Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος χρησιμοποιεί τη συγκριτική οπτικήγια να δει τη σημερινή κυβέρνηση σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική
Του ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ
Υπάρχουν πράγματι πολλές ομοιότητες, κυρίως ότι δύο κυβερνήσεις της Αριστεράς προήλθαν από εκλογικές διαδικασίες και κυρίως ότι σχετίζονται στενά με την οικονομική κρίση. Αλλά και διαφορές. Η γαλλική αποτελούνταν από τους Ριζοσπάστες (ένα κόμμα ρεπουμπλικανικό, αριστερό-αστικό), από τους Σοσιαλιστές και τους Κομμουνιστές. Παρά τα ρήγματα ανάμεσά τους, ήταν τρεις όμορες ομάδες. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει κορμό ένα κόμμα της Αριστεράς και εξασφαλίζει πλειοψηφία με ένα μικρό κόμμα της λαϊκής Δεξιάς.
Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές της εποχής εκείνης ήταν πολύ διαφορετικοί από όσους διεκδικούν τον αντίστοιχο τίτλο σήμερα. Η τωρινή ιδεολογική γεωγραφία, ιδιαίτερα η κατάταξη στη γραμμή Δεξιάς-Αριστεράς, λίγη σχέση έχει με την αντίστοιχη του τότε. Και φυσικά η διαχωριστική γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο αναδιατάσσει δυναμικά την ιδεολογική γεωγραφία δημιουργώντας ένα καινούριο σχήμα κοινωνικής και πολιτισμικής Αριστεράς, κοινωνικών ανισοτήτων και πολιτισμικών διακρίσεων, δικαιωμάτων και αυτοπροσδιορισμών, με γέφυρες και διαζεύξεις. Σ’ αυτή τη νέα γεωγραφία, δεν πρέπει να χάνουμε το ουσιώδες. Και εκείνο που χαρακτηρίζει τη νέα κυβέρνηση, παρά τους αστερίσκους που πολλοί έχουμε θέσει, είναι ότι πρόκειται για μια αριστερή κυβέρνηση.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου άλλαξε και τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές. Βέβαια τονίζεται στα περισσότερα δημοσιεύματα η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1934: από τη θεώρηση των Σοσιαλιστών ως Σοσιαλφασιστών (κάτι που θυμίζει τον σημερινό διμέτωπο του Κ.Κ.Ε. απέναντι στη Ν.Δ. και τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) στη στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων και στην αναζήτηση συγγενών δυνάμεων. Αλλά αυτή η προσέγγιση (είτε επικρίνει είτε εξαίρει αυτή τη στροφή) βλέπει τα πράγματα μόνο από τα πάνω και από τη σκοπιά της ιστορίας των κομμάτων και των οργανώσεων.
Η στροφή προς τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν απότοκη της κρίσης της δεκαετίας του 1930. Στην κρίση αυτή υπήρξαν πολλές απαντήσεις: η κατεδάφιση του κοινοβουλευτισμού, ο ναζισμός, το New Deal, τα Λαϊκά Μέτωπα, ο σχεδιασμός στην οικονομία και οι απαρχές του κοινωνικού κράτους. Σε κάθε χώρα υπήρχαν σχεδόν όλες αυτές οι επιλογές, κάποιες νίκησαν, άλλες ηττήθηκαν.1 Αν μας ενδιαφέρει σήμερα να ξαναδούμε εκείνη την εποχή, δεν είναι τόσο ως προς τις ομοιότητες, όσο ως προς τις σχέσεις που είχαν πολιτικές προτάσεις όπως αυτή του Λαϊκού Μετώπου με την κρίση που άρχισε το 1929. Κι αυτό για να καταλάβουμε τη σχέση που έχει, ή που μπορεί να έχει, η σημερινή αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα ως προς την κρίση που άρχισε το 2008.
Ας αρχίσουμε με τις χρονολογίες. Το 1936, χρονιά ανόδου του Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία, όπως και το 2015, χρονιά νίκης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., απέχουν επτά χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης το 1929 και το 2008 αντίστοιχα. Και στις δύο χώρες η κρίση έφτασε καθυστερημένα (στη σημερινή Ελλάδα το 2010), αλλά και στις δύο χώρες η κρίση επιμηκύνθηκε και κράτησε συγκριτικά περισσότερα χρόνια ως προς τις άλλες χώρες που είχε πλήξει. Δηλαδή σ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, το Α.Ε.Π. της Γαλλίας δεν έφτασε ποτέ στα προ κρίσης επίπεδα του 1929, ενώ η Γερμανία, η Βρετανία και η Αμερική, το προ κρίσης επίπεδο το έφτασαν στα μέσα της δεκαετίας του ’30 (χάρη στους εξοπλισμούς).
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην Ελλάδα σήμερα. Μια κρίση που επιμηκύνεται, ενώ άλλες χώρες που επλήγησαν από την κρίση έχουν αποσωληνωθεί, άλλες από την εντατική μεταφέρθηκαν στους θαλάμους θεραπείας ή στην κατ’ οίκον ιατρική παρακολούθηση. Στη Γαλλία, η ανεργία ήταν μεγάλη μεν, με πάνω από ένα εκατομμύριο ανέργους, αλλά όχι σαρωτική όπως στη Γερμανία και τις Η.Π.Α.
Κυρίως έπληξε τους αυτοαπασχολούμενους και τα μικρομεσαία στρώματα της υπαίθρου και των πόλεων, καθώς και το παραδοσιακό κομμάτι της βιομηχανίας. Στην Ελλάδα τού σήμερα, η ανεργία βρίσκεται κοντά στο ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού και πάνω από το μισό των νεανικών ηλικιών, σε επίπεδα δηλαδή πάνω από τα μέσα αντίστοιχα της κρίσης του 1929-32. Όπως στη Γαλλία του ’30, έτσι και στην Ελλάδα του ’10, η κρίση έδειξε (και έπληξε) τις αρχαϊκότητες της παραγωγικής της συγκρότησης.
Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τις δύο κρίσεις και τις πολιτικές αντιμετώπισης, και να τις συσχετίσει με τις πολιτικές επιλογές. Η κρίση του 1929 αποτέλεσε τη μήτρα των δύο βασικών οικονομικών πολιτικών οι οποίες εφαρμόστηκαν έκτοτε και οι οποίες δοκιμάζονται και τώρα. Από αυτή την άποψη, και παρά τις μεγάλες διαφορές, οι δύο κρίσεις βρίσκονται σε μια διαδοχική αιτιώδη συνάφεια. Δηλαδή πολλά από τα κριτήρια και τα εργαλεία με τα οποία αντιμετωπίζεται η σημερινή κρίση σμιλεύτηκαν εκείνη την περίοδο. Η εμπειρία της κουβεντιάζεται ακόμη, και η ερμηνεία της συνεχίζει να προκαλεί διχογνωμίες.
Βέβαια υπάρχουν και διαφορές. Τότε υπήρχε ο κανόνας χρυσού στον οποίο ήταν προσδεδεμένα τα περισσότερα εθνικά νομίσματα, σήμερα το ευρώ έχει αντικαταστήσει τα εθνικά νομίσματα, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Η δεύτερη διαφορά είναι η δυνατότητα να υψωθούν εμπορικά τείχη περιχαράκωσης των εθνικών οικονομιών, κάτι που δεν μπορεί να γίνει σήμερα. Η τρίτη είναι ο βαθμός εκχρηματισμού της οικονομίας σήμερα, ιλιγγιωδώς μεγαλύτερος από τότε. Όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες περνούν μέσα από τον τραπεζικό τομέα, που είναι πλέον διεθνοποιημένος και πολύ πιο οργανωμένος από τότε.
Σαν να ελέγχουν οι τράπεζες απολύτως τη ροή του αίματος των κοινωνιών περισφίγγοντας τις αρτηρίες της καρδιάς. Τότε λοιπόν οι δύο βασικές πολιτικές ήταν αφενός ο αποπληθωρισμός, δηλαδή οι δημοσιονομικές περικοπές προκειμένου τα νομίσματα να παραμείνουν συνδεδεμένα με τον κανόνα του χρυσού, κάτι αντίστοιχο με τις σημερινές «πολιτικές λιτότητας», και αφετέρου μια πολιτική σχεδιασμού και χρηματοδότησης της ενεργού ζήτησης που έμεινε γνωστή και αποκρυσταλλώθηκε στην έννοια του κεϊνσιανισμού. Η μία ή η άλλη πολιτική λύση προτείνονται και σήμερα.
Η πολιτική της περιστολής ήταν η πρώτη απάντηση των κυβερνήσεων. Στη Γαλλία, εκτός των άλλων δημιούργησε το πρόβλημα των fonctionnaires (των δημοσίων υπαλλήλων), οι οποίοι αποτελούσαν και την εκλογική πελατεία του σοσιαλιστικού κόμματος. Αλλά η περιστολή των μισθών αφορούσε και τους εργάτες, κυρίως οπαδούς των κομμουνιστών. Η αντίθετη πολιτική της ενίσχυσης της ζήτησης εφαρμόστηκε από το Λαϊκό Μέτωπο. Μετά από ένα μεγάλο απεργιακό κύμα που παρέλυσε τη χώρα, έγινε μια συμφωνία στην οποία οι μισθοί αυξήθηκαν 12%, καθιερώθηκε το 40ωρο εβδομαδιαίας εργασίας και οι πληρωμένες θερινές διακοπές (οι συμφωνίες του Ματινιόν (Matignon), Ιούνιος 1936). Το Λαϊκό Μέτωπο απάντησε στην κρίση με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Η πολιτική αυτή των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων δεν ήταν ίδια με την παλιά στρατηγική των σοσιαλιστών που εντασσόταν στο δίλημμα Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, ή στη βαθμιαία μετάβαση μέσω Μεταρρυθμίσεων στο σοσιαλισμό. Εντάσσονταν σε μια καινούρια στρατηγική η οποία προήλθε από πολλές και διαφορετικές πηγές, και από διαφορετικές χώρες εκείνη την εποχή.
Η καινούρια οπτική είχε ως κέντρο της την έννοια της εθνικής οικονομίας. Ούτε οι σοσιαλιστές ούτε οι κομμουνιστές πριν από εκείνη την εποχή δεν είχαν στο επίκεντρό τους την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Η οικονομία γι’ αυτούς ήταν δεδομένη. Οι σοσιαλιστές συζητούσαν για μεταρρυθμίσεις που θα προσέγγιζαν ειρηνικά τον σοσιαλισμό, οι κομμουνιστές πρόβαλαν τη στρατηγική «τάξη εναντίον τάξης», δηλαδή μια συγκρουσιακή πολιτική που θα κατέληγε στην επανάσταση. Με την υιοθέτηση όμως της οπτικής και του ενδιαφέροντος για την εθνική οικονομία όλα θα αλλάξουν. Θα μετασχηματιστεί η στρατηγική των αριστερών κομμάτων έκτοτε.
Τα κόμματα αυτά θα γίνουν «εθνικά» κόμματα, θα υιοθετήσουν την έννοια του «εθνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό» (σε διάκριση λ.χ. με το σοβιετικό μοντέλο, μια πολιτική που ακολούθησε μεταπολεμικά ο Ευρωκομμουνισμός). Η νέα οπτική θα ενσαρκωθεί με την επιδίωξη των «δομικών μεταρρυθμίσεων» (réformes structurelles), μια πολιτική που δεν αποσκοπεί μόνο στη βελτίωση της διαβίωσης των μισθωτών, αλλά σε δομικές παρεμβάσεις στην οικονομία και τη δημόσια διοίκηση. Δημιουργείται η έννοια των δημόσιων πολιτικών. Τώρα βέβαια την ίδια ορολογία, μιλώντας για structural reforms, την έχουν υιοθετήσει οι νεοφιλελεύθεροι, προς την αντίστροφη κατεύθυνση.
Το εργαλείο όμως για τις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειαζόταν η εθνική οικονομία ήταν ο σχεδιασμός (planism). Ο σχεδιασμός δεν διαπνεόταν από τη λογική του possibilisme των σοσιαλιστών, αλλά ήταν επιθετικός. Πρώιμες μορφές σχεδιασμού της οικονομίας είχαν εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου (Walter Rathenau, Planwirtschaf). Οι οπαδοί του σχεδιασμού, οι planists, ήταν αρχικά περιθωριακοί σοσιαλιστές2 ή σοσιαλιστές μικρών χωρών όπως ο ηγέτης του σοσιαλιστικού κόμματος του Βελγίου Hendrik de Man, στον οποίο άλλωστε προσγράφεται και η έννοια.3
Ο σχεδιασμός προβλήθηκε ως εναλλακτική λύση στον εθνικοσοσιαλισμό, στον σοσιαλιστικό ρεφορμισμό, στον κομμουνισμό και στον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Δεν αφορούσε την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά τη διεύθυνσή τους. Κύριος στόχος η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Βέβαια η τάση οικονομικού σχεδιασμού, σε μακροοικονομική και πλέον επεξεργασμένη μορφή, εκφράστηκε στο έργο του Maynard Keynes, The General Theory of Employment, Interest and Money, 1936. O Κέυνς δεν ήταν σοσιαλιστής αλλά φιλελεύθερος ο οποίος πίστευε ότι ο σχεδιασμός θα σώσει τον καπιταλισμό, θα εξασφαλίσει όμως ευημερία κι ένα καλό επίπεδο ζωής και λιγότερες ώρες εργασίας συνολικά στον πληθυσμό. Ο σχεδιασμός της οικονομίας αποσυσχετίστηκε από τον σοσιαλισμό, αν και ο σοβιετικός σχεδιασμός, με τη μορφή των πεντάχρονων σχεδίων, έδινε το παράδειγμα, τότε, μιας οικονομίας ασφαλέστερης από τους κλυδωνισμούς του ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Εξάλλου, μέσω της Umbau der Wirtschaft (Αναδιάρθρωση της Οικονομίας) οι ναζί έλυσαν μέσα σε λίγα χρόνια το πρόβλημα της ανεργίας.
Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ως απάντηση στην κρίση βρήκαν στο Λαϊκό Μέτωπο τον δυναμικότερο εκφραστή τους. Δεν περιορίστηκαν όμως στη Γαλλία. Και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, η δημιουργία του Ι.Κ.Α., ως απάντηση στην κρίση έρχεται με πρωτοβουλία του Δ.Γ.Ε., και ιδρύεται το 1934 (και όχι επί Μεταξά, όπως συνεχίζουν κάποιοι δυστυχώς να επιμένουν.)4
Ωστόσο στη Γαλλία, εκείνο που μετράει είναι αφενός η καθιέρωση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων και αφετέρου η καθιέρωση των πληρωμένων θερινών διακοπών, οι οποίες έτσι εντάσσονται μέσα στη θεσμική συγκρότηση της εργασίας και στο σχήμα του κύκλου της εργατικής ζωής. Οι φτωχοί Γάλλοι ταξίδεψαν για πρώτη φορά στις ακτές και στα βουνά, εκατομμύρια παιδιών απέκτησαν την εμπειρία αυτή η οποία σφράγισε τη μετέπειτα ζωή τους, όπως και γενικότερα τη ζωή των Ευρωπαίων του 20ού αιώνα. Οι συλλογικές συμβάσεις αφετέρου έγιναν δομικό στοιχείο του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου. Τώρα, στη σημερινή κρίση και τα δύο αντιστρέφονται. Η μετατροπή των εργαζομένων σε αυτοαπασχολούμενους (που πληρώνονται με μπλοκάκι) όχι μόνο αναιρεί τις πληρωμένες θερινές διακοπές, αλλά όταν η επιχείρηση κλείνει τον Αύγουστο, οι εργαζόμενοι χάνουν και την αμοιβή τους. Η κατάργηση δε των συλλογικών συμβάσεων ήταν από τα προαπαιτούμενα της τρόικας.
Μια βασική παράμετρος της εμπειρίας των Λαϊκών Μετώπων ήταν η μαζική κινητοποίηση. Πριν ακόμα συμφωνήσουν σοσιαλιστές-κομμουνιστές και ριζοσπάστες, οι χωριστές αρχικά διαδηλώσεις για την επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης τη 14ηΙουλίου του 1935 ενώθηκαν σε ένα τεράστιο πλήθος. Η κινητοποίηση και η ενωτική πίεση των μαζών προερχόταν από τον κίνδυνο του φασισμού, του οποίου το αντίπαλο δέος προς τον κοινοβουλευτισμό αναπτυσσόταν από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ενισχυμένο από τη νίκη των ναζί και την αντεπανάσταση στην Ισπανία, και απειλούσε ευθέως τη γαλλική δημοκρατία. Η νίκη του Λαϊκού Μετώπου ήταν η άμεση ανταπόκριση στην απόπειρα των ακροδεξιών οργανώσεων να καταλύσουν τη δημοκρατία στις 2 Φεβρουαρίου 1936. Ωστόσο η απάντηση του Λαϊκού Μετώπου υπερέβαινε σε σημασία κατά πολύ την κρίση που την προκάλεσε.
Και στη Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου, και στη σημερινή Ελλάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο ρόλος της μαζικής κινητοποίησης ήταν κομβικός. Ας προσέξουμε όμως τις διαφορές: στη Γαλλία, αλλά και στις άλλες χώρες που έπληξε η κρίση, το εργατικό κίνημα σιωπά στα πρώτα χρόνια της ύφεσης και ξεσπά με απεργίες μετά το 1934, όταν αρχίζει η σχετική σταθεροποίηση και προσπαθεί να επανακτήσει τα χαμένα. (Την εμπειρία αυτή τη ζήσαμε και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου με τις μεγάλες απεργίες που κορυφώθηκαν τον Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη.) Αντίθετα, στην τωρινή κρίση στην Ελλάδα, η κορύφωση των μεγάλων κινητοποιήσεων σημειώθηκε τα δύο πρώτα χρόνια της κρίσης, δύο χρόνια πριν από την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία.
Μια άλλη διαφορά βρίσκεται και στην άρθρωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ακόμη και τα μεγάλα κύματα κοινωνικών κινητοποιήσεων στην Ελλάδα δεν παρέλυσαν τη χώρα, όπως συνέβη στη Γαλλία. Ενώ επίσης η Γαλλία μπήκε στην εποχή του Λαϊκού Μετώπου με ισχυρά συνδικάτα που έγιναν ισχυρότερα κατά τη διάρκειά του, η πολιτική των ελληνικών μνημονιακών κυβερνήσεων κατά τη διετία 2012-13 ήταν ικανή να αποδυναμώσει και να διαλύσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Εξάλλου, τα συνδικάτα στην Ελλάδα περιορίζονται σε συγκεκριμένες ηλικίες και κυρίως στους μισθωτούς του δημοσίου. Η κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν διαθέτει ισχυρά συνδικάτα για να τη στηρίξουν, ούτε για να αντιπαρατεθούν βέβαια με αυτήν. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι συμφωνίες του Ματινιόν ήταν αποτέλεσμα ενός μεγάλου απεργιακού κύματος, αλλά και ότι η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου έπεσε από μια γενική απεργία, ο ρόλος των συνδικάτων χρειάζεται επανεξέταση ως προς τα όριά του. Ο συνδικαλισμός υπήρξε αναγκαίος για την άμυνα των εργατών και την κινητοποίησή τους. Η υπεράσπιση των κεκτημένων όμως αποδείχτηκε προβληματική ως προς τις μεγάλες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία διήρκεσε λιγότερο από δύο χρόνια. Δεν έλυσε το οικονομικό πρόβλημα της Γαλλίας, αλλά το ιστορικό ισοζύγιο, καθώς το εξετάζουμε εκ των υστέρων, είναι θετικό εξαιτίας των μεγάλων και ρηξικέλευθων για εκείνη την εποχή μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε. Και δεν ήταν μόνο οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ξεσήκωσε ένα κύμα ανανέωσης της κουλτούρας με διαρκείς συνέπειες για τις επόμενες δεκαετίες. Επομένως, τον πολιτικό χρόνο της διακυβέρνησης πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Εξαγοράζει λ.χ. κανείς πολιτικό χρόνο αναβάλλοντας ή αποδυναμώνοντας τις μεγάλες πολιτικές τομές, ή αντιλαμβάνεται τις τομές αυτές ως παραγωγούς πολιτικού χρόνου;
Οι αναλογίες θα πρέπει να συνεξετάζονται με τις διαφορές και τις γενεαλογίες ώστε να αποφύγουμε την εργαλειοποίησή τους και την παραδειγματική χρήση της ιστορίας. Σήμερα η αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα πυκνό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αυτό έχει τις δυσκολίες του, που θα τις βιώσουμε, ενδεχομένως δραματικά, το επόμενο διάστημα, αλλά το ίδιο πλαίσιο κάνει το ελληνικό παράδειγμα ευρωπαϊκό παράδειγμα. Δεν είναι λίγο, σε μια Ευρώπη όπου η ανταγωνιστικότητα, η εξατομίκευση, η εμπορευματοποίηση των πάντων κυριαρχεί επί δεκαετίες, να έρχεται μια κοινωνία για να αντιταχθεί στο πνεύμα υποταγής και να αναδείξει την πολιτική, την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, την έννοια των κοινών σε πρώτιστο μέλημα. Το ελληνικό παράδειγμα δεν προβάλλει μόνο την αξιοπρέπεια ενός λαού, του ελληνικού, αλλά επίσης την αξιοπρέπεια της κοινωνίας, των λαϊκών ανθρώπων, του popolo minuto5 σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό δίνει στο ελληνικό παράδειγμα μια μεγάλη ιστορική βαρύτητα και το συνδέει εξαρχής με τις μεγάλες κοινές στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Δεν φτάνει όμως το ηθικό κύρος της στιγμής, ακόμη κι αν αυτή αποτελεί «το πήδημα της τίγρης πάνω από την αρένα». Το επιχείρημα του ηρωισμού ταιριάζει περισσότερο άλλωστε στον ισπανικό εμφύλιο παρά στο Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία. Οι λόγοι για τους οποίους συζητάμε σήμερα για το Λαϊκό Μέτωπο είναι γιατί άνοιξε νέους δρόμους. Νέους δρόμους στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που είδαμε ότι περπατήθηκαν, αλλά και στον εκδημοκρατισμό της κουλτούρας. Η εποχή του Μεσοπολέμου, και κυρίως η δεκαετία του ’30, ήταν η εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του καλλιτεχνικού έργου, ζήτημα που ανέλυσε άλλωστε ο Walter Benjamin.6
Το ραδιόφωνο, το μεγάφωνο, ο κινηματογράφος, οι γιγαντοαφίσες, οι έγχρωμες εκτυπώσεις έκαναν τότε την εμφάνισή τους βάζοντας τις κοινωνίες σε ένα σταυροδρόμι. Θα τις χρησιμοποιούσαν για προπαγάνδα, για την καθυπόταξη των μαζών, ή για να εξασφαλιστεί η δημοκρατική πρόσβαση στην κουλτούρα, για να δημιουργηθεί ένα νέο ήθος; Ο μοντερνισμός δεν είναι από μόνος του προοδευτικός ή αντιδραστικός, δημοκρατικός ή ολοκληρωτικός. Εδώ η συμβολή των Λαϊκών Μετώπων ήταν αποφασιστική. Το προηγούμενο υπόδειγμα μιας υψηλής κουλτούρας που υποστηριζόταν από πλούσιους μαικήνες αντικαταστάθηκε από μια δημόσια πολιτική κουλτούρας που έδινε έμφαση στον δημόσιο χαρακτήρα της, στο άνοιγμά της στα λαϊκά στρώματα. Πάνω σ’ αυτό το υπόδειγμα συγκροτήθηκε και η γαλλική πολιτισμική πολιτική μεταπολεμικά, αλλά και η πολιτισμική πολιτική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας από τα χρόνια του πολέμου.
Η δεκαετία του ’30 λοιπόν ήταν μια στιγμή στην οποία ετέθη το πρόβλημα της μαζικής κουλτούρας στην προοπτική μιας λαϊκής προοδευτικής, απελευθερωτικής κουλτούρας (όπως και κατά τη διάρκεια του New Deal άλλωστε) σε αντιπαραβολή με την εμπορευματική κουλτούρα που επικράτησε τελικά.7
Δεν έφταναν οι αλλαγές στην οικονομία, οι αλλαγές φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν έναν νέο άνθρωπο. Κοινωνική και πολιτική αλλαγή συνδέονταν. Νέοι συμβολισμοί με νέες τεχνικές αναπαράστασης δημιούργησαν μια δυναμική κουλτούρα που είχε μια σχεδόν παγκόσμια δυναμική και κράτησε πολύ. Εκτός από τη Γαλλία, είχε μια μεγάλη επίδραση κυρίως στις Η.Π.Α. αλλά και στη Λατινική Αμερική. Τα Σταφύλια της οργής, ο Θάνατος του εμποράκου, ο Πολίτης Κέην, είναι μερικοί από τους καλύτερους καρπούς αυτής της δυναμικής από τη συνάντηση του πνεύματος του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και του New Deal, που ηχούν οικεία στον Έλληνα αναγνώστη.8
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς σήμερα επίσης πρέπει να λογαριαστεί με το πρόβλημα του τεχνολογικού μοντερνισμού, σε μια κλίμακα απείρως μεγαλύτερη από εκείνη του μοντερνισμού του Μεσοπολέμου. Ο νέος τεχνολογικός κόσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον καθολικό έλεγχο και τη βιοπολιτική πειθάρχηση, αλλά και για νέες μορφές αντίληψης των κοινών, για τη διεύρυνση της πρόσβασης στη γνώση των πιο στερημένων και αδύναμων στρωμάτων και ομάδων, τέλος για την πραγματοποίηση της πολιτισμικής δημοκρατίας. Δεν μπορείς να κάνεις μια κοινωνία περισσότερο δίκαιη και ταυτόχρονα να εμμένεις στις καταναλωτικές ροπές του παρελθόντος.
Πολλοί αναρωτιούνται βέβαια αν όσοι ψήφισαν Αριστερά συμμερίζονται και τις αξίες της. Η απάντηση είναι ότι η Αριστερά δεν είναι κάτι το δεδομένο, αλλά συνεχώς αναδημιουργείται και επανασημασιοδοτείται. Η αναίρεση της φιλελεύθερης κυβερνησιμότητας (governmentality) και η δημιουργία μιας νέας κυβερνησιμότητας είναι το μείζον ζήτημα. Η κυβερνησιμότητα δεν είναι η εξουσία, αλλά ο τρόπος, το πλαίσιο, οι τροπικότητες μέσα στις οποίες διαπλάθονται οι κοινωνίες ώστε να είναι κυβερνήσιμες, ώστε να συναρμόζεται το πάνω με το κάτω. Το μείζον διακύβευμα των αλλαγών αυτών, τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή που η νεοφιλελεύθερη σκόνη έχει καλύψει και διεισδύσει σχεδόν σε όλους τους πόρους του κοινωνικού σώματος, που έχει αλλάξει τη γλώσσα που συνεννοούμαστε, είναι η δημιουργία μιας νέας υποκειμενικότητας, ενός καινούριου υποκειμένου, μιας καινούριας αντίληψης του τι σημαίνει να είσαι προοδευτικός, αριστερός, λαϊκός, χωρίς να χρειάζεσαι να αναφέρεσαι στο γνωστό εικονοστάσι με ευλάβεια ή και ενοχή.
Η τωρινή στιγμή της Αριστεράς δεν προσφέρεται μόνο για καινοτόμες παρεμβάσεις, τις απαιτεί άλλωστε, μετά από δύο δεκαετίες που οι αλλαγές που έγιναν με την ψηφιακή επανάσταση και την παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιήθηκαν ως το κυριότερο επιχείρημα για να στηρίξουν τη νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή λαίλαπα που ονομάστηκε κατ’ ευφημισμόν «μεταρρυθμίσεις». Αλλά αυτή η δυναμική ξετυλίγεται μέρα με τη μέρα, και θα ξετυλιχτεί δυναμικά τις επόμενες μέρες, μήνες, βδομάδες.
______________
ΥΓ. Ευχαριστίες στον Κ. Καρπόζηλο και στη Μ. Ζορμπά για τις παρατηρήσεις-επισημάνσεις τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Julian Jackson, The politics of depression in France 1932-1936, Cambridge University Press, 2002.
2. Bertrand de Jouvenel, Economie dirigée, 1928· Georges Valois, Crises et Plans, 1931, περιοδικό Plans (1931-1933), με συμμετοχή των Lagardelle και Le Corbusier.
3. Peter Dodge, Beyond Marxism. The Faith and Works of Hendrik de Man, Springer 1966, όπου και αναδημοσίευση του Σχεδίου. Ο de Man, μετά την κατάληψη του Βελγίου από τους Γερμανούς προσχώρησε στη νέα τάξη πραγμάτων και μεταπολεμικά καταδικάστηκε για προδοσία. Για την αλληλογραφία του με τον Γιώργο Θεοτοκά, βλ. Α. Λιάκος, «Ζητούμενα ιδεολογίας της γενιάς του τριάντα», Κοινωνία και Θεωρία 3 (1990), σ. 7-22.
4. «Στην Ελλάδα το Ι.Κ.Α. ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας», Κ. Χρυσόγονος (καθηγητής Α.Π.Θ. και ευρωβουλευτής ΣΥ.ΡΙΖ.Α.), Το Βήμα (18.1.2015). Η ιστορία των κοινωνικών ασφαλίσεων περιέχεται στο βιβλίο μου Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, εξαντλημένη έκδοση του 1994, που επανακυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Νεφέλη.
5. Popolo minutο και popolo grasso, το αντίστοιχο της έκφρασης «λαός και Κολωνάκι» στο Μεσαίωνα.
6. Walter Benjamin, «Τhe Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction» (1936), https://www.marxists.org/reference/subject/philosophy/works/ge/benjamin.htm.
7. Μ. Ζορμπά, Πολιτική του πολιτισμού, Πατάκης, 2014, σ. 103-114.
8. Andrew Dudley και Ungar Steven, Popular Front Paris and the Poetics of Culture, Harvard University Press, 2008· Michael Denning, The Cultural Front: The Laboring of American Culture in the Twentieth Century, Verso, 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς