Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

70 χρόνια από το έγκλημα της Μακρονήσου το 1948



Η πρόσοψη των αρτοκλίβανων της Μακρονήσου, έργο των κρατουμένων στρατιωτών.


Επρόκειτο περί ενός στρατοπέδου όνειδος της ανθρωπότητας, καθαρτήριο συνειδήσεων, που σηματοδοτήθηκε κυρίως από το μεγάλο έγκλημα κατά των κρατουμένων φαντάρων


Το μνημείο του Μακρονησιώτη.
Στις 3 Απρίλη του 1949, στο στρατόπεδο της Μακρονήσου οι έγκλειστοι φαντάροι πληροφορούνταν ότι εκείνη η ημέρα ήταν … γιορτινή. Στην αναφορά διαβάστηκε η ημερήσια διαταγή του διοικητή του Στρατοπέδου Συνταγματάρχη Πυροβολικού Γ. Μπαϊρακτάρη, που ανέφερε τα σχετικά της ίδρυσης.

«Η σημερινή ημέρα είνε η δευτέρα επέτειος της Ιδρύσεως της Δ)σεως ΓΕΣ)ΒΧΙ. Σαν σήμερα (3.4.47) ο τότε Αρχηγός ΓΕΣ και Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού Στρατηγός κ. Βεντήρης με εκάλεσε και μου έδωσε την εξής επί λέξει Διαταγήν: «θά μου συγκρότησης μίαν Διεύθυνσιν του ΓΕΣ η οποία θα ασχοληθή με τα εξής θέματα:(...) Βέβαιον είνε ότι η Μακρόνησος υπερέβη τας προσδοκίας και ελπίδας ακόμη εκείνων που την οραματίσθηκαν…».

Επρόκειτο περί ενός στρατοπέδου όνειδος της ανθρωπότητας, καθαρτήριο συνειδήσεων, που σηματοδοτήθηκε στις μνήμες του δημοκρατικού κόσμου, κυρίως από το μεγάλο έγκλημα κατά των κρατουμένων φαντάρων, το οποίο συνετελέσθη, πριν 70 χρόνια,  από τις 29 Φεβρουαρίου 1948 και την 1 Μαρτίου και διήρκησε μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 1950, όπου οι δημοκρατικοί φαντάροι πλειοψήφησαν καταδικάζοντας το εμφυλιοπολεμικό καθεστώς και υποχρέωσαν σε χαλάρωση των αντιδημοκρατικών μέτρων που με την συνεργία των ξένων, κυρίως Βρετανών και Αμερικάνων, επιβλήθηκαν καθώς συγκροτήθηκε αυτό το στρατόπεδο, όπου εφαρμόστηκε η μεγαλύτερη εγκληματική τακτική για τον πιθαναγκασμό της ανθρώπινης σκέψης. 

Μέχρι το 1957, όπου η διεθνής κατακραυγή των δημοκρατικών πολιτών υποχρέωσαν το καθεστώς της Δεξιάς να καταργήσει αυτό το στίγμα της Ελληνικής Πολιτείας, κλείνοντας το στρατόπεδο, μοναδικό έως τότε στην χώρα.

Στην συνέχεια μέχρι την δικτατορία των δεξιών αξιωματικών, άνοιξαν άλλα στρατόπεδα αναμόρφωσης φαντάρων, αλλά χωρίς το εγκληματικό κλίμα της Μακρονήσου. Άλλωστε τον επόμενο χρόνο η Δημοκρατία άρχισε να αχνοφέγγει στον ορίζοντα της Ελλάδας, με εξαίρεση την επταετή νύχτα των επίορκων συνταγματαρχών. 

Υπολείμματα από τα κτίρια που κατασκεύασαν οι φαντάροι, υποκύπτουν στο πέρασμα του χρόνου,μ κατασκευασμένα με άμμο θαλάσσης.


Η μεγάλη σφαγή όπως την περιγράφουν οι αγωνιστές Μακρονησιώτες

Ολες οι σχετικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για μια αναίτια σφαγή, που προκλήθηκε χωρίς καν να υπάρχει ένα τυπικό πρόσχημα. Πολύ περισσότερο, κάνουν λόγο για σφαγή που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε με πρωτόγνωρη ωμότητα. Ετσι, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948, το προσκλητήριο στο Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου (γνωστού ως ΑΕΤΟ) έγινε κανονικά και οι περίπου 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει, όπως συνηθιζόταν, οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι. Μετά την έπαρση της σημαίας οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν.

Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ’ οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμήτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθένειας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται.

Ο Διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλειά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδαράς ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα που, απ’ ό,τι φαίνεται ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος άρχισε να πυροβολεί στον ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους.

Ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για 5 νεκρούς και 14 τραυματίες (Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157). Η εφημερίδα «Μάχη» στις 13/7/1950 δημοσίευσε τα ονόματα 5 νεκρών και 10 τραυματιών (Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 288). Ο Γιατρός του τάγματος Λ. Γεωργιλάκος σε μαρτυρία του κάνει λόγο για μεγάλο αριθμό τραυματισμένων εκ των οποίων οι 10 ήσαν βαριά (Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 91) κ.ο.κ.

Εν πάση περιπτώσει, μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος) τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος που εν τω μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.

Ετσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας μέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη: με την οσμή του θανάτου απλωμένη παντού, μέσα στο πένθος και στη λύπη, με την ανησυχία της αβεβαιότητας, αλλά και με την ελπίδα πως τα χειρότερα είχαν τελειώσει.

Οταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Τα νεύρα των στρατιωτών τεντωμένα κι οι καρδιές τους στο αποκορύφωμα της αγωνίας. Τι έμελλε να επακολουθήσει; Σε λίγο δεν θα υπήρχαν ερωτηματικά.

Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 9 η ώρα το πρωί όταν στις ακτές του Α΄ Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά αργότερα μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα:

Στο βάθος διακρίνονται υπολείμματα της πύλης του Α΄ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών.

«Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν’ αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά». (Ν. Μάργαρη: «Ιστορία της Μακρονήσου», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Β΄, σελ. 34).

Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ΄ Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό, ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. (Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157).

Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α΄ τάγματος.

Σε λίγο, άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς που είχαν ξαπλώσει κάτω παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Υστερα, γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Οταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα αρκετοί έπεσαν στο νερό με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του πολεμικού ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. Λέγεται ότι από τους 4.500 σκαπανείς του Α΄ Τάγματος οι 2.000 έπεσαν στο νερό (Βλέπε: Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 292)

«Εκεί – γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας– γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Υμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Εκοβαν τις λέξεις μια μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς, ούτε και με τον Εθνικό Υμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί».

Οταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α΄ τάγματος: βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Ολα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ’ ένα σκοπό: στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας. 

Ο μονόφθαλμος αξιωματικός Μπαρούχος, μπροστά σε ένα τραπέζι, με ένα χαρτί καλούσε τους φαντάρους έναν έναν να υπογράψουν δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ. Όποιος δεν υπέγραφε δεχόταν μία σφαίρα από το πιστόλι του Μπαρούχου (λέγεται ότι ήταν μονόφθαλμος μετά από τραύμα που δέχθηκε σε μάχη με τον ΔΣΕ, στον Εμφύλιο) και καλούνταν ο επόμενος. Μέχρι τον 16ο συνεχίστηκε η τακτική της άρνησης των φαντάρων. Από κει και πέρα ακολούθησαν οι δηλώσεις και σταμάτησαν οι δολοφονίες. 

Λίγοι που δεν υπέγραψαν, μεταξύ αυτών και ο αείμνηστος αγωνιστής από την Πάτρα, Ανδρέας Μαλλιώρης, τους έκλεισαν στο σύρμα. Ήταν ένας κλωβός, ξέσκεπος, στον οποίο κλεισμένοι οι αρνητές της δήλωσης, σιτίζονταν με ρέγκα παστή και ελάχιστο νερό, εκτιθέμενοι στον ήλιο και το κρύο. (Ανδρ. Μαλλιώρης, συνέντευξη στο Γ. Μόσχο, για την εφημερίδα ΗΜΕΡΑ της Πάτρας, φύλλο της 12-6-1991).

Λίγα γαρίφαλα εκεί που δολοφονήθηκαν δημοκρατικοί στρατιώτες, κομμουνιστές και πρώην ΕΑΜίτες.

 «Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε».

Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ΄ Τάγμα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη σήμερα ο Φάκελο της Μακρονήσου από το 1948 παραμένει κλειστός και ο επίσημος αριθμός δολοφονημένων δεν υπάρχει. Στη δε δίκη που ακολούθησε στο στρατοδικείο Αθηνών η υπόθεση έκλεισε εις βάρος των Μακρονησιωτών κρατουμένων.
Μη αναφέροντας τις εκδοχές για το έγκλημα που παρατέθηκαν άπειρες και από τις δύο πλευρές, θα παραθέσουμε μόνον την γλαφυρή γραφή του Μακρονησιώτη κρατουμένου, συγγραφέα και ποιητή Μενέλαου Λουντέμη:

 «Σήμερα χύσανέ μου το φως μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Χτες κόψανε τα νύχια μου./ Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά!/ Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Αύριο θα με σταυρώσουν./ Είμαι καλά! Είμαι καλά! Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω μιλιά να το φωνάξω./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω./ Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο,/ σ’ αυτό το τρελό Νεκροταφείο,/ πως όλοι οι νεκροί του: «ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!».

Με στοιχεία και από το https://erodotos.wordpress.com/2011/01/07/makronisos/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς