Του Γιώργου Καραμπελιά
Από τα μέσα της δεκαετίας
του 1980, και ιδιαίτερα στα τέλη της, είχε καταστεί συνείδηση σε ένα
μεγάλο αριθμό πολιτών, προερχόμενων και από την Αριστερά –εξαιτίας της
κρίσης και της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου αλλά και της
κρίσης του κρατικιστικού μοντέλου του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980–, πως
το προτεινόμενο από την Αριστερά σοσιαλιστικό μοντέλο, τόσο στην Ανατολή
όσο και στη Δύση, είχε χρεοκοπήσει ολοκληρωτικά.
Τότε, και στην Ελλάδα,
θα διαβάζεται σε μεγάλη έκταση ο Κορνήλιος Καστοριάδης και η
καταιγιστική κριτική του, ενώ ο Σαββόπουλος θα γράφει το «έχει αποτύχει
σύμπασα η Αριστερά». Την ίδια ακριβώς εποχή, θα επιταθεί και η κριτική
του οικολογικού κινήματος στην Αριστερά και τον μαρξισμό, ως
μονοδιάστατες αντιλήψεις, ενταγμένες σε μια ακραία βιομηχανιστική λογική
που θα οδηγήσει, μεταξύ άλλων, και στην καταστροφή του Τσερνομπίλ. Τα
ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, προκειμένου να διατηρήσουν ένα
μέρος των οπαδών τους, θα ενδυθούν μία σοσιαλδημοκρατική λεοντή –κατ’
εξοχήν το ιταλικό–, πράγμα που θα κάνει και το ίδιο το ΚΚΕ στην Ελλάδα
συνδημιουργώντας τον Συνασπισμό μαζί με την, προερχόμενη εκ του ΚΚΕ εσ.,
ΕΑΡ, του Λεωνίδα Κύρκου. Τότε, ήδη το 1985, είχα κυκλοφορήσει και ένα
σχετικό δοκίμιο με τον εύγλωττο τίτλο, Πέρα από τον σοσιαλισμό, μια νέα ουτοπία.
Ωστόσο, η κατάρρευση του
υπαρκτού σοσιαλισμού και η απέχθεια προς τις πρακτικές και τα δόγματά
του, δέκα χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, είχε αρχίσει
να αντικαθίσταται από την απέχθεια προς τον υπαρκτό καπιταλισμό της
παγκοσμιοποίησης, ενώ οι νεώτερες γενιές δεν διέθεταν παραστάσεις και
εμπειρικά δεδομένα από τον παλιό καλό σοσιαλισμό. Έτσι, ιδιαίτερα στη
δεκαετία του 2000, μοιάζει να ανανεώνεται ένα ενδιαφέρον για τον
μαρξισμό και την Αριστερά. Επρόκειτο όμως για ένα φαινόμενο στηριγμένο
σε εντελώς καινούργιες βάσεις και διεκδικήσεις. Τα νέα κινήματα
αμφισβήτησης, που αναδύθηκαν συνδεδεμένα με το λεγόμενο κίνημα της
«εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης», στις χώρες της Δύσης, δεν είχαν πλέον
ως επίκεντρό τους την εργατική τάξη, ούτε διεκδικούσαν την κρατικοποίηση
του συνόλου της οικονομίας. Επικεντρώνονται κατ’ εξοχήν στην υπεράσπιση
των μεταναστών και των μειονοτήτων κάθε είδους καθώς και στη διατήρηση
του κοινωνικού κράτους, που έμπαινε σε κρίση μετά την είσοδο της Κίνας
στο προσκήνιο, με την παραγωγή φθηνών βιομηχανικών προϊόντων.
1999,
όταν ο Συνασπισμός διαμαρτύρονταν για την επίσκεψη του Κλίντον,
διακρίνονται Παπαδημούλης, Αλαβάνος, Γλέζος, Κωνσταντόπουλος, Λυκούδης,
Κουβέλης, Κουναλάκης κ.ά.
Η «Νέα Αριστερά» στην εξουσία
Αυτή η νέα Αριστερά,
που δεν διέθετε πλέον μια σημαντική εργατική και αγροτική βάση,
αρνούνταν στη συντριπτική της πλειοψηφία κάθε εθνική αναφορά –
εντασσόμενη ακριβώς σε αυτό που διεκδικούσε ως «εναλλακτική
παγκοσμιοποίηση». Υπερασπίζεται, δηλαδή, μια παγκοσμιοποίηση που
εξαλείφει τα σύνορα και τις εθνικές ταυτότητες, αλλά ταυτόχρονα
διαμαρτύρεται ενάντια στις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που αυτή
προκαλεί. Έτσι, η δυτική Αριστερά συναινεί στην
κατάργηση των συνόρων και στην ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων, δηλαδή του
εργατικού δυναμικού, προσπαθώντας απλώς να θεραπεύσει τις συνέπειες
αυτής της παγκοσμιοποιητικής ροπής στο κοινωνικό πεδίο. Γι’ αυτό και
τονίσαμε πολλές φορές πως αποτελεί την πολιτισμική έκφραση της
παγκοσμιοποίησης και τον ιδεολογικό της πατέρα. Εξάλλου, μπορούσε να
δανείζεται και φράσεις και αντιλήψεις από τη μονοδιάστατη αντίληψη του
μαρξισμού, που αρνείται κάθε άλλη αντίθεση εκτός από την ταξική. Επειδή
ακριβώς αυτή η νέα Αριστερά έχει ως κοινωνική της βάση τα διεθνοποιημένα
και παγκοσμιοποιημένα τμήματα της διανόησης, της νεολαίας των ανώτερων
μεσοστρωμάτων, των ΜΚΟ κ.λπ., δεν μπορεί να δει τον εαυτό της παρά μόνον
ως την «κοινωνικά ευαίσθητη» πτέρυγα της παγκοσμιοποίησης. Υπ’ αυτή την
έννοια, η συμμαχία της με τον Σόρος, π.χ. –που, όπως έχει αποδειχθεί
πλέον, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο και στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην
κυβέρνηση–, δεν αποτελεί μια κάποια «προδοσία» των αρχών της αλλά,
αντίθετα, την ίδια την υλοποίησή τους.
Όπως δείξαμε, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία (βλέπε τα βιβλία μου Έξι μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, το 2015, και Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η Υπέρβαση,
το 2016), αυτός ο ιδεολογικός και πολιτικός καταμερισμός (στην
«Αριστερά» ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός και στη «Δεξιά» ο οικονομικός)
οδηγείται σε κρίση όταν επέρχεται η κατάρρευση της οικονομίας και της
κοινωνίας και η πολιτισμική Αριστερά αποκτά τη δυνατότητα να αναλάβει
και την πολιτική εξουσία, και επομένως να διαχειριστεί και τον ίδιο τον
οικονομικό φιλελευθερισμό. Αυτό ακριβώς συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ στην
Ελλάδα. Η κρίση του κλασικού δικομματικού συστήματος επέτρεψε στις ξένες
δυνάμεις (ΗΠΑ), για λόγους κυρίως γεωπολιτικούς, και σε ένα μεγάλο
μέρος των εγχώριων ολιγαρχών, να προωθήσουν στην εξουσία το κατ’ εξοχήν
κόμμα των φιλελεύθερων στρωμάτων της αριστερής διανόησης και του
κράτους, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς, η ανάληψη της πολιτικής εξουσίας, σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, μπορούσε να έχει πολιτικά δύο πιθανές διεξόδους. Η μία ήταν η έξοδος προς
ένα καθεστώς «υπαρκτού σοσιαλισμού», ανέφικτο στις σημερινές διεθνείς
και εσωτερικές πραγματικότητες, είτε σε μια εκδοχή διαχείρισης της πιο
ακραίας λιτότητας και της εκχώρησης του εθνικού πλούτου στα χέρια των
ξένων μεγάλων καπιταλιστικών συμφερόντων. Με βάση τους πραγματικούς
συσχετισμούς, αυτή ήταν η μόνη πραγματική διέξοδος και αυτή επελέγη από
την ομάδα Τσίπρα και την παρέα του.
Η «μη-μνημονιακή» αριστερά ως δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ
Αυτή η νέα πραγματικότητα,
της άμεσης διαχείρισης της καπιταλιστικής λιτότητας από ένα αριστερό
μόρφωμα, δημιούργησε συνθήκες μιας φαινομενικής (και εν μέρει
πραγματικής) ρήξης με εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που αρνείται –δήθεν ή
ειλικρινώς– να συμμετάσχει σε ένα τόσο ακραίο νεοφιλελεύθερο εγχείρημα.
Ωστόσο, επειδή τα πράγματα στη ζωή ορίζονται με βάση ευρύτερες
κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις, αυτή η αντίθεση της «μη
μνημονιακής» Αριστεράς προς την αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι σε
μεγάλο βαθμό επίπλαστη.
Πράγματι, στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, αναδεικνύονται πλέον δύο μεγάλα κοινωνικοοικονομικά στρατόπεδα που
αντιπαρατίθενται – με επίδικο αντικείμενο τον τρόπο διαχείρισης της
κρίσης. Και ο μεν ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τη διατήρηση και συντήρηση του κρατισμού,
με ό,τι σημαίνει αυτό, ενώ, από την άλλη πλευρά, η Ν.Δ. και ο
Μητσοτάκης επιχειρούν να συγκροτήσουν ένα μέτωπο του ιδιωτικού τομέα της
οικονομίας, αρχίζοντας από τους μεγάλους Έλληνες επιχειρηματίες και
τους εφοπλιστές μέχρι τους μικροεμπόρους και μικροεπιχειρηματίες· έτσι,
όλες οι πολιτικές δυνάμεις και τα πολιτικά στρώματα είναι υποχρεωμένες
να επιλέξουν στρατόπεδο.
Πώς μπορεί, λοιπόν, η
Αριστερά –κρατικιστική κατ’ εξοχήν και ιδιαίτερα στην Ελλάδα–, ακόμα και
εάν διαμαρτύρεται για τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες λύσεις της
κυβέρνησης Τσίπρα, να αντιπαρατεθεί σε αυτόν χωρίς να κατηγορηθεί ότι
εντάσσεται στο αντίπαλο στρατόπεδο, στον βαθμό, μάλιστα, που η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να συντηρήσει και τον πολιτιστικό φιλελευθερισμό, πάνω
στον οποίο πάτησε για να ανέλθει στην εξουσία; Η κυβέρνηση άνοιξε
διάπλατα τις πόρτες στο προσφυγικό/μεταναστευτικό κύμα και κυρίως στις
ΜΚΟ, που υποκατέστησαν, και κατά ένα μεγάλο ποσοστό συνεχίζουν να
υποκαθιστούν, το ελληνικό κράτος ως προς τη διαχείριση του ζητήματος·
παράλληλα, διόρισε σε αυτές δεκάδες χιλιάδες αριστερούς, ακροαριστερούς και αναρχικούς, στην πλειοψηφία τους· προώθησε το σύμφωνο συμβίωσης, την αποδόμηση της ελληνικής ιστορίας και
τη συρρίκνωση της γλωσσικής διδασκαλίας, στην εκπαίδευση, την ίδρυση
ισλαμικού τεμένους, την πολιτιστική υποταγή σε όλα τα μοντέρνα ρεύματα
της αποικιακά συμπεριφερόμενης Δύσης στην Ελλάδα κ.λπ. κ.λπ. Πώς λοιπόν
τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της Λ.Α.Ε., ακόμα και του ΚΚΕ, που επί ένα ή δύο
χρόνια συνεργάστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ για το προσφυγικό και υπερθεματίζουν
σε όλες αυτές τις επιλογές του, θα επιλέξουν μια κάθετη αντιπαράθεση
μαζί του;
Από το φετινό Gay Pride την μοναδική διαδήλωση που οι Συριζαίοι υπουργοί και βουλευτές δεν εκδιώχθηkαν
Παρά μερικές δευτερεύουσες
συγκρούσεις, όπως το ζήτημα των πλειστηριασμών, όλη η Αριστερά βρίσκεται
«τσουβαλιασμένη» από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη στρατηγική του. Για τον ίδιο
λόγο, η κυβέρνηση, έχοντας συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, διορίζει συστηματικά σε
όλες τις θέσεις όχι μόνον συριζαίους –εξάλλου δεν είναι και πολλοί–
αλλά γενικότερα «συντρόφους της Αριστεράς», οικοδομώντας έτσι ένα οιονεί
αριστερό μέτωπο παρά τις επιμέρους επικρίσεις και τα «τζαρτζαρίσματα».
Ενδεικτική εξάλλου είναι η
στάση του ΚΚΕ, που κοινωνιολογικά και ιδεολογικά βρίσκεται σχετικά πιο
μακριά από τα στρώματα της υπόλοιπης δικαιωματικής Αριστεράς. Και όμως,
ακόμα και αυτό, δεν τολμάει να έρθει σε κάθετη αντιπαράθεση με τον
ΣΥΡΙΖΑ, τόσο για να μην κατηγορηθεί ότι «ρίχνει νερό στο μύλο της
Δεξιάς» όσο και γιατί, στον κρατικό μηχανισμό, στην εκπαίδευση και στις
ΔΕΚΟ, βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του. Εξάλλου η φοιτητική
νεολαία του χαρακτηρίζεται από ακραίο εθνομηδενισμό και
ταυτίζεται στα περισσότερα θέματα με τις θέσεις της υπόλοιπης Αριστεράς
στα πανεπιστήμια: άρνηση της αξιολόγησης, απόρριψη της ιστορικής
συνέχειας του ελληνισμού, λογική του εύκολου πτυχίου κ.ο.κ. Όσο δε για
τους «αντιεξουσιαστές», στην πλειοψηφία τους έχουν μεταβάλει σε κεντρικό
ιδεολογικό τους αφήγημα το μίσος ενάντια στο ελληνικό έθνος και τον πιο
ακραίο αντιπατριωτικό χουλιγκανισμό.
Έτσι, καθόλου τυχαία, η εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά δεν προτάσσει το ζήτημα της αποικιοποίησης της
χώρας ως το πρωταρχικό ζήτημα της, αλλά εξακολουθεί να μιλάει για
«ντόπια και ξένα αφεντικά» και για «την κερδοφορία του κεφαλαίου», στην
ξύλινη γλώσσα του ΚΚΕ, και να πρωταγωνιστεί στις αντιεθνικιστικές
κορώνες, διευκολύνοντας στην ουσία αυτή την αποικιοποίηση. Και είναι
λογικό. Όταν το κεντρικό σου μέλημα δεν είναι πλέον η υπεράσπιση της χώρας σου,
αλλά αντίθετα η πρόταξη των μειονοτήτων ή ενός κόσμου χωρίς σύνορα,
τότε αναπόφευκτα θα αποδεχθείς τον μόνο εφικτό «χωρίς σύνορα κόσμο», που
είναι εκείνος της παγκοσμιοποιημένης νέας τάξης. Και η κριτική που θα
της κάνεις δεν είναι ότι καταργεί αυτά τα σύνορα, για να διευκολύνει τη
διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπων, αλλά ότι παραμένει ακόμα
πολύ «εθνικιστική» και παρεμβάλλει και κάποια εμπόδια σε αυτή τη
διακίνηση!
Γι’ αυτό, εξάλλου, η
αμφισβήτηση αυτού του παγκοσμιοποιημένου εφιάλτη γίνεται όλο και
περισσότερο στόχος δυνάμεων εκτός αριστεράς, συχνά της άκρας δεξιάς, που σταδιακώς μονοπωλεί την εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, εμποτίζοντάς την προφανώς με τη δική της αδιέξοδη ιδεολογία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η κυβέρνηση της αριστεράς
Για όλους αυτούς τους
λόγους, λοιπόν, έχει σιγήσει στην πραγματικότητα σύμπασα η Αριστερά κάτω
από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, εν τέλει, την θεωρεί δική της
και πάντως δεν κατορθώνει να υποκαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ραχοκοκαλιά
αυτής της Αριστεράς. Η πιο χαρακτηριστική απόδειξη γι’ αυτό ήταν οι
εκλογές το 2015, τότε που οι διαφωνούντες δεν θα κατορθώσουν καν να
εισέλθουν στη Βουλή· ακόμα και σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλες τις
καταστροφές και προδοσίες που έχει επισωρεύσει, παραμένει ηγεμονική
δύναμη στο εσωτερικό αυτής της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η κυβέρνησή τους. Και ό,τι και να κάνουν, δεν μπορούν να αρνηθούν την κοινωνιολογική και ιδεολογική συνάφεια μαζί του. Έτσι, μπορεί ο Μανώλης Γλέζος να
επικρίνει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να έχει αποχωρήσει από το κόμμα,
συνεχίζει όμως να εναγκαλίζεται τον επιτήδειο Ραστινιάκ-Τσίπρα, στις
παρουσιάσεις των βιβλίων του. Όσο για τα «Εξάρχεια», δεν στρέφονται επί
παραδείγματι εναντίον των γερμανικών επιχειρήσεων, αλλά εξαντλούν την
επαναστατικότητά τους στα τρόλεϊ της οδού Πατησίων, στα εκκλησάκια της
Θεσσαλονίκης, στα εμπορικά της οδού Ερμού, στο ελληνικό Κοινοβούλιο και
στους «μπάτσους», στην περίμετρο των Εξαρχείων. Εξάλλου, πάμπολλοι
ανάμεσά τους είναι παιδιά και συγγενείς συριζαίων αξιωματούχων – το μήλο
κάτω από τη μηλιά θα πέσει.
Από την πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του Μαν. Γλέζου που έσπευσε ο Αλ. Τσίπρας να τον χαιρετίσει
Αυτή η καθολική σιγή ενός χώρου που, για εβδομήντα χρόνια από τον Εμφύλιο και μετά, αποτελούσε το επίκεντρο της αμφισβήτησης της εξουσίας και, επί σαράντα χρόνια,
από τη μεταπολίτευση, ρυθμίζει την ιδεολογική και πολιτιστική ζωή του
τόπου, εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και τη σιγή και αφωνία του ελληνικού
λαού. Διότι η Αριστερά είχε μονοπωλήσει το αγωνιστικό φρόνημα και τον
προβληματισμό του, είχε μονοπωλήσει τη φωνή του.
Και βέβαια, από την πλευρά της Δεξιάς, δεν δημιουργήθηκαν ούτε υπάρχουν
δυνάμεις επαρκείς για να αμφισβητήσουν άμεσα την εξουσία, κάτι που
άλλωστε δεν έμαθαν ποτέ να κάνουν, ενώ χαρακτηρίζονται και από
εξαιρετικά χαμηλό ιδεολογικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Η Αριστερά, επί σαράντα
χρόνια, ηγεμόνευε στην ιδεολογία και η αποχώρησή της από το προσκήνιο,
με την ολοκληρωτική πλέον ταύτισή της με την εξουσία, εγκαταλείπει ένα κενό παρακμής, αποσύνθεσης και αφωνίας.
Ένα κενό που, εάν δεν καλυφθεί από μια δημοκρατική πατριωτική
εναλλακτική πρόταση, αργά ή γρήγορα, θα καλυφθεί από δυνάμεις μαφιόζικου
ή ακροδεξιού χαρακτήρα.
Αυτή η Αριστερά, ακριβώς
επειδή έχει αποκοπεί από τις κοινωνικές τάξεις που κάποτε εξέφρασε
στρεβλά αλλά πραγματικά (τους εργάτες, τους αγρότες και τα
μικροϊδιοκτητικά στρώματα), ακριβώς επειδή έχει χάσει κάθε ανάμνηση του
όποιου αγωνιστικού παρελθόντος της, δεν έχει πλέον ούτε πατρίδα, ούτε πραγματική ιδεολογία, ούτε όραμα.
Πρόκειται για απλούς κυνικούς, ανενδοίαστους και ανίκανους συνάμα
διαχειριστές και επικαρπωτές της εξουσίας που στηρίζονται αποκλειστικά
στις ξένες δυνάμεις, σε μαφιόζους ολιγάρχες και σε κοινωνικά στρώματα
παρασιτικά ή αλλοτριωμένα. Η κατάρρευσή τους, αναπόφευκτη, θα γίνει με
πάταγο και θα τους συμπεριλάβει όλους, χωρίς καμία εξαίρεση.
Καλό καλοκαίρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς