Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

"Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω..."

"Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω..." Καλό ταξίδι Τάκη, με τα πολλά σου ερωτήματα, στους τυχερούς του ουρανού που θα σε κάνουν φίλο...

 

Καλό ταξίδι Τάκη, με τα πολλά σου ερωτήματα, στους τυχερούς του ουρανού που θα σε κάνουν φίλο...

«Συμφωνείς;». Η απάντηση ήταν πάντα για αυτόν πολύ σημαντική, ακόμη και αν ήσουν καθισμένος στην καρέκλα του οδοντριατρείου και απάντηση δεν μπορούσες να του δώσεις πέραν ενός ανοιγοκλεισίματος των βλεφάρων. Aλλά και αυτό ήταν εξίσου  σημαντικό για τον Τάκη. 

 
Το «ζιζάνιο» που είχε μέσα του δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έθετε συνεχώς ερωτήσεις και δεν αρκούσε ένα  24ωρο για να υποβληθούν.

Kάπου εκεί μεταξύ... νοηματικής και προβληματισμού,  ξεχνούσες και τον πόνο και την ένεση και τον τροχό.

Τώρα που το σκέφτομαι, με τον Τάκη ξεχνούσες εντελώς ότι βρίσκεσαι σε οδοντιατρείο.

To ραδιόφωνο  μονίμως ανοικτό, να τροφοδοτεί συζητήσεις και το τηλέφωνο να χτυπάει ασταμάτητα, προφανώς από ανθρώπους στους οποίους είχαν επίσης τεθεί ερωτήσεις.

Στον διάδρομο του οδοντιατρείου, όλοι φίλοι. Η πόρτα άνοιγε, ο γιατρός τους υποδεχόταν πρώτα με χαμόγελο, μετά με πείραγμα και ακολούθως με ένα χτύπημα στην πλάτη εφάμιλλο του «καλωσόρισες, έλα να τα πούμε».

Ανάμεσά τους και κάποιοι που προσέρχονταν χωρίς δεκάρα στο παντελόνι. Ο Τάκης αυτούς τους καλωσόριζε, χωρίς πείραγμα, μόνο με ένα αγαπησιάρικο χτύπημα στην πλάτη. Ήξερε ποιούς να εξαιρεί από το ταμείο. Και ήξερε ότι υπάρχει ένα άλλο ταμείο, στο οποίο δεν χρειάζονται κέρματα. 

Ήταν το ταμείο της ανθρωπιάς, «νόσο» που κόλλησε από μικρός στα Προσφυγικά, εκεί όπου μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, εκεί όπου είχε πάντα το νου του, στη γειτονιά της περιπέτειας και του ελέους.

Εκεί «κόλλησε» και το ταμπεραμέντο, του πονηρού και ευφυούς τύπου, του κατεργάρη της παρέας, του ανθρώπου που ήξερε να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα μέσα σε δευτερόλεπτα στη χύτρα των πειραγμάτων, μαζί με όλα τα «μπαχαρικά»  που δίνουν γεύση σε μια συντροφιά.

Τα πονηρά του μάτια, μαρτυρούσαν κάθε του διάθεση, ήταν ο καθρέφτης του. Διακτίνιζαν το χώρο για να βρουν κάτι ενδιαφέρον, που ακολούθως θα γίνει ερώτηση και μετά  κουβέντα, και έπειτα, πάλι από την αρχή, μέχρι να έρθει το κέφι να φουντώσει και να αρχίσει η ζεϊμπεκιά.

To αγαπημένο του  ήταν η «Ρόζα» και ο στίχος που του έδινε φτερά, το «συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί». Όχι, δεν καταλάβαινε τίποτε από τα δύο και ίσως αυτό να ήταν το σήμα κατατεθέν του χαρακτήρα του. Έτσι ήταν ο Τάκης... Μια ζεϊμπεκιά, ένα πείραγμα και μια γύρα απ΄όλα στο τραπέζι ενός παιδιού που αρνήθηκε να μεγαλώσει...

Ο Τάκης παρέμεινε λαϊκός μέχρι το τέλος σε όλα. Από τη διασκέδαση- του άρεσαν τα underground μαγαζιά και λάτρευε το μαγαζί  του Κότα-, μέχρι τον τρόπο με τον οποίο έστηνε μια πλάκα, έδινε κλίση στο σώμα του όταν ήταν να σε πειράξει, έπαιρνε μια απόφαση ή άλλαζε ρότα χωρίς να υπολογίσει το κόστος, απλώς και μόνο επειδή έτσι του έλεγε το «μέσα» του.

Ήξερε να έρχεται αλλά και να φεύγει. Όχι όταν έπρεπε, όταν ήθελε.  Και στα δημόσια και στα προσωπικά. Και όπως όλοι όσοι έχουν μεγαλώσει στα δύσκολα, ο Τάκης είχε μια απίστευτη προσήλωση σε όσα αγαπούσε. Υπήρχαν άνθρωποι, πολύ λίγοι,  που τους αγαπούσε και τους πίστευε αδιαπραγμάτευτα. Mε τελεία και παύλα.

Υπήρχαν και πράγματα που δεν αγαπούσε:  τις κόντρες ας πούμε... Άν μπορούσε να τον παρομοιάσει κανείς, θα έλεγε ότι έμοιαζε με διαιτητή στις μάχες. Του άρεσε να συνθέτει τα αντιμαχόμενα και να βρίσκει ένα νέο τόπο, πάντα με αστείρευτο κέφι εφήβου και μια ερωτική σχέση με τη ζωή που δεν  του χαρίστηκε, αλλά την έκανε να τον κοιτάξει.

Δεν έμπαινε σε καλούπια ο Τάκης, ιδίως πολιτικά και δεν αποκτούσε προσκολλήσεις.  Για αυτό και συνομιλούσε με όλες τις πτέρυγες και σε όλους τους τόνους, έχοντας πάντα στο νου του περισσότερο από όλα, την προσφορά σε όσους δεν έχουν, ίσως επειδή έζησε και αυτός κάποτε  μη έχοντας.

Ο Τάκης ο Γκίκας, το φτωχό παιδί από τα Προσφυγικά, έφυγε ξαφνικά, όπως ξαφνικά άλλαζε ρότα και πάει ανήσυχος και περίεργος να δει τι γίνεται εκεί πάνω.

«Συμφωνείς;» θα με ρώταγε και εγώ θα του έλεγα «όχι».

Γιατί όταν φεύγουν άνθρωποι σαν τον Τάκη φεύγει λίγο από το αλάτι της ζωής. Και σε κανένα δεν αρέσουν τα άνοστα...

Και θα του το έλεγα όχι στην νοηματική, αλλά με την φωνή μου. Ακόμη και αν εκείνη την ώρα με είχε περιλάβει με τον τροχό...

Αλλά έστω και έτσι, καλό ταξίδι Τάκη, με τα πολλά σου ερωτήματα, στους τυχερούς του ουρανού που θα σε κάνουν φίλο...

(Από το Thebest.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς