Το βιβλίο του συγγραφέα Κώστα Μπουλμπασάκου
«19 δευτερόλεπτα πριν... δύο λέξεις»
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΗΜ. ΜΟΣΧΟΥ
Τέσσερις καλοστημένες ιστορίες από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν,
αποτελούν τον καμβά για να «χτίσει» επάνω του ένα υπέροχο υπέροχο μυθιστόρημα με τίτλο «19
δευτερόλεπτα πριν... δύο λέξεις», αλλά με βάση υπαρκτά πρόσωπα, ο συγγραφέας
Κώστας Μπουλμπασάκος.
Το Σάββατο μεσημέρι της 25ης Νοεμβρίου, ημέρα όπου παρουσιάστηκε στην
αίθουσα «Επίκεντρο», το πόνημά του, εκδοθέν από τις «εκδόσεις Πικραμένος» έγινε
η πλήρης αποκάλυψη των χαρισμάτων του συγγραφέα, καθώς αποδείχθηκε πως είναι προικισμένος από τη φύση με πολλές
άλλες απόκρυφες ιδιαιτερότητες.
Εκτός από την γλαφυρή γραφή του, με την οποία δίνει χρώμα και ζωή στα άψυχα
χαρτιά, ο Κώστας Μπουλμπασάκος κατατάσσεται στους αηδούς του ποιοτικού
τραγουδιού και στους χαρισματικούς αφηγητές.
Η εκδήλωση της παρουσίας του βιβλίου του, που έγινε με πολύ μεράκι, ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων στην
παρουσίαση βιβλίων, όπου ως είθισται, εκτός του συγγραφέα, στο πάνελ βρίσκονται
και άλλα πρόσωπα με σκοπό να παρουσιάσουν στο κοινό τα καλολογικά στοιχεία του
πονήματος.
Ε, ο Κώστας Μπουλμπασάκος προτίμησε την ανατροπή. Στη θέση των παραπάνω
πήρε μέρος ο ίδιος με την ιδιότητα του αφηγητή, διαβάζοντας επιλεγμένα
αποσπάσματα επί χαλιού ποιοτικής μουσικής υπόκρουσης, που έπαιζε σε πιάνο η
μουσικός Βίλλυ Τζούφα ή τραγουδούσαν από το ρεπερτόριο των οι Δημήτρης Σύρος
και Νάσος Σύρος.
Η εκδήλωση άνοιξε με την προηγηθείσα συζήτηση του συγγραφέα και της
συντονίστριας δημοσιογράφου Αλεξάνδρας Παναγοπούλου.
Η υποβλητική μουσική υπόκρουση και ο πολιτικός στίχος των ερμηνευτών
έμπαζαν τον ακροατή στο κλίμα της εποχής των ημερών της απελευθέρωσης της
πόλης, όταν γινόταν απόπειρα να στηθεί στα πόδια της, καθώς είχε παραλύσει από
την τετράχρονη κατοχή και οι αγωνιστές της αντίστασης από τα βουνά, βρισκόμενοι
μπροστά στη νέα πραγματικότητα, αντιμετώπιζαν τους πρώην συνεργάτες των
ιταλογερμανών να κρατούν τα ηνία της πόλης με την υποστήριξη του συμμαχικού
παράγοντα.
Κι από την μία στιγμή στην άλλη, από ελευθερωτές έγιναν δεσμώτες στις ίδιες
φυλακές που πριν λίγο χρόνο οι καταχτητές είχαν κλείσει τους πατριώτες.
Οι ελπίδες για λεύτερη δημοκρατική και ανεξάρτητη πατρίδα θάφτηκαν στο βούρκο της υποτέλειας
στον νέο τύραννο, που ενδύθηκε τον μανδύα του συμμάχου, για την επιβολή της
δικής του θέλησης, συνεπικουρούμενης από την άτυπη συμφωνία μοιράσματος του κόσμου από τους νικητές του
συμμαχικού τόξου.
Αγωνιστές κυνηγημένοι από τους πρώην
συνεργάτες του καταχτητή, έφυγαν στα βουνά για δεύτερη φορά και υπό την ισχύ
της Συμφωνίας των Μεγάλων κατέληξαν στην τραγική ήττα και στα δεσμωτήρια ή στις
μάντρες των τόπων εκτέλεσης.
Κι όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν «φιλοτέχνησαν» τα ξερονήσια ή ακόμη
χειρότερα καταδικάστηκαν από τα ειδικά δικαστήρια δωσιλόγων, που είχαν στηθεί
για τους συνεργάτες των ναζί, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για να περάσουν από τα
στρατιωτικά αποσπάσματα τους
αντιστασιακούς αγωνιστές!
Εμβρυουλκός της Ιστορίας κάθε καταδίκη, υπενθύμιζε την τύχη των προγόνων
αγωνιστών του '21, που με την ανάληψη
της κυβέρνησης από τους Βαυαρούς κατέληγαν στην γκιλοτίνα, που είχε παραγγελθεί από το εξωτερικό, ειδικά γι αυτόν τον σκοπό,
εκ μέρους του βαυαρικού καθεστώτος!
Και τούτο διότι η μοναδική εργασία
που ήξεραν ήταν αυτή του πολέμου, αλλά τον στρατό τον αποτελούσαν οι ξενόφερτοι
μισθοφόροι του Όθωνα κι αυτοί κατέληγαν
στη ζητιανιά και στη λεηλασία των
προυχόντων για να επιβιώσουν!
Τέσσερις ιστορίες αντιστασιακών αγωνιστών από την Κατοχή έως την Δικτατορία
και η κάθε μία αποτελεί βροντερή κραυγή της Ιστορίας. Σαν αυτή που έβγαζαν οι μάνες που
αποχωρίζονταν τα παλληκάρια τους, όταν τα έπαιρναν οι παρακρατικοί, βράδυ από
την πατρική οικία, για το άγνωστο.
Οι αρραβωνιαστικές που βρέθηκαν μαζί με τον ακριβό τους στο ίδιο μετερίζι
του αντιφασιστικού αγώνα, γαλουχημένες με το πνεύμα της αντίστασης για τον ερχομό
των λεύτερων ημερών που θα 'ρθουν.
Αλλά και δεσμωτών που τους άρπαξαν νέους και επιστρέφουν γκριζομάλληδες στην πατρική οικία, μετά από
χρόνια φυλάκισης, για να τους σφίξει
στην αγκαλιά η γερόντισσα μάννα και να
βυθιστεί στα γερασμένα μάτια τους, η κοπέλα των ονείρων τους, που περίμενε
με πέτρινη καρδιά και τόση υπομονή.
Η κοπέλα, που θα την ακούσει ο λευτερωμένος πρώην δεσμώτης, ψιθυριστά και
κοιτάζοντάς τον στα μάτια πάντα να τον ψηλαφίζει, λέγοντάς του με
αναστεναγμό: «Άργησε τόσο πολύ». Και να
ζητά απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: «Τόσα χρόνια γιατί;».
Και κάποιες φορές η λύπη της νοσταλγίας, γίνεται βεβαιότητα, σαν βγαίνει
από τη φυλακή, γερασμένος ο νέος και πασχίζει να ενταχθεί στην κοινωνία αποκομμένος από κάθε τι
δικό του...
Το βιβλίο του Κώστα Μπουλμπασάκου, βαφτισμένο στα νάματα της νεώτερης
Ιστορίας, αρύει σπαράγματα μίας καθημερινότητας άγνωστης στην νέα γενιά, αλλά
χρήσιμης για να λιπαίνει το δένδρο της
γνώσης της.
Μιλά για τις ημέρες που κυλούσαν φαινομενικά ήρεμες, αλλά σε κάποιες γωνιές
της πατρίδας μας δεμένες ψυχές, στο σταυρό του μαρτυρίου, τραβούσαν τον δικό τους
Γολγοθά της καθημερινότητας, ενώ ένα μέρος της εθνικόφρονης κοινωνίας αδιαφορεί,
σαν να μην την αφορά η ανωμαλία που απεργάζονται οι σκοτεινοί πάτρωνες.
Κι ενώ μία δεκαετία μετά πασχίζουμε να γίνουμε κανονικό κράτος, η ανώμαλη
πολιτική ζωή, με την ξενική επέμβαση οδηγεί και πάλι τη χώρα στην επτάχρονη νύχτα, τραντάζοντας
την αποκοιμισμένη στο μαξιλάρι της ευμάρειας και της ευωχίας κοινωνία των...
εθνικοφρόνων!
Και τότε πάλι πρώτοι θα τραβήξουν το δρόμο της εξορίας, αυτοί που τον είχαν
τραβήξει στα χρόνια της απελευθέρωσης, από τους ίδιους επίορκους.
«Ξημέρωσε Παρασκευή 21 Απρίλη.
Κατεβαίνω τη Γούναρη και πριν φθάσω στην Αθ. Διάκου κάποιος με φωνάζει. Ήταν ο
Γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη, ο Χριστόφορος Παλαιολογόπουλος. Ανεβαίνει στο
μηχανάκι. Τον ακούω να μου λέει:
- Που πας μωρέ τρελέ; Έγινε Δικτατορία... Πάμε να φύγουμε γρήγορα. Έχουν
μπει ασφαλίτες στα γραφεία και ψάχνουν τα πάντα.
Αυτός που μιλάει είναι ο Πέτρος Κομματάς, χαρακτηριστική φιγούρα του νεολαιίστικου
κινήματος. Ψηλός, λιγερόκορμος, μάτι κοφτερό, γλωσσαμύντορας κι ας μην ήξερε να
γράψει ορθά, δεν πρόλαβε το σχολείο, ακολούθησε την γύρα της μαναβικής με τον
γάιδαρο, από μικρή ηλικία, αφού τον
συνεπήρε η ανάγκη της μετακατοχικής επιβίωσης.
Αλλά και με σοβαρή καρδιακή πάθηση. Τα γραφεία που αναφέρει είναι αυτά
των Λαμπράκηδων στην Βότση, δεξιά κάτω, λίγο μετά την Ρ. Φεραίου.
Τον συνέλαβε η Αστυνομία ενώ έψαχνε να κρυφτεί. Με το αρματαγωγό «Σύρος»
μεταφέρουν περίπου 1200 κρατουμένους στα Γιούρα. Παραλαμβάνουν αυτόν και
περίπου άλλους τετρακόσιους Πατρινούς, από την προβλήτα του Ρίου. Τους έχουν
όλους στο αμπάρι.
Απομακρύνθηκε το αρματαγωγό και τον φωνάζουν να ανέβει για να παραλάβει τηλεγράφημα της μάνας του.
Ανεβαίνει στο επάνω κατάστρωμα. Τον πάνε σε ένα δωμάτιο και του ζητούν να κάνει
δήλωση μετανοίας. Αρνείται και τότε αρχίζει το... πανηγύρι του ξυλοκοπήματος.
«Μόνο από τα μάτια δεν έβγαλα αίμα» λέει ο ίδιος στον συγγραφέα, με τον οποίο
συνομιλεί.
«Μου είχαν σπάσει αρκετά παΐδια. Όπως έμαθα αργότερα, από την Πάτρα
χτύπησαν τον Μάκη Μόσχο και έναν ακόμη που δούλευε εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ. Τα
βασανιστήρια σταμάτησαν μετά από παρέμβαση του αγωνιστή Τριαντάφυλλου Σελέχου,
στον καπετάνιο του αρματαγωγού, ο οποίος με τη σειρά του απείλησε την ομάδα των
στρατιωτών-βασανιστών με ένοπλη επέμβαση».
«Φτάσαμε στη Γυάρο». «... με πήγαν κατευθείαν στο αναρρωτήριο. Κοιμήθηκα
στο ράντζο και ξύπνησα μετά από μία ολόκληρη μέρα. Με υποδέχτηκε το χαμόγελο
του Μήτσου Φωλόπουλου, του μετέπειτα δημάρχου Περιστερίου, που κι αυτόν τον
είχαν σακατέψει στο ξύλο. Ολόγυρα άκουγες μόνον βογγητά και πονεμένες
κουβέντες. Όλους τους είχαν χτυπήσει άσχημα και γιατρός πουθενά... Κι όταν ήρθε
δεν είχε να μου δώσει ούτε ασπιρίνη».
Αξιοσημείωτο είναι το παρακάτω γεγονός που διασώζει ο συγγραφέας, από την
επίσκεψη του Παττακού στο στρατόπεδο κρατουμένων:
«Μετά από λίγες ημέρες έρχεται ο Παττακός. Φεύγουν οι πρώτοι οκτακόσιοι. Σε
λίγες ημέρες ξανάρχεται και εμφανίζεται στο αναρρωτήριο. Ρωτάει δήθεν για την
υγεία μας. Ξάπλα εμείς, περνούσε και μας ρωτούσε τι κάνουμε... Πέφτει πάνω στον
Κυριάκο Τσακίρη, πρώην λοχαγό του
Δημοκρατικού Στρατού. Δεν κατάλαβε ποιος ήταν. Τον ρωτά .
-Φύγε από δω ρε, που θέλεις να μάθω τι κάνω. Ότι θέλω κάνω. Νάχεις χάρη που
δεν σε χάλασα όταν σ' έφερνα κυνηγώντας μέχρι την Ελευσίνα.
Ο Παττακός ξαφνιάστηκε, αλλά μετά κατάλαβε ποιον έχει απέναντί του.
-Πάρτε τον, είναι επικίνδυνος είπε.
Τον πήραν και τον πήγαν στην απομόνωση».
Σημειώστε ότι ο Παττακός ήταν συνεργάτης των ναζί, κατά την Κατοχή και ο Παπαδόπουλος υπηρετούσε στο
Α2 του Ευζωνικού του Κουρκουλάκου, στο στρατώνα του Βουδ, στην Πάτρα.
«Συγχισμένος ο Παττακός σταμάτησε την περατζάδα. Ανέβηκε στο ελικόπτερο να
φύγει και τότε πληροφορήθηκε ότι η "Φωνή της Αλήθειας", ραδιοσταθμός
του ΚΚΕ, αναφέρθηκε στο περιστατικό που είχε συμβεί στο αναρρωτήριο! Τρελάθηκε.
Δίνει εντολή να ερευνήσουν πως διέρρευσε το γεγονός και με ποιο τρόπο. Χτυπούν
προσκλητήριο για να ψάξουν τις σκηνές και τα κελιά, αλλά δεν βρήκαν τίποτα.
Ήταν ασύρματος, που κάποιοι τον χειρίζονταν και τον είχαν βάλει μέσα στο στρατόπεδο
κομμάτι-κομμάτι».
Το βιβλίο του Κώστα Μπουλμπασάκου επάξια κατατάσσεται ανάμεσα στην ιστορική
λογοτεχνία της αριστερής βιβλιογραφίας. Και αυτό δεν είναι απλά σχήμα λόγου.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα ανατρέξουν σε αυτό. Κι οι φιλίστορες
αναγνώστες θα προσθέσουν αίγλη στην βιβλιοθήκη τους, καθώς ανάμεσα στους τόμους
που διακοσμούνν τα ράφια της, θα προστεθεί και αυτός του συγγραφέα Κώστα Μπουλμπασάκου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς