Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Αναπαράσταση του πολιτικού λόγου του ειρηνιστή Γρ. Λαμπράκη


Σπ. Ζουμπάνος.
Με την ευκαιρία της 67ης επετείου απελευθέρωσης της Αθήνας από ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής. Στην πλατεία Κοτζιά την Τετάρτη 12-10-11


Του Σ. Κακουριώτη
Αρχή φόρμας
Τέλος φόρμας

"Εάν διαιρέσουμε τις σφαίρες που ρίχθηκαν στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο με τον αριθμό των νεκρών, βρίσκουμε ότι χρειάσθηκαν 70.000 σφαίρες για κάθε πτώμα. Και επειδή μία σφαίρα στοιχίζει όσο και ένα κιλό γάλα, χρειάσθηκαν 70 τόνοι γάλα για να πνίξουν έναν στρατιώτη!"
Γρηγόρης Λαμπράκης, 24 Ιουνίου 1962

Εξήντα επτά χρόνια συμπληρώνονται την Τετάρτη από την 12η Οκτωβρίου του 1944, ημέρα που πλήθη λαού, γεμάτα ξέφρενο ενθουσιασμό ξεχύθηκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν το χαρμόσυνο νέο: "Οι Γερμανοί φεύγουν. Ο πόλεμος τελείωσε. Ειρήνη!" Όπως αποδείχθηκε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ούτε ο πόλεμος είχε τελειώσει ούτε ο τόπος χάρηκε για πολύ την ειρήνη... Ακολούθησαν έξι χρόνια αιματηρότατου εμφυλίου πολέμου και, στη συνέχεια, η βαριά σκιά του ψυχρού πολέμου, που την έκανε ακόμη βαρύτερη ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών και των ατομικών όπλων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Με αφορμή την επέτειο αυτή, ένας καλλιτέχνης, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Στέφανος Μονδέλος, επιλέγει να μετατοπίσει την προσοχή των Αθηναίων (και) σε ένα άλλο ιστορικό γεγονός: τον λόγο που εκφώνησε ο Γρηγόρης Λαμπράκης, βουλευτής της ΕΔΑ, στις 24 Ιουνίου 1962, στο θέατρο "Πορεία", στο πλαίσιο του Α' Εθνικού Συνεδρίου για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό της ΕΕΔΥΕ. Πώς συνδέονται όμως τα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα μεταξύ τους και με την κατάσταση που βιώνει η χώρα μας σήμερα; Δεν είναι βέβαια, μονάχα, το γεγονός ότι "οι Γερμανοί ξανάρχονται" με άλλον τρόπο και άλλα όπλα...
Η συγκεκριμένη ομιλία, που εκφωνήθηκε ένα χρόνο πριν από τη δολοφονία του, είναι κυρίως ένας λόγος αντιπολεμικός, ο οποίος αναφέρεται σε όλα τα γεγονότα της εποχής, που με το έναν ή τον άλλον τρόπο δέσποζαν στον αριστερό της περιόδου: "Στην Ελλάδα, οι στρατιωτικές δαπάνες το 1955 ανέρχονταν σε 3.730 εκατ. δρχ., για να φθάσουν σήμερα σε 6.515,4 εκατ. Αν λάβουμε υπ' όψιν τις τρέχουσες ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες, θα δούμε ότι ξοδεύονται κάθε μήνα 1.800.000 χρυσές λίρες, κάθε ημέρα 60.000 χρυσές λίρες, κάθε λεπτό της ώρας 1.000 χρυσές λίρες".
Στην ομιλία εκείνη πολλά σημεία ωθούν τον σημερινό αναγνώστη/ακροατή της να κάνει αναγωγές στη σημερινή ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα, με απροσδόκητο τρόπο πολλές φορές, καθώς σε αυτόν βρίσκουν την αντανάκλασή τους η όξυνση της κρίσης στην Ελλάδα, η ανησυχία για το πυρηνικό ατύχημα στην Ιαπωνία, ένας διάχυτος αντι-γερμανισμός ή η νατοϊκή επέμβαση στη Λιβύη:

"Η Αφρική, η λεγόμενη Μαύρη Ήπειρος, σήμερα βρίσκεται σε απελευθερωτικό αναβρασμό και διεκδικεί την ανεξαρτησία των λαών της. Οι αποικιοκράτες καταφεύγουν σε σκληρά αντιδημοκρατικά μέσα, μη εξαιρουμένων και των δολοφονιών (Λουμούμπα, Χάμερκελ), για να σβήσουν τη φωτιά της ανεξαρτησίας των καταπιεζομένων λαών της Αφρικής", έλεγε από το βήμα του συνεδρίου ο Γρ. Λαμπράκης.

Από την άλλη πλευρά, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν σημεία που φαίνονται εξαιρετικά παρωχημένα, καθώς η Ιστορία τα έχει ξεπεράσει προ πολλού, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη αντίφαση με την εικόνα ενός λόγου νεκρού, που καταφέρνει παρόλα αυτά να παραμένει ζωντανός... Αυτή η αντίφαση βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού της παράστασης Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ζει, που επεξεργάστηκε ο Στ. Μονδέλος: Ο Λαμπράκης έχει πεθάνει, συνεχίζει όμως να ζει, καθώς η δολοφονία του τον κατέστησε μύθο στη σύγχρονη μεταπολεμική Ιστορία της Ελλάδας και σύμβολο του φιλειρηνικού και αριστερού κινήματος. Όμως σήμερα το ΖΕΙ της εποχής εκείνης λειτουργεί ακόμα σε ένα συμβολικό επίπεδο;
Η ανα-παράσταση (re-enactment) του πολιτικού λόγου του Γρ. Λαμπράκη σε δημόσιο χώρο, στην πλατεία Κοτζιά, στις 12/10, στις 8.00 μ.μ., επιχειρεί να δημιουργήσει θεατρικά τις συνθήκες που παραπέμπουν σε μια πραγματική πολιτική συγκέντρωση. Η ομιλία αποδίδεται από έναν ηθοποιό (Σπύρος Ζουπάνος), χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να ακούγεται ή να δείχνει όπως ο πραγματικός Λαμπράκης. Με στόχο να προσλάβει ο θεατής τον λόγο ως αντιφατικό, αποφεύγεται κάθε προσπάθεια σκηνογραφικής αναπαράστασης της δεκαετίας του ’60, καθώς και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να ενισχύσει τη θεατρικότητα της παράστασης, έτσι ώστε να τονίζεται σε όλη της την πολυπλοκότητα η δυσεπίλυτη αντιφατικότητα μιας κληρονομιάς που συνεχίζει να στοιχειώνει το φαντασιακό των πρακτικών αμφισβήτησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάσα άποψη εκφράζεται ελευθέρως από το ISTOLOGIO giorgou MOSXOU, αρκεί να μην περιέχει αήθεις χαρακτηρισμούς