Αν και οι τράπεζες επλήγησαν από το PSI, οι ζημίες τους, σε αντίθεση με αυτές των ασφαλιστικών ταμείων για τις οποίες δεν ελήφθη καμιά μέριμνα, αντιμετωπίστηκαν με τις αυξήσεις κεφαλαίου. |
Tα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η αντιμετώπιση της ύφεσης
Η κρίση δημοσίου χρέους και οι οικονομικές πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής με τη δραστική περικοπή δαπανών και αύξηση φόρων και εσωτερικής υποτίμησης πυροδότησαν την ύφεση. Αν και οι τράπεζες επλήγησαν από το PSI, οι ζημίες τους, σε αντίθεση με αυτές των ασφαλιστικών ταμείων για τις οποίες δεν ελήφθη καμιά μέριμνα, αντιμετωπίστηκαν με τις αυξήσεις κεφαλαίου και την ανακεφαλαιοποίηση του 2012-13, όταν καλύφθηκε ένα ποσό 27,5 δισ., εκ των οποίων 24,428 δισ. από το ΤΧΣ και 3,073 δισ. από ιδιωτική τοποθέτηση, με βάση την οποία οι ιδιώτες μέτοχοί του κατείχαν πλέον το 10%, διατήρησαν τη διοίκηση στην Πειραιώς, την Alpha και, με την ιδιαίτερη επιρροή του το Δημόσιο, στην ΕΤΕ, αντί του ΤΧΣ, αντίθετα με την Eurobank, όπου το ΤΧΣ έχοντας περισσότερο από το 90% διόρισε τη διοίκηση.
Παράλληλα, το ΤΧΣ διέθεσε 14,801 δισ. για την εξυγίανση των μικρότερων τραπεζών που απορροφήθηκαν από τις τέσσερις συστημικές, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος, που επιβάρυνε τον κρατικό δανεισμό, σε 39,229 δισ. Στη συνέχεια το 2014 με νέες αυξήσεις κεφαλαίου, όλες με ιδιωτική τοποθέτηση συνολικού ποσού 8,314 δισ. το ποσοστό του ΤΧΣ μειώθηκε στις 4 τράπεζες φτάνοντας σήμερα στο 57,24% στην ΕΤΕ, 66,9% στην Πειραιώς, 66,2% στην ΑΛΦΑ και 35,41% στην EUROBANK. Παράλληλα λόγω της μεγάλης μείωσης των χρηματιστηριακών τιμών, η σημερινή αξία των μετοχών του ΤΧΣ, κυμαίνεται μεταξύ 6-7,5 δισ. καταγράφοντας απώλειες από το αρχικό ποσό των 39,9 δισ., πλέον του 80%.
Ανακεφαλαιοποίηση εντός του 2015
Ενώ, σύμφωνα με τις δηλώσεις μελών του Δ.Σ. αλλά και της επικεφαλής του εποπτικού μηχανισμού της ΕΚΤ Ντανιέλ Νουί, που είχαμε μέχρι και τέλη Ιουνίου 2015, οι ελληνικές τράπεζες δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα φερεγγυότητας και κεφαλαιακής επάρκειας και άρα δεν ετίθετο ζήτημα κεφαλαιακής ενίσχυσης, στη συμφωνία της 12ης Ιουλίου, οι δανειστές επέβαλαν την πρόβλεψη να διατεθεί ποσό μέχρι 25 δισ. για τον σκοπό αυτό.
Το ύψος του ποσού είναι δυσανάλογα μεγάλο αν ληφθούν υπόψη τόσο οι προηγούμενες αυξήσεις κεφαλαίου όσο και το αποτέλεσμα των stress test, του Σεπτεμβρίου 2014, που δεν ανέδειξαν αντίστοιχο πρόβλημα. Η πίεση που ασκείται στη χώρα είναι μεγάλη, καθώς τις κεφαλαιακές ανάγκες ορίζει πλέον αποκλειστικά ο εποπτικός μηχανισμός SSM της ΕΚΤ, στον οποίο υπάγονται από 4.11.2014 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, χωρίς πλέον την ενεργό συμμετοχή της ΤτΕ, ενώ τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που έλαβε χώρα τις προηγούμενες μέρες θα ανακοινωθούν εντός του μήνα.
Εν όψει του νέου θεσμικού πλαισίου, που θα ισχύει από 1.1.2016 για τη συμμετοχή μετόχων ομολογιούχων και καταθετών με ποσά άνω των 100.000 ευρώ, στην ανακεφαλαιοποίηση μέσω του bail in, η πίεση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του 2015 είναι μεγάλη. Επιπλέον, εκτός από τα ποσά των σεναρίων προσομοίωσης μελλοντικών αναγκών, βασικού και δυσμενούς stress test, που τουλάχιστον το πρώτο οριακά μπορούσε να απορροφηθεί από τις τράπεζες, η πίεση συνδυάζεται με την αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου των δανείων. Στον τομέα αυτό κρίσιμο είναι το πραγματικό μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η κάλυψή τους από τις εξασφαλίσεις και τις ήδη σχηματισμένες προβλέψεις στους ισολογισμούς.
Η διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Ήδη δημοσιεύματα φέρουν τις πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου, να εκτιμώνται από τον SSM, μέχρι και σε 7 δισ. για τα επιχειρηματικά και μέχρι 5-6 δισ. για τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια, που σε συνδυασμό με τα πρόσθετα ποσά των αναγκών από τα stress test που είναι σε εξέλιξη μπορεί να οδηγήσουν το συνολικό ποσό, ειδικά στο δυσμενές σενάριο, στο ανώτερο όριο των προβλέψεων της συμφωνίας.
Βέβαια τα stress test στηρίζονται αποκλειστικά σε παραδοχές για τη μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και περιέχουν προβλέψεις για την προσδοκώμενη ύφεση ή ανάπτυξη, το ποσοστό της ανεργίας των τιμών των ακινήτων και άλλων βασικών μεγεθών που επηρεάζουν την τελική εικόνα για το ενδεχόμενο νέων κεφαλαιακών αναγκών.
Έτσι, τόσο το βασικό όσο και το δυσμενές σενάριο δεν είναι παρά παραδοχές μιας σχετικά θετικής ή μιας δυσμενούς εξέλιξης της οικονομίας και μπορούν εύκολα να ενσωματώσουν τέτοια στοιχεία που θα αντανακλούν κυρίως πολιτικές επιθυμίες των δανειστών.
Η κρίσιμη παράμετρος της διόγκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πάντως ένα γεγονός το οποίο όμως, εκτός από την ύφεση, είναι προϊόν της αρνητικής συμβολής των ίδιων των ελληνικών τραπεζών στη διαχείριση της κρίσης.
Από το 2010 και μετά, σταθερά έχουμε συνεχή μείωση της πιστωτικής επέκτασης στην οικονομία. Έτσι, τόσο η συνολική χρηματοδότηση, που περιλαμβάνει και αυτήν της γενικής κυβέρνησης, όσο και ειδικά η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα έχουν αρνητική ετήσια μεταβολή σε σχέση με το εκάστοτε προηγούμενο έτος και ανέρχονται αντίστοιχα σε -2% και -3,1% το 2011, σε -4,9% και -4% το 2012, σε -6 και - 3,9% το 2013, σε -1,7% και -3,1% το 2014 και σε -1,5% και - 2,5% το πρώτο τρίμηνο του 2015 ως προς το αντίστοιχο του 2014.
Η δραματική αυτή συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης, που συνιστά και απορρόφηση ρευστότητας από την οικονομία, ανατροφοδότησε δραστικά την ύφεση και την ανεργία μέσω της μεγάλης μείωσης της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας που προκάλεσε, καθώς οι εξοφλήσεις δανείων ήταν μεγαλύτερες από τις χορηγήσεις. Χαρακτηριστικά, το 2011 η ελληνική συμβολή στη μεταβολή του Μ3 (που αποτελείται από το νόμισμα σε κυκλοφορία + καταθέσεις 1 ημέρας + προθεσμιακές καταθέσεις και χρεόγραφα έως 2 έτη + καταθέσεις με προειδοποίηση έως 3 μήνες + συμφωνίες επαναγοράς, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και τίτλοι της αγοράς χρήματος) στην Ευρωζώνη ήταν -16,5% όταν αυτό συνολικά αυξήθηκε κατά 1,6%.
Παράλληλα με την πιστωτική συρρίκνωση, στα νέα δάνεια αλά και σε πολλά από τα υφιστάμενα, είτε λόγω σχετικής πρόβλεψης στη σύμβαση είτε λόγω ανάγκης αναχρηματοδότησης του πιστούχου, οι τράπεζες, ήδη από το 2011 και μετά, επέβαλαν μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων σε σχέση με την περίοδο πριν το 2009.
Τα επιτόκια σήμερα βρίσκονται στο μέσο επίπεδο του 6,25% για επιχειρήσεις, 7,73 % για επαγγελματίες, τα ανοιχτά δάνεια προς ιδιώτες στο 12,17% και ειδικά στις πιστωτικές κάρτες στο 16,63%, χωρίς ουσιαστική μεταβολή από το 2011 και μετά. Είναι φανερό ότι όταν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι στο 0,05, ακόμη και εάν λάβουμε υπόψη αυτό του ELA, που είναι στο 1,55%, οι διαφορές είναι τεράστιες μεταξύ του κόστους δανειοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τις εμπορικές τράπεζες και του κόστους αναχρηματοδότησης των δανείων αυτών από την ΕΚΤ ή την ΤτΕ. Με δεδομένο το εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο των καταθέσεων, που υποχώρησε κάτω από 1% στις προθεσμιακές, η κατάσταση αυτή είναι αντιπαραγωγική και πρέπει άμεσα να αλλάξει.
Είναι φανερό ότι σε συνθήκες ύφεσης και λιτότητας είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν τέτοια υψηλά κόστη δανείων από ιδιώτες και επιχειρήσεις. Έτσι, τα μη εξυπηρετούμενα και απομειωμένα δάνεια ήταν στο τέλος του 2014, 86,6 δισ., ενώ εκτιμάται ότι, μετά τον Απρίλιο του 2015 το ύψος τους έχει ξεπεράσει τα 100 δισ., με τις προβλέψεις στους ισολογισμούς του 2014 στα 42,97 δισ.
Από την άλλη, είναι προφανές ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσό των κεφαλαιακών αναγκών που θα ορίσει ο SSM τόσο μεγαλώνει η απώλεια των νυν μετόχων των τραπεζών, ιδιωτών και ΤΧΣ, καθώς απαξιώνονται παραπέρα οι υφιστάμενες μετοχές, φτάνοντας, στο ακραίο σενάριο, μέχρι ουσιαστικού μηδενισμού.
Μια πολύ μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση οδηγεί τις τράπεζες στην ιδιοκτησία του ESM με τα χρήματα του νέου δάνειου αποθαρρύνοντας την ιδιωτική συμμετοχή, ενώ η παραπέρα μεταβίβασή τους μπορεί μεν να εξασφαλίσει την ανάκτηση του νέου δάνειου, επί ζημία όμως των 39,9 δισ., και ίσως οδηγήσει, μέσω των εξαγορών, μεγάλους ομίλους ξένων συμφερόντων να ελέγχουν στο μέλλον την πιστωτική πολιτική στη χώρα.
Η αναπτυξιακή δυναμική
Η αντίστροφη πορεία, με τη δημιουργία μιας αναπτυξιακής δυναμικής για το χωρίς παλινδρόμηση ξεπέρασμα της ύφεσης, είναι αναγκαία, όχι μόνο για την αποτροπή της περαιτέρω αύξησης, αλλά και για την ουσιαστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την ανάκτηση σημαντικού μέρους αυτών. Παράλληλα, θα δώσει ώθηση στις αξίες των περιουσιακών στοιχείων και συνακόλουθα στη μείωση των επισφαλειών και των προβλέψεων και στην απελευθέρωση εποπτικών κεφαλαίων.
Αυτή όμως η δυναμική δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί χωρίς τον δραστικό περιορισμό του κόστους του χρήματος με την ουσιαστική μείωση των επιτοκίων των δανείων, παράλληλα με μια ισχυρή πολιτική πιστωτικής επέκτασης.
Οι δύο αυτές συνδυασμένες δράσεις είναι απαραίτητες για την ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας και αποτελούν το μέλλον της πιστωτικής πολιτικής.
Κατερινόπουλος Κωνσταντίνος-avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς