua, που θα ανάγκαζε αργά ή γρήγορα το καθεστώς να του παραχωρήσει το πολυπόθητο υπουργείο.
Το χαρτί του Κονδύλη όμως κάηκε μέσα σε ένα μήνα: μόλις επέστρεψε στην Αθήνα ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ εξώθησε τον ενοχλητικό αντιβασιλέα σε παραίτηση κι επέβαλε στη νέα κυβέρνηση να πάρει θέση υπέρ των κυρώσεων. Επιπλέον, μετά την απομάκρυνση του Κονδύλη ήταν πλέον εμφανές ότι οι πύλες της κυβέρνησης άνοιγαν προς έναν άλλον ισχυρό άνδρα, τον στρατηγό Μεταξά, τον οποίο ο Γεώργιος Β΄ διόρισε πρωθυπουργό στις 13 Απριλίου 1936.
Έδυσε έτσι η εφήμερη παρουσία της «φασιστικής διεθνούς» στην Ελλάδα. Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, νικητής της μακράς αναμέτρησης με άλλους ένστολους «ισχυρούς άνδρες» (ο Κονδύλης πέθανε από καρδιακή προσβολή τον Φεβρουάριο), απαλλάχτηκε από το κοινοβουλευτικό σύστημα και εγκαθίδρυσε το καθεστώς του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού», αυτοανακηρυσσόμενος «Αρχηγός» της νέας Ελλάδας. Όλα αυτά με την αρχικά ψυχρή συμπάθεια της φασιστικής Ιταλίας που, από το 1937, μπροστά στις μετακινήσεις του νέου δικτάτορα υπέρ της Βρετανίας, θα μετατραπεί σε αυξανόμενη έχθρα, μέχρι την κήρυξη πολέμου στις 28 Οκτώβρη 1940.[36]
Το όνειρο ενός φασιστικού άξονα Αθήνας-Ρώμης, που είχαν φανταστεί ο Κοζέλσκι και τα CAUR του, είχε δύσει για πάντα.
_____________
*Μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης
**Το κείμενο του Marco Cuzzi δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τετράδια», στο τεύχος 64, χειμώνας - άνοιξη 2014
Πηγή: Έντυπη έκδοση της ΑΥΓΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς