Συγγραφέας, blogger, δρομέας υγείας και χειμερινός κολυμβητής-Μια ζωή γεμάτη σκαμπανεβάσματα
Μιλάει στο thebest.gr για όλα και βάζει τίτλους στις φωτογραφίες της ζωής του
Σε μια κοινωνία που αφήνεται να παρασυρθεί απο την πλήξη, ο Γιώργος Μόσχος, στα 69 του χρόνια, φαντάζει μια πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση. Κάθε πρωί τον συναντάω στην πλαζ να κόβει ατελείωτα χιλιόμετρα και μετά να βουτάει στη θάλασσα. Όχι τώρα που έσφιξαν οι ζέστες, αλλά από τον.. κατεψυγμένο μήνα Δεκέμβριο, εποχή κατά την οποία οι λοιποί περιπατητές, είναι χωμένοι στον υαλοβάμβακα.
Λίγες ώρες αργότερα, εμείς οι δημοσιογράφοι τον βρίσκουμε μπροστά μας να μας βομβαρδίζει με πληροφορία μέσα από το blog του και να ανάβει συχνά πυκνά μέσω αυτού τα αίματα, ιδίως ως εις εκ των δεινών επικριτών της δημοτικής αρχής.
Τον βρίσκουμε όμως μπροστά μας και όταν αναζητάμε πληροφορία για την Πάτρα της Κατοχής και της Αντίστασης, καθώς ο πολυγραφότατος παλιός τυπογράφος, κρύβει μέσα του και έναν δεινό ερευνητή της εποχής.
Πολιτικοποιημένος από τα νιάτα του, ανήσυχος αλλά και τολμηρός, ο άνθρωπος που φέρει τον αριθμό 16 στο σωματείο των τυπογράφων, όσα και τα χρόνια του όταν πρωτομπήκε σε αυτό τον μαγικό αλλά και δύσκολο χώρο, επιμένει να πιστεύει στις ιδέες και όχι στο χρήμα και να πολεμάει για όσα θέλει και αγαπάει, όπως τότε όταν ξεκινούσε την διαδρομή της στοιχειοθεσίας αφού πρώτα είχε γίνει πολυτεχνίτης.
Μου μιλάει για την πορεία του την οποία δεν λες και εύκολη και βάζει ο ίδιος λεζάντες στις φωτογραφίες που επέλεξε για να μου περιγράψει την ζωή του, μέσα από τα δικά του μάτια.
ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
«Από παιδί, από 6 χρονών θυμάμαι που πήγαινα στην «Ημέρα» του Χρ. Ριζόπουλου και τον περίμενα να τελειώσει. Κοιμόμουνα εκεί που βάζουνε το χαρτί και με νανούριζε ο ήχος του πιεστηρίου και μέσα γινόταν η στοιχειοθεσία και συζητάγανε οι τυπογράφοι. Είχα και τα τυχερά μου. Τα παιδιά των εργαζομένων πήγαιναν στο Άστυ για σινεμά με δωρεάν είσοδο. Κλεινόμουνα στην αίθουσα και έβλεπα έργα».
Κάπως έτσι, ο Γιώργος Μόσχος ξεκίνησε για να μάθει τη δουλειά του τυπογράφου, στον Ντίνο Βαρζάνη απέναντι από το Μεταγωγών.
«Μου λέει, εδώ είναι τα στοιχεία κοίτα πώς τα μαζεύουμε. Τα πήρα και άρχισα να προσπαθώ. Η πρώτη λέξη που έγραψα, ήταν Γιώργος, το όνομά μου. Αυτό ήταν. Κόλλησα. Άρχισα να μελετάω και να δοκιμάζω. Μετά από ένα μήνα με έβαλε ο πατέρας μου στο τυπογραφείο του Συνοδινού. Αυτός είχε αναλάβει το περιοδικό του Επιμελητηρίου. Δούλευα μαζί με άλλους και έπαιρνα και εγώ το μερτικό μου».
Η δεύτερη δουλειά του ήταν στον Λουκά Πετράτο, ο οποίος "έφερε ένα τυπογραφείο από την Αθήνα και επέλεξε εμένα. Έκανε καλλιτεχνικές εργασίες αυτός και μάθαινα εύκολα την τέχνη. Αλλά δεν με ήθελε η τύχη. Χώρισε με την αρραβωνιαστικιά του και έφυγε για την Αθήνα. Πάλι άνεργος εγώ".
Ακολούθησε το τυπογραφείο Θόδ. Κούκουρα στην Ρήγα Φεραίου και Παπαρηγοπούλου. Τότε γίνεται και η πρώτη επαφή με την ΕΔΑ ενώ στη συνέχεια, εκδίδεται εκεί ένα φύλλο, της πολιτικής εφημερίδας «Δημοκρατική Πορεία». Ήταν στα 1963 και ακόμη θυμάται εκείνο το πρώτο φύλλο που πήρε στα χέρια του και για το οποίο είχε δουλέψει ο ίδιος.
Αλλά η χαρά δεν κράτησε για πολύ. Ούτε και η δουλειά. Καλείται στο στρατό και εκεί αρχίζουν τα παρατράγουδα.
Βράβευση του Γιώργου Μόσχου, πρώην γραμματέα της Ένωσης Εργατοϋπαλλήλων Τύπου Πατρών, από τα μέλη του ΔΣ, για την πολυετή προσφορά του. Κυριακή 23-1-2005, κατά την κοπή της Πρωτοχρονιάτικης πίτας. |
ΜΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΦΑΝΤΑΡΟΥ
«Πήγα στο τάγμα να πάρω το απολυτήριό μου και άκουγα ουρλιαχτά ανθρώπου που του περνούσανε ρεύμα. Ήτανε μια γυναίκα εκδιδόμενη που είχε πλησιάσει το στρατόπεδο (στην Μάντρα) και την περάσανε για πράκτορα. Ήταν φρικτό να ακούς πώς τη βασάνιζαν. Ο Διοικητής του τάγματος, αφού πήρα το απολυτήριο από το υπασπιστήριο, με κοίταξε και μου είπε: Σήμερα έγινε επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία. Τώρα που θα πας στο σπίτι σου να βρεις μια ευκαιρία να πας στις ανατολικές χώρες να δεις πώς είναι. Προφανώς προσπάθησε να μου κάνει τελευταίο μάθημα Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης, την γνωστή ως ΕΗΔ.
Είχα περάσει στη θητεία μου, από την απομόνωση, στο πειθαρχείο και από εκεί στις αγγαρείες. Ήμουν καταχωρημένος σαν αριστερός και αυτή ήταν η αντιμετώπιση για τους αριστερούς. Στο 290 Ειδικό Τάγμα Νήσων (ΕΤΝ) στο χωριό Κοντιάς Λήμνου, που με βρήκε η δικτατορία, την άλλη μέρα με μετάταξαν στην πρωτεύουσα το νησιού Μύρινα, όπου ο λοχαγός του Α2, ονόματι Κιέφος, είχε βάλει έναν δεκανέα και έναν στρατιώτη, από την Κρήτη και με παρακολουθούσανε. Όταν παρουσιάστηκα στο Μεσολόγγι, τον Ιούλιο του 1966, πριν από την χούντα, επί Αποστατών ακόμα, με ρώτησαν τι πολιτικές πεποιθήσεις έχω. Εγώ ήμουν γραμματέας στην οργάνωση Εβραιομνημάτων της ΕΔΑ και δεν το έκρυψα».
Μετά τον στρατό, συζητάει την πιθανότητα να πάει στην Αυστραλία με τη αρραβωνιστικιά του Φωφώ, σήμερα γυναίκα του. «Έρχεται όμως το χαρτί από την αυστραλιανή κυβέρνηση και μας λέει ότι δεν μας επιτρέπεται, να σας αφήσουμε γιατί η κυβέρνησή σας, σας έχει χαρακτηρίσει ως πολιτικό ανατροπέα. Αν θέλει μπορεί να έλθει μόνον η αρραβωνιστικιά σας».
Απολυόμενος από τον στρατό, έρχεται στην Πάτρα και πάει για δουλειά στην περίφημη εφημερίδα Νεολόγο Πατρών, ως στοιχειοθέτης. Ούτε εκεί όμως δεν έμελλε να ριζώσει. Ο Νεολόγος κλείνει στις 24 Δεκεμβρίου του 1972 μετά την λευκή απεργία που προηγήθηκε από τους εργαζόμενους που έμεναν απλήρωτοι. Η διευθύντρια Φωτεινοπούλου, αδελφή του ιδιοκτήτη που μονίμως έλλειπε στο Παρίσι, κυνηγημένος από χρέη στις τράπεζες, κήρυξε λοκ άουτ και έκλεισε η εφημερίδα.
Ήταν η δεύτερη λευκή απεργία που είχαν κάνει επί δικτατορίας. Η πρώτη, έγινε το βράδυ της 20 Απριλίου. «Θυμάμαι τον στρατιωτικό διοικητή να λέει αν δεν βγει η εφημερίδα, τι θα πω εγώ στην κυβέρνηση; Μας έψαχνε όλο το βράδυ η αστυνομία και εμείς για να μην μας βρει στα σπίτια μας, ήμασταν σε ένα ταβερνείο και τρώγαμε. Το πρωί μάθαμε ότι η εφημερίδα δεν ξαναβγαίνει.
Μόλις πέρασε και αυτό, πήγα να δουλέψω στην Αθήνα. Δούλεψα σε εκδοτικά τυπογραφεία και μετά στο εβδομαδιαίο φύλλο του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», επί της οδού Σαρρή, με υπεύθυνο τον Πατρινό συνάδελφο Ανδρέα Μπακόπουλο. Φέρανε και έναν τυπογράφο από τον Σύλλογο της ΕΤΗΠΤΑ και σηκώθηκα και έφυγα, θεώρησα ότι με υποβιβάζουνε.
Ξεκινάω να έρθω στην Πάτρα και με το που ξημέρωσα στην πόλη, γίνεται η επιστράτευση για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Εμένα και πολλούς άλλους, δεν μας παίρνουνε επειδή είχαμε χρώμα απολυτηρίου για αριστερούς. Μετά από λίγες ημέρες πάω μπογιατζής να δουλέψω στις εργατικές πολυκατοικίες που γίνονταν στα Ζαρουχλέικα. Τη δουλεία του πιτόρου την ήξερα από έφηβος.
Όταν πέφτει η χούντα, βγαίνει η πατραϊκή εφημερίδα Γνώμη ημερήσια και με παίρνει ο Χρήστος Φλαμής, που είχε το τυπογραφείο, για να δουλέψω ως σελιδοποιός. Δουλεύω δυό μήνες και μετά κλείνει. Άντε πάλι ανεργία».
Κατά τον 7ο Μαραθώνιο Δρόμο Ειρήνης ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ, με τον γιο Δημήτρη και το φίλο Λευτέρη, στις 22 Οκτωβρίου 1989. |
Στις 25 Αυγούστου 1990, κατά τη σελιδοποίηση της εφημερίδας ΗΜΕΡΑ, παρουσία του διευθυντή Ανδρ. Χριστόπουλου, με τη μέθοδο της λινοτυπίας σε συνδυασμό με την Γουτεμβεργιανή στοιχειοθεσία. |
Με τον ανιψιό πατέρα Μάξιμο Βγενόπουλο, αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και σήμερα Μητροπολίτη Σιλιβρίας. |
Κάποια στιγμή, το Πάσχα του 1975, ο Ανδρ. Μπακόπουλος τον καλεί ξανά στην Αθήνα για τον Οικονομικό Ταχυδρόμο και αυτός δέχεται. Μένει στην Αθήνα εννέα χρόνια οπότε και προσχωρεί στο ΚΚΕ Εσωτερικού και συνεχίζει να ασχολείται με τα συνδικαλιστικά των τυπογράφων. Η κομματική πορεία που ακολουθεί από το 1961 με την ΕΔΑ, είναι η εξής: ΕΔΑ, γραφείο εσωτερικού του ΚΚΕ επί δικτατορίας από το 1968, και στη μεταπολίτευση ΚΚΕ Εσωτερικού.
Επιστρέφει στην Πάτρα στις 8 Γενάρη του 1982 και συνεχίζει: ΚΚΕ Εσωτερικού. ΕΑΡ, Ενιαίος Συνασπισμός, ΣΥΝασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ έως σήμερα. Δεν έφυγε ποτέ από την γραμμή της Αριστεράς.
Οκτώ Γενάρη λοιπόν, πιάνει δουλειά στην Αλλαγή ως σελιδοποιός και το Σεπτέμβρη του 1989 οπότε και παίρνει ο Ανδρέας Χριστόπουλος την Ημέρα, τον καλεί να αναλάβει. Κι εργάζεται μέχρι τον Αύγουστο του 2004, όπου συνταξιοδοτείται, ακολουθούμενος από ένα εκτενέστατο κι εμπεριστατωμένο άρθρο, αφιερωμένο στο πρόσωπό του, από τον δημοσιογράφο συνάδελφο Κώστα Σπηλιωτόπουλο.
Κατά την βράβευση, ως αιμοδότη με χάλκινο μετάλλιο, από την υπηρεσία Αιμοδοσίας του Νοσοκομείου Άγ. Ανδρέας. Παρασκευή 8 Ιουνίου 2001. |
Αύγουστος του 2006, στην παραλία με φόντο τη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου, που κολυμπάει χειμώνα-καλοκαίρι. |
ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ
Πήγαιναν, ημέρες πριν τότε, όλοι οι λινοτύπες, με εντολή Χριστόπουλου να μάθουν τη νέα τεχνολογία, στα κομπιούτερς. Εγώ, ως μαρμαράς σελιδοποιός, όχι. Καθόμουνα και κοίταζα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Έτσι, μου ανέθεσαν το μοντάζ. Κόλλησα στο μοντάζ και σιγά σιγά άρχισα να παίρνω μυρωδιά του τι συμβαίνει. Φεύγοντας από το παλιό τυπογραφείο, πήρα μαζί μου σε στοιχεία, το όνομά μου και το όνομα της γυναίκας μου, της Φωφώς.
Θυμάται τη δυσκολία της παλιάς τεχνικής και μου λέει:
"Για στοιχειοθετήσουμε 40 πόντους τεμάχιο των 8 στιγμών, θέλαμε τρία τέταρτα με μια μια ώρα. Για να κάνουμε δουλειά, θέλαμε 15-20 ανθρώπους να τραβιούνται από το απόγευμα στις 7 έως το βράδυ στη 1, μαζί και τα πρωινά μεροκάματα. Αλλιώς εφημερίδα δεν έβγαινε. Άσε τα ατυχήματα. Να σου διαλυθεί π.χ. ένα τεμάχιο. Οι μεγαλύτεροι εχθροί μας, ήταν η αντιμονίαση και η φυματίωση.
Όλα τα τυπογραφεία, ιδίως της Αθήνας, ήταν υπόγεια, ελάχιστα ήταν ισόγεια. Κλείναμε το βράδυ και το πρωί όταν ανοίγαμε μας ερχόταν η βρώμα από το χαρτί και τον μόλυβδο. Εγώ σώθηκα χάρη στο γάλα. Δεν σταμάτησα ποτέ να πίνω γάλα, που είναι το αντίδοτο. Όσοι δεν έπιναν βασανίστηκαν.
Ακόμη και τώρα κάποια φορά που έκοψα το γάλα και άρχισα να πίνω τσάι, ένιωσα το κεφάλι μου βαρύ και το ξανάρχισα".
Η ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
«Μου άρεσαν πάντα τα βιβλία, ιδίως τα ιστορικά. Διάβαζα πολύ. Άρχισα να γράφω σε μια εφημερίδα που εξέδωσε τέσσερα-πέντε μηνιαία φύλλα της στην Αθήνα, με τίτλο «Ο Τυπογράφος» όπου έκανα τα πρώτα μου άρθρα. Ήταν μια εφημερίδα για το σωματείο μας, για τους τυπογράφους. Από εκεί και μετά άρχισα να καταγίνομαι με κοινωνικά και ιστορικά θέματα της αντίστασης γιατί είχα επαφή με την αντίσταση, τόσο από τους γονείς μου, όσο και από τον πεθερό μου, που ήταν αντιστασιακοί.
Ό,τι δημοσίευα στις εφημερίδες, αφού πρώτα έκανα έρευνα, το κρατούσα. Όταν το 1992 φύγαμε από το τυπογραφείο της «Ημέρας», ανακάλυψα πολλά παλιά δέματα από την εφημερίδα Σημερινή, από το 1945 έως το 1951. Καθόμουνα και ξεδιάλυνα μία μία τις εφημερίδες, στη συνέχεια τις έδεσα και έτσι κατέληξα να έχω μια εφημερίδα- υπόθεση του εμφυλίου.
Στην Φοινικούντα Μεσσηνίας μετά από τοπικό αγώνα δρόμου, με τον αείμνηστο Πειραιώτη γέροντα μαραθωνοδρόμο Μπαρτζάκη και δρομείς του ΣΔΥΠ. Ιούνιος 1993. |
Επειτα ξεκίνησα να μελετώ την υπόθεση με τις φυλακές Λυμπερόπουλου και ξαφνικά ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει στην Πάτρα επαρκές υλικό γιαυτές κατά την Κατοχή.
‘Αρχισα τότε να συναντάω ανθρώπους κρατούμενους των φυλακών, να επισκέπτομαι ανθρώπους που βρίσκονταν εκτός Πατρών, να μπαίνω στο κτίριο των φυλακών και να φωτογραφίζω, να αναζητώ φωτογραφίες αρχείου και όλα αυτά σε συνδυασμό και με το αρχείο του δήμου Πατρέων, για τους εκτελεσμένους, οδήγησαν στο βιβλίο «Η Πάτρα στην Κατοχή και στην Αντίσταση» από τις « εκδόσεις Πικραμένου», το 2013. Τωρα ετοιμάζω ένα βιβλίο ακόμη, πάλι για την Κατοχή
TΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ BLOG
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΔΡΟΜΕΑΣ ΥΓΕΙΑΣ;
«Μου άρεσε από παιδί. Όταν το 1988 μάθαμε ότι στην Πάτρα υπήρχε ένας «Σύλλογος Δρομέων υγειας Πατρών», πήγαμε με φίλους μου να τρέξουμε. Έτσι απλά. Σαν να λέμε πάμε να πιούμε καφέ. Δύο μέρες πριν, ήμασταν στην Καλογριά και πήγα να πνιγώ από το πολύ τσιγάρο. Τότε είδα ένα ζευγάρι Γάλλων που έτρεχε και είπα μέσα μου «βλάκες είμαστε;».
Στην αρχή κάναμε τα 5 πρώτα χιλιόμετρα, μετά τα 8 και έπειτα άρχισαν οι προπονήσεις και φτάσαμε τα 30 χιλιόμετρα και στον μαραθώνιο. Στην συνέχεια, άρχισαν να φυτρώνουν κινήματα δρομέων σε όλη την Ελλάδα.
Ακούγαμε βέβαια και μερικές... ευγενικές προσφωνήσεις τότε. Όπως "ρε μαλάκες που πάτε πρωί, πρωί;" και άλλα τέτοια. Όσο για το κολύμπι το χειμώνα, αυτό το ξεκίνησα πριν απο πέντε χρόνια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς