Φωτογραφία Αρχείου. |
Πολιτικά Συμπεράσματα από την Πρόσφατη Απόφαση της ΕΚΤ
Του Σπ. Λαπατσιώρα
Οικονομολόγου
Η
απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕΚΤ) για αγορές ομολόγων κρατών-μελών από τη δευτερογενή αγορά
(δηλαδή από τις τράπεζες, τα αμοιβαία κεφάλαια και τα ασφαλιστικά ταμεία) χωρίς
όριο, με στόχο τα επιτόκια δανεισμού να κινούνται σε «λογικά» επίπεδα, δεν
αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία»[1]. Η
αναγκαιότητά της τέθηκε από το περσινό καλοκαίρι (2011) με αποκορύφωμα τον
Αύγουστο, όταν αυξήθηκαν σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού για την Ισπανία και
την Ιταλία και πλέον ακόμη και συστημικοί οικονομολόγοι έθεσαν ως αναγκαιότητα
μια άλλου τύπου πολιτική της ΕΚΤ[2].
Η απόφαση αφορά μεν την αγορά βραχυχρόνιων ομολόγων
διάρκειας ενός έως τριών ετών, ωστόσο πρακτικά καλύπτονται όλα τα ομόλογα (για
παράδειγμα, στα επόμενα 3 χρόνια λήγουν περίπου 500 δις ομολόγων της Ιταλίας
και 200 δις της Ισπανίας, τα οποία, θεωρητικά, στη βάση της απόφασης, μπορούν
να αποπληρωθούν με εκδόσεις ομολόγων έως τριετούς διάρκειας)[3]. Τα
κράτη-μέλη που θα τυγχάνουν της υποστήριξης θα πουλάνε ομόλογα στις τράπεζες
και στα ασφαλιστικά ταμεία και αυτά θα μπορούν να τα πουλάνε στην ΕΚΤ όταν αυτή
αποφασίζει να παρέμβει. Θα παρεμβαίνει όταν διαπιστώνει ότι αυξάνεται σημαντικά
η απόδοση, δηλαδή πέφτει η αξία τους, αγοράζοντάς τα για να κρατήσει σε
επιθυμητά όρια τις αποδόσεις τους, δηλαδή την αξία τους. Ωστόσο, δεν υπάρχει
μηχανικός κανόνας που να καθορίζει για ποιο ύψος επιτοκίου θα παρεμβαίνει – θα
αποφασίζει εκάστοτε. Και τα δύο –παρέμβαση όχι στη βάση κανόνων και
μικρή διάρκεια–, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, έχουν τη σημασία τους.
Για να κρίνουμε την απόφαση, χρειάζεται να εξετάσουμε
ποιο πρόβλημα έρχεται να αντιμετωπίσει. Αυτό δεν είναι η έξοδος από την «κρίση
χρέους». Εύκολα προκύπτει ότι αποτυγχάνει να το επιλύσει[4]. Ούτε
φυσικά ο κ. Ντράγκι διαφωνεί με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική μεταλλαγής της
Ευρώπης: ίσα-ίσα σε συνεντεύξεις του το καλοκαίρι έχει ταχθεί υπέρ της
αναγκαιότητας κατάργησης του κοινωνικού κράτους και των οικονομικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας.
Ποιο πρόβλημα έρχεται να αντιμετωπίσει; Από πέρυσι τον
Αύγουστο, όταν φάνηκε το αυξημένο κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της
Ιταλίας, το πρόβλημα που τέθηκε ήταν: αν η Ισπανία και η Ιταλία προχωρήσουν στα
«μέτρα λιτότητας», θα οδηγηθούν σε οικονομική ύφεση, με συνέπεια να υπάρξει
φυγή κεφαλαίων, μείωση της αξίας των ομολόγων και αύξηση των επιτοκίων, με
τελική κατάληξη την έξοδό τους από τις αγορές (σημειώνουμε ότι μπορεί να αρκεί
η προεξόφληση αυτής της τάσης για να δημιουργηθεί η γνωστή πλέον αλυσίδα των
γεγονότων). Αυτή η εξέλιξη, για να περιοριστούμε μόνο στο ύψος του χρέους
(κρατικό και τραπεζικό), δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από την ΕΕ χωρίς τη
«δύναμη πυρός» της ΕΚΤ, ενώ συγχρόνως θέτει εν αμφιβόλω τη συνοχή της
ευρωζώνης.
Επομένως, οι όροι του προβλήματος είναι: από τη μία,
καλοδεχούμενη η αναγκαία καθαρτήρια ύφεση για την εμβάθυνση του
νεοφιλελευθερισμού, αλλά, από την άλλη, χωρίς να συνοδευτεί από έξοδο από τις
αγορές.
Η απόφαση της ΕΚΤ επιλύει το πρόβλημα για το σημαντικό
χρονικό διάστημα που αφορά τη συγκυρία[5] – άλλωστε
δεν ήταν στις «προθέσεις» της κάτι περισσότερο. Τα κράτη-μέλη που επιθυμούν να
τύχουν της ευεργεσίας της ΕΚΤ πρέπει να δεσμευτούν σε «Μνημόνια» και να τα
τηρούν. Ο «ηθικός κίνδυνος» οι κυβερνήσεις να μην τα εφαρμόσ(ζ)ουν μειώνεται και λόγω της δέσμευσης της ΕΚΤ ότι οι
παρεμβάσεις της θα εξαρτώνται από την εφαρμογή των Μνημονίων, με την υψηλή
εποπτεία του ΔΝΤ, και λόγω της μικρής
διάρκειας των ομολόγων που αγοράζει – οι κυβερνήσεις θα βρεθούν σύντομα στην
ανάγκη να τα αποπληρώσουν. Ωστόσο, αυξάνεται ο εν λόγω κίνδυνος σε σχέση με το
ελληνικό ή πορτογαλικό πρόγραμμα. Παρά το ότι θα είναι στη ευχέρειά της να
λάβει ή όχι την απόφαση αγοράς ομολόγων, δεν θα είναι εύκολη απόφαση η
μη-αγορά. Καθώς θα συσσωρεύει ομόλογα το επόμενο διάστημα στο χαρτοφυλάκιό της,
μια απόφαση τέτοια αφενός ακυρώνει την αξιοπιστία του προγράμματος, αφετέρου
μειώνει την αξία μέρους του χαρτοφυλακίου της και θέτει ζητήματα
ανακεφαλαιοποίησής της. Με άλλα λόγια, επιτρέπει περισσότερους βαθμούς
ελευθερίας στις πιθανές διεκδικήσεις των κινημάτων και επωμίζεται –καθιστώντας
τους κοινούς ευρωπαϊκούς– τους πολιτικούς κινδύνους (πιθανούς και μελλοντικούς,
ενώ η υπόθεση της Ιταλίας και της Ισπανίας είναι άμεση).
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ μπορεί να μεταφραστεί: «έχετε
χρόνο, να προχωρήσετε άμεσα, χωρίς καθυστέρηση, στις μεταρρυθμίσεις χωρίς να
φοβάστε τίποτα άλλο πέραν του πολιτικού κινδύνου. Τώρα είναι ξανά μια ώρα
εμβάθυνσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, πιο ορθά σχεδιασμένης».
Εν κατακλείδι, η απόφαση σηματοδοτεί επίσης τα εξής:
1.
Την απομάκρυνση
του κινδύνου διάλυσης της ευρωζώνης λόγω εξόδου από τις αγορές οικονομιών
μεγέθους Ιταλίας ή Γαλλίας[6]. Ο
μόνος κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης είναι οι «εθνικές αναδιπλώσεις» που
προκαλούνται, σε βάθος χρόνου (του πυκνού χρόνου που ζούμε), ως σύστοιχα
αποτελέσματα αυτής της ίδιας της νεοφιλελεύθερης διαδικασίας εμβάθυνσης της
ενοποίησης της ευρωζώνης και μεταλλαγής του ευρωπαϊκού «κοινωνικού μοντέλου».
2.
Αναδεικνύει
τη γραμμή του ΔΝΤ ως κυρίαρχη: νεοφιλελεύθερη «αποδόμηση» του «ευρωπαϊκού
κοινωνικού μοντέλου», με πιο ομαλούς ρυθμούς και αποφυγή της ανατροφοδότησης
της ύφεσης λόγω της απομόχλευσης που προκαλεί η μαζική φυγή κεφαλαίων. Ο
πολιτικός κίνδυνος καθίσταται κύριος[7].
3.
Ενισχύεται ο
νέος ρόλος με τον οποίο έχει επιφορτιστεί το ΔΝΤ: αυτός του επόπτη μακροοικονομικών
πολιτικών και προγραμμάτων προσαρμογής (χωρίς να εμπλέκεται σε πρόγραμμα
χρηματοδότησης).
Συμπερασματικά, η απόφαση της ΕΚΤ ήταν αναμενόμενη,
κινούμενη στο πλαίσιο της γραμμής που προκρίνει το ΔΝΤ για τη νεοφιλελεύθερη
μεταρρύθμιση της Ευρώπης. Σε σχέση με τα προβλήματα που καλείται να λύσει είναι
μια αναγκαία και ισορροπημένη απόφαση που ενδυναμώνει τη νεοφιλελεύθερη
στρατηγική και μεταθέτει τα προβλήματα που αυτή συσσωρεύει στο χρόνο, ενώ τα
γενικεύει στη μορφή και τον τρόπο επίλυσής τους. Ο χρόνος που δίνει είναι
περιορισμένος, με ορατό τέρμα, αλλά σημαντικός για την έκβαση του πειράματος
«κοινωνική μηχανική στην Ευρώπη».
[1]
Το πρόγραμμα το οποίο θεσμοθέτησε η ΕΚΤ και στο οποίο εντάσσονται οι αγορές
ομολόγων ονομάζεται «Άμεσες Νομισματικές Συναλλαγές»
(Outright Monetary Transactions).
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΚΤ και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προγράμματος
βρίσκονται στη διεύθυνση http://www.ecb.int/press/pr/date/2012/html/pr120906_1.en.html
[2]
Ενδεικτικά Wyplosz C
στις 8/8/2011. Στη διεύθυνση http://voxeu.org/article/eurozone-leaders-still-don-t-get-it.
[3]
Αναλυτικά στοιχεία για το ιταλικό και ισπανικό δημόσιο χρέος μπορεί κανείς να
βρει –δεν αποτελούν τα αναλυτικά στοιχεία «κρατικό απόρρητο» όπως στην Ελλάδα–
στις διευθύνσεις http://www.tesoro.es/en/home/estadistica.asp
και http://www.dt.tesoro.it/en/debito_pubblico/dati_statistici/.
[4]
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος περιεκτικά θέτει τα στοιχεία που δείχνουν ότι δεν
αποτελεί λύση: http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=28294.
[5]
Εδώ εννοούμε το γνωστό πλέον χαρακτηριστικό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε
ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διαχείριση της κρίσης του 2008. Λαμβάνονται αποφάσεις
όταν τα πράγματα φτάνουν σε οριακό σημείο, ενώ αυτές οι αποφάσεις έχουν
ορίζοντα λήξης της αποτελεσματικότητάς τους ορατό σε όλους. Το θέμα δεν μπορεί
να αναπτυχθεί εδώ. Θυμίζουμε μόνο ότι, εκτός από τις διαμάχες μεταξύ των
κυβερνήσεων των κρατών μελών, υπάρχει και η διαμάχη για το ποιος θα αναλάβει τα
βάρη των αποφάσεων μεταξύ κυβερνήσεων και ΕΚΤ. Πρέπει να λάβουμε υπόψη στην
εκτίμηση της συγκυρίας τις διαμάχες και τα σχέδια που διαμορφώνονται για τη
μορφή ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης και τις διαφορετικές γραμμές που έχουν
κατατεθεί για τη διαχείριση της κρίσης: συμβολικά οι αποκλίνουσες γραμμές ΔΝΤ
και Γερμανίας.
[6]
Η συζήτηση περί «διάλυσης της ευρωζώνης» είναι σύνθετη, σε μεγάλο βαθμό έχει
χαρακτηριστικά μετάθεσης των πραγματικών διακυβευμάτων και δεν μπορούμε εδώ να
μπούμε σε αυτήν. Η απόφαση της ΕΚΤ σηματοδοτεί
τις δυνατότητες αναβολής του «αναπόφευκτου τέλους» της ευρωζώνης που υπάρχουν.
Ένα «τέλος» που έχει ανακοινωθεί τα τελευταία χρόνια πλειστάκις. Δι’ αυτής της
σηματοδότησης παραπέμπει, έμμεσα, στους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς
και δεσμεύσεις που υπόκεινται αυτού του υβριδικού μορφώματος (ούτε ομοσπονδιακό
κράτος αλλά ούτε απλό σύνολο κρατών) που καλείται ευρωζώνη.
[7]
Στη διαμάχη στο εσωτερικό των μηχανισμών λήψης αποφάσεων, το ΔΝΤ με σειρά
εκθέσεων και «διαρροών» έχει σηματοδοτήσει την αναγκαιότητα για ένα άλλο
«μίγμα» πολιτικής σε σχέση με το ως τώρα ακολουθούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς