Του Ντίνου Βγενόπουλου
Τέλη του 10ου αιώνα και αρχές του 11ου
αρχίζει να αναπτύσσεται στην Ευρώπη η φεουδαλική κοινωνία η οποία ολοκληρώνεται
στα τέλη περίπου του 14ου αιώνα. Σε αυτή τη χρονική περίοδο η Ευρώπη εμφανίζει
μιαν εντελώς διαφορετική εικόνα από τη σημερινή, καθώς καλύπτεται από
εκτεταμένα δάση και μικρούς διάσπαρτους πληθυσμούς.
Η κατοχή μεγάλων εκτάσεων από τους φεουδάρχες
δεν συνοδεύεται από ανάλογο πληθυσμό, οπότε μεγάλο μέρος των προσπαθειών τους
αναλώθηκε στο να φέρουν ή να προσελκύσουν
με κάθε τρόπο στην επικράτειά
τους και με οποιοδήποτε καθεστώς ανθρώπους οι οποίοι θα τους υπηρετούσαν παντοιοτρόπως.
Η
σταδιακή ισχυροποίηση αρκετών φεουδαρχών και η συγκρότηση κραταιών χωροδεσποτών δημιούργησε ανταγωνισμούς οι οποίοι, εκτός
των άλλων, είχαν ως συνέπεια τον εμπλουτισμό των απολυταρχικών αυλών
του 12ου αιώνα και ύστερα με εγγράμματους ανθρώπους οι οποίοι
ήταν κληρικοί κυρίως αλλά και ιππότες
χωρίς κανέναν άλλο πόρο ζωής.
Αρχικά,
η βασική τους αποστολή ήταν η καταγραφή
του έργου των αφεντάδων και η διοικητική οργάνωση του φέουδου. Συν τω
χρόνω είτε οι ίδιοι, είτε κάποιοι άλλοι
«γραμματιζούμενοι» άρχισαν να επινοούν
στίχους και μουσικές μέσω των οποίων εξυμνούνταν ο άρχοντας και η αρχόντισσα
του φέουδου. Αυτοί ήταν οι πρόδρομοι εκείνων που λίγο αργότερα θα ονομαστούν
Τροβαδούροι.
Όσο
πιο ισχυρός οικονομικά ήταν ο χωροδεσπότης τόσο μεγαλύτερες απαιτήσεις είχε από
τους καλλιτέχνες που τον περιστοίχιζαν επ΄ αμοιβή. Για να τους προσελκύσουν, οι
φεουδάρχες πλήρωναν αδρά ενώ συχνά γίνονταν και «μεταγραφές» έναντι ανάλογου
τιμήματος. Αντίθετα οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες πολλών φεουδαρχών εξασφάλιζαν στους καλλιτέχνες μόνο τα
αναγκαία για τη σίτιση και τη στέγασή τους
και τίποτα περισσότερο. Την ίδια εποχή, συναντούμε και πλανόδιους
ομότεχνούς τους καλλιτέχνες, οι οποίοι βρίσκονταν σε χειρότερη θέση,
καθώς, για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία, περιφέρονταν από πύργο σε πύργο, στην
καλύτερη περίπτωση, ή συνηθέστερα από πανηγύρι σε πανηγύρι. Όλοι αυτοί οι
πολυπράγμονες, με ή χωρίς σταθερή «βάση», καλλιτέχνες ονομάστηκαν Τροβαδούροι.
Ορισμένοι περιορίστηκαν στην μελοποιημένη ερωτική ποίηση, ενώ αρκετοί
συνδύασαν αυτό το ταλέντο με παρουσίαση
στο κοινό ακροβατικών και άλλων
ελκυστικών θεαμάτων αποκτώντας ταυτόχρονα με την ειδίκευση του τροβαδούρου και
αυτήν του ζογκλέρ ή του «τρελού» ή του γελωτοποιού. Παράλληλα είναι και
τελάληδες. Δηλαδή μεταφέρουν έμμετρα
ειδήσεις και γεγονότα από τόπο σε τόπο, από πόλη σε πόλη ή μέσα στην
ίδια την πόλη.
Συνοψίζοντας τα προαναφερθέντα, στους αιώνες που μελετούμε (11ος - 14ος), η λέξη τροβαδούρος καταλήγει
να σημαίνει ή να ταυτίζεται με
τον επινοητή –συνθέτη μελοποιημένης ερωτικής ποίησης, αλλά και τον
περιπλανώμενο ραψωδό «αγγελιοφόρο» του μεσαίωνα και σχετίζεται
άμεσα με το ρήμα trobar , που σημαίνει «επινοώ -συνθέτω».
Η
σύνδεση των τροβαδούρων με τις «μυθιστορίες»,
έρχεται σαν φυσική συνέπεια,
προσπαθεί να συνδυάσει, πλέον, τον ευγενή έρωτα με ηρωικά ιπποτικά,
κυρίως, κατορθώματα, πραγματικά ή πλασματικά. Ο έρωτας στη «μυθιστορία» έρχεται
να αναδείξει και να προβάλει την ανθρώπινη (ερωτική) πλευρά του σκληρού
πολεμιστή. Επιπλέον, οι «μυθιστορίες»
επαναφέρουν στη μνήμη των ανθρώπων τα επικά τους προηγούμενα που ανάγονται στην
ιστορία της Τροίας αλλά και τις κατοπινές παραλλαγές της.
Η
καινοτομία, λοιπόν, των τροβαδούρων έγκειται στο ότι η ποίησή
τους προβάλλει πλέον την συναισθηματική κατάστασή των πρωταγωνιστών και ηρώων
και όχι τις πολεμικές δεξιότητες ή αρετές τους, ομολογεί το αυτονόητο την
ανθρώπινη ανάγκη ο άνδρας να βρεθεί δίπλα σε μια γυναίκα και τανάπαλιν.
Οι γυναίκες στη φεουδαρχική κοινωνία εντάσσονται σε δύο σαφείς κατηγορίες.
Στον λαϊκό γυναικείο πληθυσμό των όπου ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία, και τις
αρχόντισσες οι οποίες αποτελούν ένα μικρό αλλά ισχυρό τμήμα της φεουδαρχικής
κοινωνίας. Μεταξύ των δύο κατηγοριών το χάσμα είναι τεράστιο όσον αφορά τη
στάση των ανδρών απέναντι τους και την
κοινωνική θέση που κατέχουν. Οι γυναίκες του λαού είναι ερωτικά
αντικείμενα τα οποία οι άνδρες χρησιμοποιούν κατά βούληση, χωρίς κανένα σεβασμό
στην ανθρώπινη υπόστασή τους και τη γυναικεία φύση τους. Είναι σεξουαλικά αντικείμενα ικανοποίησης των ανδρικών ορέξεων
και ορμών.
Στο έργο του Ν. Εlias Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
τομ. 2 σελ. 99 αναφέρεται χαρακτηριστικά «Οι άνδρες αντιμετωπίζουν τη
γυναίκα ως όν κατώτερου είδους…, οι
γυναίκες δόθηκαν στον άνδρα για την ικανοποίηση των αναγκών του και την
ευχαρίστησή του».
Αντίθετα οι αρχόντισσες ανάγονται σε είδωλα
ενός υπερβατικού, πολλές φορές κόσμου. Παράλληλα, έχουν τεράστια εξουσία είτε
βρίσκονται δίπλα σε ισχυρούς χωροδεσπότες, είτε κατέχουν αποκλειστικά αυτές την
εξουσία του φέουδου. Οι αρχόντισσες όμως
είναι προσιτές μόνο σε λίγους και επιλεγμένους άνδρες οι οποίοι
υφίστανται, βέβαια τις συνέπειες αυτής της προνομιακής σχέσης. Πολλές είναι οι περιπτώσεις κατά τις
οποίες οι γυναίκες με την ανοχή των
φεουδαρχών και του των συγγενών τους, που γίνονταν φεουδάρχισσες Εδώ μπορούμε να πούμε ότι έχουμε τα πρώτα
δείγματα της γυναικείας χειραφέτησης, αν και ο δρόμος μέχρι την εκπλήρωση αυτής
της επιδίωξης είναι μακρύς.
Στην ποίηση των τροβαδούρων όπως είδαμε
παραπάνω κυριαρχεί ο έρωτας. Σε κάθε ερωτικό ποίημα από την αρχαιότητα μέχρι
και σήμερα αποδίδεται ίση αξία και στον άνδρα και στη γυναίκα. Στο έργο των
τροβαδούρων όμως παρατηρούμε ότι προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της
γυναίκας είτε ως πραγματικής ερωμένης είτε ως φανταστικής αγαπημένης.
Μια από τις μορφές που λαμβάνει η γυναίκα στην
ποίηση των τροβαδούρων συναντιέται στο έργο του Ζωφρέ Ρυντέλ, όπου
αντιμετωπίζεται ως άπιαστο είδωλο ενός « ιδεόπλαστου» έρωτα. Εύγλωττο το
ακόλουθο απόσπασμα από το ποίημα του Ρυντέλ « vers» από τη μετάφραση που δημοσιεύεται στο
έργο: «ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΙ –ΟΙ ΠΡΟΒΗΓΚΙΑΝΟΙ
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ» (Εισαγωγή, μετάφραση σχόλια Σ.
Σκιαδαρέση ,Αθήνα 1999):
«Και ως
αποκοιμιέμαι με καρδιά αλαφρή
Ή με κάποια θλίψη που με τυραννά
Μέσα στ΄ όνειρό μου γοργοφτερουγά
Πέρα στην καλή μου η έρμη μου ψυχή .
Όμως
σαν ξυπνήσω, ο δόλιος, το πρωί
του ονείρου μου η γλύκα χάνεται σκορπά, α, α.
Ξέρω πως ποτέ της δε θα με χαρεί,
Ούτε έχω γνωρίσει τη γλυκιά κυρά.
Φίλος της να γίνω δεν ελπίζω πια,
Και ούτε
αγάπης γλύκες θα γευτώ απ΄ αύτή
Ποτέ αλήθεια ή ψέμα δε μου έχει πει,
Ούτε τη γλυκιά της άκουσα λαλιά α, α»».
Όμως στον αντίποδα του «ιδεόπλαστου» έρωτα,
της εξιδανικευμένης γυναίκας, ο Καλόγερος Μοντωντόν μας φανερώνει μια άλλη εκδοχή παρουσιάζοντας τις
γυναίκες, να θέλουν να ξεχωρίζουν, να προσφεύγουν σε επίπλαστα, παροδικά
φτιασίδια απογυμνωμένες ,πιθανόν, από
ψυχικά χαρίσματα.
Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα από το ποίημά
του TENZO (βλέπε Τροβαδούροι κλπ ως άνω).
«Κύριέ μου, δε νομίζω πως σωστός
είναι ο λόγος σου. Εσύ από τον ουρανό
Όπου ζεις τα βλέπεις εύκολα, μα εγώ
Που γυρίζω μες στον κόσμο ,βρίσκω πως
Για να λείψει τούτη η φτιατσιδομανία
Πρέπει ή
ωραία να κρατάς κάθε κυρά
Ώσπου να έρθει ο Χάρος, ή κάθε μπογιά
Ν΄ αφανίσεις απ΄ αυτή την κοινωνία.
Ενδιαφέρον, ωστόσο παρουσιάζει η διαφορετική
οπτική γωνία που προβάλλει από το ποίημα της Κοντέσσας Ντε Ντί (βλέπε
Τροβαδούροι κλπ ως άνω) όπου μας αποκαλύπτονται δύο διαφορετικές πτυχές μιας
ερωτευμένης αλλά ταυτόχρονα και ισχυρής κοινωνικά γυναίκας. Η ποιήτρια μιλώντας
σε πρώτο πρόσωπο είναι έτοιμη να παραδοθεί στον εραστή της, αλλά απαιτεί από
αυτόν πριν από την ερωτική τους συνεύρεση την πλήρη δέσμευσή του ότι εκείνη θα
έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
«Φίλε μου όμορφε, τσαχπίνη, ευγενικέ,
Αν δικός μου γίνεις και αν κάποια βραδιά ,
Γύρω πλάι σου με χάδια και φιλιά,
Μάθε: ανείπωτη ευτυχία θάναι για με
Να σε σφίξω ,έτσι σαν άντρα μου, γερά
Στην αγκάλη μου, αφού πρώτα μου ορκιστείς
Πως θα κάνεις ,όσο πρόθυμα μπορείς ,
Ότι ποθήσει η ερωτιάρα μου καρδιά».
Και στο ποίημα του Σερκαμόν ( βλέπε
Τροβαδούροι κλπ. ως άνω) η γυναίκα στη ζωή του άνδρα σηματοδοτεί ταυτόχρονα την
απόλυτη πληρότητα με την παρουσία
της και το απύθμενο κενό με την απουσία της.
«Για ένα πετράδι χαίρομαι ακριβό,
Τίποτ΄ άλλο δεν πόθησα έτσι δα.
Όταν μαζί της μόνος μου βρεθώ
Τα χάνω και δεν βγάζω τσιμουδιά
Μα όταν φεύγω
χάνω στη στιγμή
Του νου μου, και άδεια νοιώθω τη ζωή».
Η γυναίκα τελικά είναι το σημείο αναφοράς του
άνδρα είτε αφορά την απτή πραγματικότητα, είτε τον φανταστικό του κόσμο. Και τα
μέσα στα οποία συνηθίζει να προσφεύγει για να αυξήσει την επιρροή της, επιδιώκουν να κερδίσουν τον έρωτα του άνδρα,
διατηρώντας, όμως, για λογαριασμό της τον έλεγχο του ερωτικού παιχνιδιού. Από
την πλευρά της η γυναίκα εμφανίζεται διεκδικητική, έτοιμη να υποταχθεί αλλά με
την προϋπόθεση ότι θα έχει εξασφαλίσει πρώτα. την απόλυτη υποταγή του συντρόφου
της.
Κυρίαρχο μοτίβο και των τεσσάρων ποιημάτων
είναι ο έρωτας αν και ιδωμένος από
διαφορετικές σκοπιές.
Αναλυτικά, ξεκινώντας από το ποίημα της
Κοντέσσας Ντε Ντι το οποίο γράφεται την
περίοδο που εξετάζουμε, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο έρωτας παρουσιάζεται
περισσότερο ως πάθος και δύναμη εξουσίας που επηρεάζονται από την εξελικτική
τους πορεία. Δηλαδή ενώ ο έρωτας υπάρχει από την πλευρά τουλάχιστον της
ποιήτριας-πρωταγωνίστριας (χρήση πρώτου ενικού προσώπου), δεν γνωρίζουμε αν
ισχύει το ίδιο από την πλευρά του
αγαπημένου –ερωμένου. Ταυτόχρονα, μας αποκαλύπτεται η βούληση της
πρωταγωνίστριας να επιβάλλει τους δικούς της όρους σε περίπτωση που ευοδωθούν
οι επιθυμίες και επιδιώξεις της. Εν προκειμένω δεν μιλάμε για εξιδανικευμένο
έρωτα αλλά για ένα έντονο ερωτικό πάθος
όπως χαρακτηριστικά αναφαίνεται στο
ποίημα. Συγκεκριμένα συναντούμε διάσπαρτα αποσπάσματα ή στίχους του
ποιήματος από τα οποία μας αποκαλύπτεται ότι ο έρωτας αυτός δεν έχει καμία
σχέση με τον «ιδεόπλαστο» έρωτα . Αντίθετα όμως προβάλλεται το πάθος και η
λαγνεία που εκπορεύονται από την πρωταγωνίστρια . Ενδεικτικά αποσπάσματα από το
ποίημα ΚΑNZO της Κοντέσσας Ντε Ντι (Στροφή 1 στίχοι 6,7 ):
«και όμως τρέλες, έχω κάνει ερωτικές ,
στο
κρεβάτι ή και ντυμένη, ένα σωρό».
(Στροφή 2 στίχος 4,5 και 6)
« θα
τον κέρναγα, αν τη σάρκα την αβρή ,
του
άσπρου στήθους μου προσκέφαλο απαλό,
Του την πρόσφερα !».
(Στροφή 3 στίχοι 2,3)
«Αν δικός μου γίνεις και αν κάποια βραδιά
Γύρω πλάι σου με χάδια και φιλιά».
Ούτε ο Καλόγερος του Μοντωντόν προβάλλει τον
«ιδεόπλαστο» έρωτα, καθώς στο ποίημά του ΤΕΝΖΟ
ο διάλογός του με το Θεό καταλήγει σε μια «πεζή» (: χωρίς εξάρσεις,
κοινότοπη) μεν, αλλά ουσιαστική γι΄ αυτόν, έκκληση, να εξαιρεθεί η
«προστατευμένη» του από τη θεϊκή «μήνη». Στη στροφή που παρατίθεται αμέσως,
βλέπουμε πώς ο έρως επηρεάζει την κρίση του προσώπου, που καλείται να
απαγγείλει το ποίημα (Στροφή 10):
« Κύριέ μου, να εξαιρέσεις μόνο μία:
την Ελίζα ντε Μονφόρ, παρακαλώ,
που το δέρμα της κρατάει καθαρό,
και σ΄ άγιο άγαλμα δεν έκανε αδικία»
Αντίθετα, στο ποίημα «vers»
του Ζωφρέ Ρυντέλ, έχουμε την αποθέωση του «ιδεόπλαστου» έρωτα σε όλο το ποίημα αλλά κυρίως στις στροφές 4 και
5, όπου βλέπουμε το αίσθημα να καθαγιάζεται
και το αντικείμενο του έρωτα να βρίσκεται στα όρια της ανυπαρξίας.
« Και
ως αποκοιμιέμαι με καρδία αλαφρή
¨Η με κάποια θλίψη που με τυραννά
Μέσα στ΄ όνειρό μου γοργοφτερουγά
Πέρα στην καλή μου η έρμη μου ψυχή .
Όμως σαν ξυπνήσω, ο δόλιος, το πρωί
Του ονείρου μου η γλύκα χάνεται, σκορπά, α,α
Ξέρω πως ποτέ της δε θα με χαρεί ,
Ούτε έχω γνωρίσει τη γλυκιά κυρά.
Φίλος της να γίνω δεν ελπίζω πιά,
Και ούτε αγάπης γλύκες θα γευτώ απ ΄αυτή.
Ποτέ αλήθεια ή ψέμα δε μου έχει πει,
Ούτε τη γλυκιά της άκουσα λαλιά ,α,α.»
Ο «ιδεόπλαστος» έρωτας εμφανίζεται και στο
ποίημα vers του ζογκλέρ Σερκαμόν, αν και έχει, καθώς
φαίνεται, συγκεκριμένη αναφορά σε πρόσωπο που βρίσκεται πλησίον του
ποιητή. Όμως όπως είναι κατανοητό μετά
την ανάγνωση του ποιήματος, είναι
αδύνατο στον ποιητή για κάποιους λόγους, να εκφράσει τα συναισθήματά του προς
αυτήν ή πολύ περισσότερο να συνευρεθεί μαζί της. Παρά ταύτα ο απελπισμένος
έρωτας κυριαρχεί στη ζωή του με λογικό
επακόλουθο την ψυχική και σωματική
φθορά.
Τα παραπάνω εξάγονται από τους επόμενους
στίχους:
« Δε γεύτηκα από αυτόν άλλο καρπό
Παρά αγωνίες και βάσανα φριχτά
Γιατί με κόπο πάντα μου αποχτώ
Ότι η καρδιά μου η δόλια πεθυμά .
Κι είναι γραφτό της πάντα να ποθεί
Αυτό που ν΄ αποχτήσει δεν μπορεί .
Και
ακόμα σε άλλη στροφή:
« Ο χάρος δε με παίρνει μα ούτε ζω.
Είμαι
άρρωστος δε βρίσκω γιατρειά
Και δεν ξέρω αν ποτέ θ΄ αγαπηθώ ,
Ούτε πότε. Κι
αλί! από πουθενά
δε θα βρω σωτηρία ,έξω απ΄ αυτή
που τη ζωή μου ολάκερη κρατεί».
Στα
«σκοτεινά» χρόνια του Μεσαίωνα η
ερωτική ποίηση των τροβαδούρων έρχεται να αναδείξει καταπιεσμένα από τις
κρατούσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, συναισθήματα και να προβάλλει τη
σημασία του έρωτα ως πηγής έμπνευσης και δημιουργικής έφεσης σαν αντίβαρο στο
σκληρό, ταραγμένο και τρόπον τινά «άμαθο στον έρωτα» κόσμο. Η ερωτική ποίηση
των τροβαδούρων και των ζογκλέρ του μεσαίωνα έχει όλα τα στοιχεία μιας μεγάλης
ανατροπής η οποία έθεσε τα θεμέλια για την μετεξέλιξη αυτής καθεαυτής της
ποίησης.
Η τόλμη αυτών των γραμματιζούμενων δημιουργών είναι πιθανό να έχει τις ρίζες της
ή να βρήκε στήριγμα στην Αρχαία Ελληνική
και Ρωμαϊκή Γραμματεία η οποία συχνά και με αξιοθαύμαστο θάρρος αναφέρεται στον
έρωτα όπως φαίνεται στα Ομηρικά Έπη και στην Αινειάδα του Βιργιλίου, στις τραγωδίες, ακόμα και στην ιστοριογραφία, το ελληνιστικό
μυθιστόρημα (Αχιλλεύς Τάτιος, Ξενοφών Εφέσιος, Λόγγος) ή τα περιηγητικά κείμενα
(Παυσανία), και άλλα Γραμματειακά είδη (
«Ηθικά» Πλουτάρχου) ή κείμενα μετέπειτα αιώνων.
_______________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : (κατά αλφαβητική σειρά)
1.
Elias Ν. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ τομ.2 σελ. 81-102
2. Βenoit-Dusausou A. & Fontaine G. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ τομ.1
3. Βάρσος Γ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ τομ Α
4. Σκιαδαρέση Σ.(
εισαγωγή, μετάφραση ,σχόλια, ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΙ
ΟΙ ΠΡΟΒΗΓΚΙΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ Αθήνα 1999
5.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς