Διαμεσολάβηση – ένας
σύγχρονος θεσμός εξωδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών
Άρθρο του κ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΔΗ(*)
Δεν είναι
λίγες οι περιπτώσεις, από το παρελθόν μέχρι σήμερα, κατά τις οποίες η δυσπιστία
απέναντι σε κάθε νέο θεσμό ή μια μεταρρύθμιση προκαλούσε αντιδράσεις
κινδυνολογίας. Κατά καιρούς πίσω από αλλαγές και μεταρρυθμίσεις ΄΄κρύβονταν΄΄
διάφοροι κίνδυνοι. Σήμερα, ενόψει του νέου νομοσχεδίου για το θεσμό της
Διαμεσολάβησης, ενός σύγχρονου θεσμού εξωδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των
διαφορών, που έχει καθιερωθεί σε ολόκληρη την Ε.Ε, κρύβεται για ορισμένους ο
κίνδυνος ΄΄ιδιωτικοποίησης της Δικαιοσύνης΄΄. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Κρίνοντας τις σχετικές απόψεις οφείλουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
Με αφορμή την
κατάθεση νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση του θεσμού της Διαμεσολάβησης
δημοσιεύθηκε άρθρο συναδέλφων υπό τον τίτλο ΄΄Ιδιωτικοποιείται η Δικαιοσύνη΄΄.
Και γιατί ιδιωτικοποιείται, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Δικαιοσύνη; Για τρεις
βασικά λόγους: Πρώτον, διότι (κατά την άποψη αυτή) ο ιδιώτης διαμεσολαβητής
εκτελεί καθήκοντα οιονεί δικαστή και μάλιστα με την απονομή σε αυτόν δια νόμου
προσόντων αμεροληψίας. Δεύτερον, διότι το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης του θα
είναι η σύνταξη πρακτικού, που αποτελεί τίτλο εκτελεστό, όπως και οι δικαστικές
αποφάσεις. Και τρίτον, διότι η υπαγωγή πολλών διαφορών στη συγκεκριμένη
διαδικασία θα είναι, πλέον, υποχρεωτική.
Η παραπάνω,
όμως, άποψη, κατά την προσωπική μου γνώμη, ξεκινά από λάθος βάση και ως εκ του
λόγου αυτού είναι στο σύνολο της επισφαλής. Ποια είναι, όμως, αυτή η λάθος
βάση: Ότι αποδίδει στο Διαμεσολαβητή την ιδιότητα του Δικαστή (οιονεί Δικαστή
όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται) αφού θεωρεί ότι αυτός (Διαμεσολαβητής) καλείται
να τέμνει τις διαφορές (όπως ο Δικαστής δηλαδή), ενώ από το σύνολο των
διατάξεων του σχετικού νομοσχεδίου προκύπτει ότι ο Διαμεσολαβητής δεν καλείται
να τέμνει τις διαφορές των πολιτών αλλά καλείται να συμβιβάσει ουσιαστικά μία
διαφορά ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται
στο σχετικό σχέδιο νόμου γι αυτό και η πρόταση του (Διαμεσολαβητή) δεν είναι
δεσμευτική και τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να μην την αποδεχθούν ακολουθώντας
εν τέλει τη δικαστική οδό.
Στο κείμενο, δε, του ανωτέρω άρθρου (περί
ιδιωτικοποίησης της Δικαιοσύνης) αποφεύγεται σκόπιμα η χρήση των όρων
συμβιβασμός ή συμφωνία, ως αποτέλεσμα της Διαμεσολάβησης, ενώ για το πρακτικό,
που συντάσσει ο Διαμεσολαβητής αναφέρεται ότι αυτό συνιστά εκτελεστό τίτλο όπως
οι δικαστικές αποφάσεις χωρίς να αναφέρεται ότι σύμφωνα με τις σχετικές
διατάξεις του νομοσχεδίου το εν λόγω πρακτικό συνιστά πρακτικό συμβιβασμού.
Οι απόψεις
αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη ότι, βάσει και του νυν ισχύοντος δικαιϊκού μας
συστήματος, ο συμβιβασμός των διαδίκων, αποτελεί λόγο κατάργησης της δίκης
(αρθρ. 293 ΚΠολΔ), ενώ περαιτέρω σε περίπτωση λ.χ. αποδοχής μιας αγωγής είτε
στο σύνολο, είτε εν μέρει (στα πλαίσια της οποίας – αποδοχής – , που
δρομολογείται ουσιαστικά πριν τη δίκη και δεν παρεμβάλεται δικαστική ενέργεια)
εκδίδεται και σήμερα απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή και μάλιστα ανεξαρτήτως της
νομικής βασιμότητας της (αρθρ. 298 ΚΠολΔ). Μήπως, λοιπόν και οι διατάξεις αυτές
(παλαιότερα η διάταξη του άρθρου 214 Α ΚΠολΔ περί υποχρεωτικού σταδίου
απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς) θεσπίσθηκαν με σκοπό να
ιδιωτικοποιηθεί εμμέσως η Δικαιοσύνη;
Περαιτέρω, οι
απόψεις, που διατυπώνονται, περί του ότι δηλαδή επιχειρηματίες, που θα απασχολούν ως υπαλλήλους Διαμεσολαβητές θα
βρουν νέο προσοδοφόρο πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας, αποτελούν σενάρια
και ασκήσεις επί χάρτου, σε κάθε, δε, περίπτωση εκφεύγουν του πεδίου της
νομικής κριτικής ενός θεσμού. Επιπροσθέτως, όμως, δεν βρίσκουν ούτε βάσιμο
νομικό έρεισμα.
Ειδικότερα,
στο σχετικό σχέδιο νόμου, το οποίο περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για τους
Διαμεσολαβητές (προσόντα, εξετάσεις, διαδικασίες διαπίστευσης κλπ. κλπ.), αλλά
και για το θεσμό της Διαμεσολάβησης, που τελεί υπό τη γενικότερη εποπτεία της
Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, αποτελούμενης, μεταξύ άλλων, από Δικαστικούς
Λειτουργούς, Δικηγόρους, Καθηγητές Α.Ε.Ι κλπ. ουδόλως προβλέπεται η απασχόληση
των Διαμεσολαβητών ως υπαλλήλων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στην υπηρεσία
εταιρειών του εμπορικού δικαίου με σκοπό το κέρδος, ενώ στο άρθρο 2 του
νομοσχεδίου, στο οποίο επεξηγούνται οι σχετικές έννοιες για την εφαρμογή των
σχετικών διατάξεων ουδόλως απαντάται ο όρος ΄΄Εταιρεία Διαμεσολάβησης΄΄, η
οποία δεν αναγνωρίζεται, ούτε και προβλέπεται καταχώριση μιας τέτοιας εταιρείας
στο σχετικό μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, είτε νομικών
προσώπων, εν γένει, ως Διαμεσολαβητών.
Ούτε και
βέβαια αποτελεί ο Διαμεσολαβητής κατά την έννοια των διατάξεων του σχετικού
νομοσχεδίου πρόσωπο, που φέρει την εμπορική ιδιότητα και άρα και την πτωχευτική
ικανότητα, όπως εσφαλμένα αποδέχεται η άποψη περί ιδιωτικοποίησης της
Δικαιοσύνης, η οποία (άποψη) εφόσον κάνει αποδεκτό ότι μπορεί να συσταθεί
εταιρεία (΄΄παραδικαστήριο΄΄ όπως τη χαρακτηρίζει) με αντικείμενο εμπορικής
δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης μέσω διαπιστευμένων
διαμεσολαβητών ως υπαλλήλων, αποδέχεται συνακόλουθα ότι η Διαμεσολάβηση συνιστά
εμπορική δραστηριότητα!! Μια άποψη, η οποία ουδέν νομικό έρεισμα βρίσκει και
επιχειρεί, ανεπιτυχώς βέβαια, να ανακαλύψει πίσω από το συγκεκριμένο θεσμό στοιχεία
εμπορικοποίησης.
Σημειώνεται,
μάλιστα, ότι από τις σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, που αναφέρονται στο
Πειθαρχικό Δίκαιο των Διαμεσολαβητών συνάγεται ερμηνευτικά ότι η εκμετάλλευση
ουσιαστικά της ιδιότητας του Διαμεσολαβητή για την επιδίωξη εμπορικών σκοπών
είναι ανεπίτρεπτη και έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα και τους σκοπούς του
νομοθέτη.
Περαιτέρω,
και αναφορικά με την πρόταση για καθιέρωση υποχρεωτικού σταδίου Δικαστικής
Μεσολάβησης έχουμε ήδη σε προηγούμενη ανάρτηση διατυπώσει τις απόψεις μας
σχετικά με το φόρτο εργασίας και υπηρεσιών που θα δημιουργούσε στους
συναδέλφους υπό τις παρούσες συνθήκες. Αρκεί και μόνο να αναλογισθεί κανείς ότι
λ.χ. επί των χιλιάδων υποθέσεων που εισήχθησαν προς εκδίκαση στο Πρωτοδικείο
Αθηνών τα τελευταία έξι χρόνια οι διάδικοι προσέφυγαν στη Δικαστική Μεσολάβηση
μόνο σε 340 περιπτώσεις (με επίτευξη συμβιβασμού στις 170). Το Προεδρείο της
ΕΔΕ στην πρόταση του για υποχρεωτικό στάδιο Δικαστικής Μεσολάβησης ξεκινάει
επίσης από λάθος συλλογιστική. Ποια είναι αυτή: Υποστηρίζει ότι αφού επί των
340 υποθέσεων, που ήχθησαν στη Δικαστική Μεσολάβηση (σημειωτέον σε μια εξαετία)
επετεύχθη συμιβασμός στις 170 υποθέσεις, ήτοι στο 50%, άρα και σε όλες τις
υποθέσεις, αν υπήρχε υποχρεωτικό στάδιο, το ποσοστό συμβιβασμού θα ήταν το ίδιο.
Αυτό, όμως, δεν είναι βέβαιο, ούτε δεδομένο, αλλά ζητούμενο, διότι οι διάδικοι
που επί χιλιάδων υποθέσεων (αφαιρουμένων των 340) δεν προσέφυγαν στη Δικαστική
Μεσολάβηση το πιθανότερο είναι να μην προσέφυγαν επειδή επιθυμούσαν την έκδοση
απόφασης με αντιδικία και επομένως αν υπήρχε στάδιο υποχρεωτικής Δικαστικής
Μεσολάβησης δεν θα επιτυγχάνονταν συμβιβασμός επί των υποθέσεων αυτών με
συνέπεια την άσκοπη κατ΄ αποτέλεσμα επιβάρυνση των συναδέλφων με επιπρόσθετες
υπηρεσίες πάνω στο ήδη ιδιαίτερα βαρύ πρόγραμμα υπηρεσιών επί αστικών και
ποινικών υποθέσεων (σχεδόν σε καθημερινή βάση). Η καθιέρωση, δηλαδή, ενός
τέτοιου υποχρεωτικού σταδίου θα οδηγούσε σε μία άνευ προηγουμένου
Κατά την
προσωπική μου άποψη η Διαμεσολάβηση, στο πλαίσιο της οποίας, σημειωτέον, τα
μέρη παρίστανται με πληρεξούσιους δικηγόρους, αποτελεί ένα σύγχρονο θεσμό μέσω
του οποίου ο νομοθέτης επιχειρεί ουσιαστικά να οργανώσει πλήρως το πεδίο της
εξωδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών, που πάντοτε υπήρχε, ώστε να
εμπεδωθεί ως θεσμός στη συνείδηση των πολιτών.
Η εμπειρία μάλιστα από την
εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (στην
τακτική διαδικασία) και διαχρονικά επί των υποθέσεων των ειδικών διαδικασιών
καταδεικνύει ότι η απόπειρα εξωδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών
πάντοτε λειτουργούσε (όχι όμως σε οργανωμένη μορφή) δεδομένου ότι πολλές
υποθέσεις, τελικώς, σε δικαστικό επίπεδο δεν συζητούνταν (είτε λόγω ματαίωσης,
μη εκφώνησης, παραίτησης από δικόγραφα κλπ.) οφειλομένης αυτής (της μη συζήτησης)
προφανέστατα σε συμβιβασμό (άλλος λόγος κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν
θα μπορούσε να υπάρξει). Ωστόσο, όμως, αυτές οι υποθέσεις, ως προς τις οποίες
υπήρχε πεδίο συμβιβασμού ΄΄καταλάμβαναν΄΄ αριθμούς στα πινάκια των Δικαστηρίων
και η ΄΄ζημιά΄΄ γινόταν. Αφού αυτό είχε ως αποτέλεσμα σταδιακά να αυξάνονται,
με γεωμετρική πρόοδο, οι χρόνοι των προσδιορισμών λόγω υπερσυσσώρευσης
υποθέσεων με ότι αλισυδωτές συνέπειες αυτό είχε.
Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η
καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων από την ημερομηνία κατάθεσης μιας αγωγής
εντοπίζεται στον μακρινό εκ των πραγμάτων χρόνο προσδιορισμού των υποθέσεων,
αλλά και μετά από αναβολή, που δεν θα υπήρχε αν λειτουργούσε πιο οργανωμένα ο
θεσμός της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών και που θα είχε ως αποτέλεσμα να
απεγκλωβίζονται τα πινάκια από υποθέσεις, οι οποίες εκ των υστέρων είτε ούτως
είτε άλλως συμβιβάζονταν και οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν ΄΄κλείσει΄΄ με
συμβιβασμό πριν ΄΄καταλάβουν θέσεις΄΄ στα πινάκια των Δικαστηρίων.
Το ζήτημα,
κατά την άποψη μου, είναι αν ο νέος θεσμός θα επιφέρει, τελικώς, τα αναμενόμενα
αποτελέσματα βρίσκοντας απήχηση και στη χώρα μας.
Θεσσαλονίκη,
4-1-2018
__________________
(*) Ο κ. Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης είναι
Προέδρος Πρωτοδικών,
μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και
Εισαγγελέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς